• No results found

flaubert - Madam Bovary

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "flaubert - Madam Bovary"

Copied!
252
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)

Gustave Flaubert

ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

(3)

Τίτλος πρωτοτύπου: Gustave Flaubert, Madame Bovary, 1856 Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη

(4)

Gustave Flaubert

Ο Gustave Flaubert γεννήθηκε το 1821 στο Σεν Μαριτίμ, και πέθανε το 1880 στο Κρουασέ, κοντά στη Ρουέν. Άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι, ύστερα όμως από μια σοβαρή νευρασθένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κτήμα του στο Κρουασέ, από το οποίο σπάνια απομακρυνόταν, και έζησε μια ήρεμη ζωή, αφιερωμένη στη συγγραφή. Η έφεσή του στο γράψιμο ανάγεται στην πρόωρη αγάπη του για το θέατρο. Έπειτα από τα πρώτα νεανικά του έργα, που έμειναν ημιτελή, μεταξύ 1843 και 1845 άρχισε να ασχολείται με το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Η αισθηματική αγωγή (L'éducation sentimentale, δημοσιεύτηκε το 1869). Μεταξύ 1863 και 1869 έγραψε το δεύτερο κείμενο του ίδιου έργου το οποίο ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το καλύτερο βιβλίο του, αλλά και το πιο μοντέρνο σε σύλληψη: ο συγγραφέας, με φόντο το Παρίσι των μέσων του 19ου αι., αναπλάθει τα αισθήματα, τις ψυχικές καταστάσεις, τις αόριστες επιθυμίες των νεανικών του χρόνων και την αποτυχία ενός φανταστικού και όχι πρακτικού πνεύματος, που χάνεται μέσα σε άλλες καταστάσεις. Το 1847, ένα ταξίδι, μαζί με το φίλο του Μαξίμ ντι Καν, στις ακτές της Βρετάνης, ενέπνευσε το ταξιδιωτικό μυθιστόρημα Μέσα από

τους κάμπους και τις ακρογιαλιές (Par les champs et par les grèves, δημοσιεύτηκε το 1885). Μεταξύ

1849 και 1851, ξανά με τη συντροφιά του Ντι Καν, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή, απ' όπου άντλησε εμπειρίες και παραστάσεις για τα έργα του. Στο ταξίδι αυτό γεννήθηκε το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρύ (1857) που, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στη Revue de Paris, προκάλεσε την παραπομπή του συγγραφέα σε δίκη για προσβολή της ηθικής και της θρησκείας. Ο Flaubert κέρδισε τη δίκη, αλλά πικράθηκε πολύ από την υποδοχή που είχε το έργο του. Το έργο περιστρέφεται ολόκληρο γύρω από το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, η οποία ανήκει στην αστική τάξη της επαρχίας και είναι ανικανοποίητη όσο και απογοητευμένη από μια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται κατώτερη από τη φαντασία. Το Μαντάμ Μποβαρύ θεωρείται το κορυφαίο έργο του Flaubert, αλλά αξιόλογο θεωρείται επίσης το μυθιστόρημά του Σαλαμπό (Salammbô), που είναι εμπνευσμένο από την ιστορία της Καρχηδόνας και δημοσιεύτηκε το 1863. Ένας πίνακας του Μπρίγκελ, τον οποίο είδε στη Γένοβα, του έδωσε το θέμα για το μυθιστόρημα Ο πειρασμός του Αγίου

Αντωνίου (La tentation de St Antoine, 1874)· στο φιλόδοξο αυτό έργο, ο Flaubert αναφέρεται στους

πειρασμούς του πνεύματος και της σάρκας, στους οποίους είναι εκτεθειμένος ακόμα και ο πιο ενάρετος άνθρωπος.

Ακολούθησε η συλλογή Τρία διηγήματα (Trois contes, 1877), που αποτελείται από τα διηγήματα Μια

απλή καρδιά (Un cœur simple), Ηρωδιάς (Hérodias) και Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου (La légende de Saint Julien l'Hospitalier), τα οποία εμπνεύστηκε από τα βιτρό της μητρόπολης της

Ρουέν· η συλλογή αυτή σημείωσε επιτυχία κυρίως μεταξύ των νέων της νατουραλιστικής τάσης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Μπουβάρ και Πεκισέ, ένα έργο με χιουμοριστική διάθεση που αποτέλεσε μια αιχμηρή σάτιρα της αστικής νοοτροπίας και της θετικιστικής επιστημοκρατίας, την οποία παρουσίασε μέσα από δύο ήρωες γκροτέσκ, τους Μπουβάρ και Πεκισέ· το έργο αυτό δημοσιεύτηκε ημιτελές μετά το θάνατό του (1881). Νέο φως στην προσωπικότητά του έριξαν οι τέσσερις τόμοι με τον γενικό τίτλο Αλληλογραφία (Correspondance, 1884-93) και μια σειρά έργων που δημοσιεύτηκαν επίσης μετά τον θάνατο του: Τα απομνημονεύματα

ενός τρελού (Mémoires d'un fou, 1910), που είχε γράψει από το 1837, και το καυστικό Λεξικό των καθιερωμένων ιδεών (Dictionnaire des idées reçues, 1913). Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι έγραψε

και έργα (ορισμένα ημιτελή) για το θέατρο, με κορυφαία τα: Ο υποψήφιος (Le candidat, ανεβάστηκε το 1874), μια έντονη κριτική εναντίον του πολιτικού κόσμου, το οποίο ωστόσο δεν σημείωσε επιτυχία, και Το αδύναμο φύλο (Le sexe faible).

Συχνά αναφέρεται πως ο Flaubert αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του ρομαντισμού και του νατουραλισμού. Ένα μέρος του έργου του συνέχισε, όχι μόνο με βάση τις χρονολογίες, αλλά και με την εκλογή των ηρώων και των κοινωνικών κύκλων, τη γραμμή που είχαν χαράξει ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και ο Ουγκό. Ωστόσο, ο Flaubert ξεχωρίζει από τους ρομαντικούς χάρη στο οξύτατο ύφος

(5)

του. Μολονότι η ανατροφή του και το περιβάλλον όπου έζησε ήταν βαθύτατα αστικά, αντέδρασε στην αστική ηθική και νοοτροπία, και έφερε στην επιφάνεια τα μειονεκτήματά της.

(6)
(7)

1

Ήταν η ώρα της μελέτης, όταν ο επιμελητής μπήκε στην τάξη. Τον ακολουθούσε ένας καινούριος, ντυμένος πολιτικά, κι ένας υπηρέτης φορτωμένος μ' ένα μεγάλο αναλόγιο. Εκείνοι που κοιμούνταν ξύπνησαν και όλοι σηκώθηκαν, σαν να τους είχε κάποιος αιφνιδιάσει στην εργασία. Ο επιμελητής μάς έγνεψε να ξανακαθίσουμε κι έπειτα, γυρίζοντας προς τον επιτηρητή μελέτης, του είπε χαμηλόφωνα: «Κύριε Ροζέ, ιδού ένας μαθητής που σας τον συστήνω. Μπαίνει στην πέμπτη τάξη. Εάν η εργασία του και η διαγωγή του το αξίζουν, θα περάσει με τους μεγάλους, καθώς αρμόζει στην ηλικία του». Ο καινούριος, που 'χε μείνει στη γωνία, πίσω από την πόρτα, σε τρόπο που μετά βίας τον βλέπαμε, ήταν ένα αγόρι από την εξοχή, δεκαπέντε χρόνων περίπου και μεγαλύτερος στο ανάστημα από όλους εμάς. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα ίσια, πάνω από το μέτωπο, όπως τα 'χαν οι ψάλτες του χωριού, το ύφος του ήταν φρόνιμο και φαινόταν πολύ ζαλισμένος. Μόλο που οι πλάτες του δεν ήταν πλατιές, η τσόχινη πράσινη ζακέτα του, με μαύρα κουμπιά, πρέπει να τον ενοχλούσε σίγουρα στις μασχάλες, κι άφηνε να φαίνονται, μέσα από τα σχιστά αναδιπλώματά της, κόκκινα χέρια συνηθισμένα να είναι γυμνά στον ήλιο. Τα πόδια του, φορούσε γαλάζιες κάλτσες, έβγαιναν μέσα από ένα κιτρινωπό παντελόνι που το παρατραβούσαν οι τιράντες. Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες. Αρχίσαμε την επανάληψη των μαθημάτων. Άνοιγε τα αυτιά για να μας ακούει προσεχτικά, όπως στην εκκλησία, μην τολμώντας μήτε να διπλώσει τα πόδια του μήτε ν' ακουμπήσει στους αγκώνες του, και κατά τις δύο, όταν η καμπάνα σήμανε, ο επιτηρητής μελέτης υποχρεώθηκε να τον ειδοποιήσει για να μπει κι αυτός στη γραμμή μαζί μας. Μπαίνοντας στην τάξη, είχαμε τη συνήθεια να ρίχνουμε καταγής τα πηλίκιά μας, για να 'χουμε έτσι τα χέρια ελεύθερα. Από το κατώφλι της πόρτας έπρεπε να τα πετάξει κανείς κάτω από τους πάγκους, ενάντια στον τοίχο, για να σηκωθεί πολλή σκόνη. Αυτός ήταν ο τρόπος. Αλλά είτε γιατί δεν παρατήρησε αυτά τα τεχνάσματα είτε γιατί δεν τόλμησε να τα μιμηθεί, είχε τελειώσει κιόλας η προσευχή, κι ο καινούργιος βαστούσε ακόμα στα γόνατά του το πηλήκιό του. Αυτό το πηλήκιο ήταν ένα είδος πολυσύνθετου καπέλου, που είχε τα στοιχεία του σκούφου από γούνα, του μαλακού καπέλου, του πηλήκιου από σβύδρα και της σκούφιας από βαμβάκι, ήταν, τέλος, ένα από κείνα τα φτωχά τα πράγματα, που η βουβή τους ασκήμια είχε βάθος έκφρασης όπως το πρόσωπο του βλάκα. Αυγουλωτό και φουσκωτό, άρχιζε από τρία κυκλικά λουκάνικα κι έπειτα εναλλάσσονταν, χωρισμένα από μία κόκκινη λουρίδα, κάτι τετραγωνάκια κατιφένια κι από τομάρι λαγού, ερχόταν έπειτα ένα είδος σάκου που τελείωνε σ' ένα πολύγωνο με χαρτόνι από κάτω, ολοκέντητο μ' ένα πολύπλοκο χρυσοκέντημα, κι από το τετράγωνο εκείνο κρεμόταν στην άκρη ενός μικρού και πολύ λεπτού σιριτιού σαν ένας κόμπος από νήματα χρυσά, που ήταν στο σχήμα σαν βαλάνι. Το πηλήκιο ήταν καινούργιο· το γείσο του γυάλιζε. «Σήκω επάνω» του είπε ο καθηγητής. Σηκώθηκε· το πηλήκιο του 'πεσε χάμω, όλη η τάξη βάλθηκε να γελάει. Έσκυψε για να το σηκώσει· ένας μαθητής που καθόταν σιμά του το 'κανε να ξαναπέσει· το σήκωσε για δεύτερη φορά. «Βάλε κάπου αυτό το κράνος!» του 'πε ο καθηγητής, που ήταν ένας άνθρωπος με πνεύμα.

(8)

Ένα γέλιο γενικό ξέσπασε· ο δύστυχος έχασε το νου του τόσο, που δεν ήξερε αν έπρεπε να κρατήσει το πηλήκιό του στο χέρι, να το αφήσει να πέσει χάμω ή να το φορέσει στο κεφάλι. Ξανακάθισε και το ακούμπησε πάνω στα γόνατά του. «Σήκω επάνω» του ξανάπε ο καθηγητής, «και πες μου το όνομά σου». Ο καινούριος ψιθύρισε ψελλίζοντας κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε. «Ξαναπές το!» Ακούστηκε το ίδιο ψέλλισμα, όλη η τάξη γιουχάιζε. «Δυνατότερα, δυνατότερα!» φώναξε ο δάσκαλος. Ο καινούριος τότε, παίρνοντας μία τελευταία απόφαση, άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα του, και με όση δύναμη είχαν τα πλεμόνια του έριξε, μ' ένα ξεφωνητό, σαν να 'κραζε κάποιον, τούτη τη λέξη: Σαρμποβαρή. Ένας πάταγος ξέσπασε ολομεμιάς... δυνάμωσε με τους αλαλαγμούς, με τα ξεφωνητά, με τα γαβγίσματα, με τα ποδοχτυπήματα (καθένας ξανάλεγε: «Σαρμποβαρή! Σαρμποβαρή!») Έπειτα μεταμορφώθηκε σε ήχους απομονωμένους, ησυχάζοντας μετά βίας, κι άξαφνα, μεγαλώνοντας πάλι σε κάποια σειρά θρανίων, όπου, σαν τρακατρούκα κακοσβησμένη, ξέσπασε πάλι κάποιο γέλιο που δεν είχε ακόμα πνιγεί. Ωστόσο, με μια βροχή τιμωρίες η ησυχία αποκαταστάθηκε πάλι στην τάξη· και ο καθηγητής, που είχε καταλάβει το όνομα του «Κάρολου Μποβαρύ», αφού τον έκανε να του το υπαγορεύσει, να το κατανοήσει και να το ξαναδιαβάσει, πρόσταξε αμέσως στο κακότυχο αγόρι να πάει να καθίσει στον πάγκο των αμελών, σιμά σιμά στην έδρα. Θέλησε να ξεκινήσει· αλλά δίστασε. «Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο καθηγητής. «Το πηλ...» αποκρίθηκε με συστολή ο καινούριος, περιφέροντας γύρω του τα ανήσυχα βλέμματά του. «Πεντακόσιους στίχους αποστήθιση όλη η τάξη!» ήταν το ξεφωνητό του καθηγητή, που σταμάτησε μία καινούρια τρικυμία. «Μα δεν ησυχάζετε;» εξακολούθησε ο καθηγητής συγχυσμένος, και σφουγγίζοντας το μέτωπό του με το μαντίλι του, που το πήρε μέσα από το σκουφί του. «Όσο για σένα, καινούριε, θα μου γράψεις είκοσι φορές το ρήμα γελοίος ειμί». Κι έπειτα με γλυκύτερη φωνή: «Ε!... Θα το βρεις το πηλήκιό σου!... Δε σου το 'κλεψαν!...» Όλα ησύχασαν. Τα κεφάλια έσκυψαν πάνω στα χαρτόνια, και ο καινούριος έμεινε σε παραδειγματική στάση δυο ολόκληρες ώρες, αν και δεν έπαψαν να τον βρίσκουν, πιτσιλίζοντάς του το πρόσωπο, μικρά τόπια μασημένου χαρτιού, που του τα 'ριχναν μέσα από τη μύτη κάποιας πένας. Αλλά εκείνος σφούγγιζε με το χέρι το πρόσωπο κι έμενε ακίνητος με κατεβασμένα τα μάτια. Το βράδυ, στο σπουδαστήριο, άνοιξε μεθοδικά το γραφείο του, έβαλε σε τάξη τα πράγματά του, έσιαξε με επιμέλεια το χαρτί του. Τον είδαμε να δουλεύει ευσυνείδητα, γυρεύοντας στο λεξικό όλες τις λέξεις και κοιτάζοντας με προσοχή. Χάρη, βέβαια, σ' αυτή την καλή του θέληση, που την απέδειξε, κατάφερε να μην υποβιβαστεί σε κατώτερη τάξη· γιατί, αν και γνώριζε αρκετά τους κανόνες του, δεν είχε στη φράση του καμία κομψότητα. Ο παπάς του χωριού είχε αρχίσει να του διδάσκει τα λατινικά, γιατί, για οικονομία, οι γονείς του δε θέλησαν να τον στείλουν στο σχολείο παρά όσο μπορούσαν αργότερα.

(9)

Ο πατέρας του, ο κύριος Κάρολος-Διονύσιος-Βαρθολομαίος Μποβαρύ, πρώην επίατρος, που κατά το 1812 βρέθηκε εκτεθειμένος στην υπόθεση των στρατιωτικών εξαιρέσεων και που αυτή την εποχή αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υπηρεσία, έκρινε καλό να ωφεληθεί από τα προσωπικά του πλεονεκτήματα για να αδράξει στο διάβα μια προίκα εξήντα χιλιάδων φράγκων, που θα του 'φερνε η θυγατέρα ενός καπελά, γιατί την είχε τραβήξει το καλοκαμωμένο κορμί του. Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολυλογάς, έκανε να σημαίνουν τα σπιρούνια του. Οι φαβορίτες του ήταν κολλημένες με τα μουστάκια του· στα δάχτυλα είχε πάντα δαχτυλίδια, φορούσε ρούχα ανοιχτόχρωμα, είχε όψη ανθρώπου γενναίου και μαζί την εύκολη ευθυμία ενός ταξιδιώτη παραγγελιοδόχου. Αφού στεφανώθηκε, έζησε δυο τρία χρόνια με την προίκα της γυναίκας του, τρώγοντας καλά, αφήνοντας αργά το κρεβάτι, καπνίζοντας μία μεγάλη φαρφουρένια πίπα, γυρίζοντας στο σπίτι έπειτα από το θέατρο, πηγαίνοντας στα καφενεία. Ο πεθερός του πέθανε έπειτα και δεν άφησε παρά πολύ λίγα χρήματα· αγανάκτησε εναντίον του, επιδόθηκε στη βιομηχανία, έχασε κάμποσα χρήματα κι έπειτα αποσύρθηκε στην εξοχή για να καλλιεργήσει τη γη του. Αλλά επειδή ήταν το ίδιο άσχετος από γεωργία, όπως και με το εμπόριο, αντί να στέλνει τα άλογά του στη δουλειά της γης, τα καβαλίκευε ο ίδιος, έπινε τις μπουκάλες του μηλόκρασού του αντί να τις πουλάει, έτρωγε τα καλύτερα πουλερικά του κι άλειφε τα στιβάλια του με το ξίγκι των γουρουνιών του, δεν άργησε και πολύ να καταλάβει πως έπρεπε να παρατήσει όλη αυτή την επιχείρηση. Βρήκε, λοιπόν, να νοικιάσει για διακόσια φράγκα το χρόνο, σ' ένα χωριό στα σύνορα του Ko και της Πικαρδίας, μία κατοικία που έμοιαζε και σε χωριάτικο σπίτι και σε αρχοντικό, και, γκρινιάρης, κατασπαραγμένος από την τύψη του, κατηγορώντας τον ουρανό, ζηλεύοντας όλο τον κόσμο, κλείστηκε εκεί μέσα, στην ηλικία των σαράντα πέντε χρόνων μονάχα, και απογοητευμένος, έλεγε, από τους ανθρώπους, πήρε την απόφαση να ζήσει ήσυχα. Η γυναίκα του άλλοτε είχε ξετρελαθεί μαζί του. Τον είχε αγαπήσει με χίλιες δουλικότητες που του την είχαν απομακρύνει περισσότερο. Φαιδρή άλλοτε από φυσικού της, διαχυτική, τρυφερή, με την ηλικία είχε καταντήσει, όπως το κρασί που παίρνει αέρα και γίνεται ξίδι, δύσκολη, νευρική, παράξενη. Είχε υποφέρει τόσο πολύ χωρίς να παραπονιέται, στην αρχή, όταν τον έβλεπε να ξετρέχει όλες τις πόρνες του χωριού και να της ξαναγυρίζει το βράδυ βγαλμένος από είκοσι καπηλειά, χορτασμένος απ' όλα και μυρίζοντας κρασί. Τότε είχε σωπάσει καταπίνοντας τη λύσσα της μ' ένα βουβό στωικισμό, που τον βάσταξε ως την ημέρα που πέθανε. Είχε αδιάκοπες δουλειές, έτρεχε όλη μέρα. Πήγαινε στα δικηγορικά γραφεία, στον πρόεδρο των δικαστηρίων, θυμόταν τη λήξη κάθε προθεσμίας, κατάφερνε να κερδίζει χρόνο, και στο σπίτι σιδέρωνε, έραβε, έπλενε τα ρούχα, επιτηρούσε τους εργάτες, τους πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, ενώ ο κύριος, που δε συλλογιζόταν πια τίποτα, αδιάκοπα αποκαρωμένος σε μία υπναλέα σκυθρωπότητα, που από αυτήν δεν ξυπνούσε παρά για να της πει λόγια πικρά, έμενε στην άκρη του σιμά στη φωτιά, καπνίζοντας την πίπα του και φτύνοντας στη στάχτη. Όταν απόκτησε παιδί, χρειάστηκε να το στείλει στης παραμάνας. Αλλά το μωρό, άμα γύρισε στο σπίτι, άρχισαν να το χαϊδεύουν σαν πριγκιπόπουλο. Η μητέρα το 'τρεφε με κομπόστες. Ο πατέρας το άφηνε να τρέχει ξυπόλυτο, και για να καμώνεται το φιλόσοφο, έλεγε πως το παιδί μπορούσε κιόλας να περπατάει ολόγυμνο, σαν τα παιδιά των ζώων. Αντίθετα από κείνο που άρεσε στη μητέρα, αυτός είχε στο κεφάλι ένα κάποιο αντρίκειο ιδανικό της παιδικής ηλικίας, και σύμφωνα με αυτό προσπαθούσε να αναθρέψει το παιδί του, θέλοντας να λάβει εκείνο μια σκληρή ανατροφή, σπαρτιάτικη, για να αποκτήσει γερή κράση. Το έστελνε να κοιμηθεί χωρίς φωτιά, το μάθαινε να πίνει ρούμι γενναία και να περιγελά τις λιτανείες. Αλλά από φυσικού του ήμερος ο γιος του, ανταποκρινόταν κακά στις προσπάθειές του. Η μητέρα τον έσερνε πάντα σιμά της· του έκοβε φιγουρίνια από χαρτόνι, του έλεγε ιστορίες, κουβέντιαζε μαζί του μονολογώντας αδιάκοπα, με κουβέντες γεμάτες πρόσχαρη μελαγχολία και με φλύαρα γλυκανάλατα χάδια. Στη μονοτονία της ζωής συγκέντρωσε στο κεφάλι εκείνου του παιδιού όλες τις σκορπισμένες και σπασμένες

(10)

ματαιοδοξίες της. Ονειρευόταν για κείνο μεγάλα αξιώματα, το έβλεπε από τώρα άντρα, μεγάλο, ωραίο, έξυπνο, αποκαταστημένο μηχανικό ή δικαστή, τον έμαθε η ίδια να διαβάζει και του έδειξε μάλιστα σ' ένα παλιό πιάνο που είχε, να τραγουδάει δυο τρία τραγουδάκια. Αλλά για όλα αυτά ο κύριος Μποβαρύ, που δεν είχε πολλή υπόληψη στα γράμματα, έλεγε «πως δεν άξιζε ο κόπος. Θα 'χαν ποτέ τα μέσα να το συντηρήσουν στα σχολειά του κράτους, να του αγοράσουν μία θέση ή ένα εμπορικό κατάστημα;» Από το άλλο μέρος, με λίγη προπέτεια, μπορεί κάποιος να γίνει άνθρωπος στον κόσμο. Η κυρία Μποβαρύ δάγκωνε τότε τα χείλια της, και το παιδί τριγύριζε τους δρόμους στο χωριό. Πήγαινε ξοπίσω από τους δουλευτάδες και κυνηγούσε με σβόλους από χώμα τα κοράκια που πετούσαν. Έτρωγε τα βατόμουρα στην άκρη από τις σούδες, φύλαγε τους ινδιάνους με μια βέργα στο χέρι, γύριζε στον ήλιο τα θερισμένα γεννήματα, έτρεχε στο λόγγο, έπαιζε πηδώντας στο ένα πόδι στο νάρθηκα της εκκλησίας όταν έβρεχε, και τις ημέρες των μεγάλων εορτών παρακαλούσε τον καντηλανάφτη να τον αφήνει να σημαίνει τις καμπάνες, για να κρεμά όλο του το σώμα στο μεγάλο σκοινί και για να τον σηκώνει στον αέρα το πέταμά του. Έτσι αύξαινε το παιδί σαν μία δρυς στο λόγγο, τα χέρια του γίνηκαν δυνατά και το χρώμα του ωραίο. Όταν ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα του κατάφερε ν' αρχίσει τις σπουδές του. Ο παπάς του χωριού το ανάλαβε. Αυτά τα μαθήματα ήταν τόσο σύντομα και τα παρακολουθούσε τόσο άταχτα, που του χρησίμεψαν πολύ λίγο. Ο παπάς τού έκανε το μάθημα στην εκκλησία, στο ιεροφυλάκιο, τις στιγμές που δεν είχε δουλειά, ορθός, βιαστικά, πριν από μια βάφτιση κι έπειτα από ένα ξόδι: ή μηνούσε του μαθητή του να έρθει έπειτα από τον εσπερινό, αν δεν είχε να βγει το βράδυ από το κελί του. Ανέβαιναν στην κάμαρά του, κάθιζαν, τα μαμούνια και οι πεταλούδες της νύχτας γύριζαν γύρω στο αναμμένο κερί, έκανε ζέστη, το παιδί αποκοιμιόταν, και ο καλός ο παπάς αποκαρωνόταν κι εκείνος με τα χέρια πάνω στο στομάχι και σε λίγο ροχάλιζε με ανοιχτό το στόμα. Άλλες φορές πάλι που ο παπάς ξαναρχόταν στο χωριό, γυρίζοντας από κάποιο γειτονικό μέρος όπου πήγαινε να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο, και έβρισκε τον Κάρολο να κατεργαρεύει στον κάμπο, τον έκραζε, τον μάλωνε για ένα τέταρτο της ώρας, κι άδραχνε την ευκαιρία για να τον κάνει να κλίνει ένα ρήμα κάτω από ένα δέντρο. Ερχόταν η βροχή και το μάθημα σταματούσε· ή περνούσε κάποιος γνώριμος και τους έκοφτε. Αλλά ο παπάς ήταν πάντα ευχαριστημένος από το μαθητή και έλεγε μάλιστα πως ο νέος είχε πολύ θυμητικό. Ο Κάρολος δεν μπορούσε να περιοριστεί σ' αυτό. Η μητέρα του έδειξε δραστηριότητα. Ο κύριος Μποβαρύ, ντροπιασμένος, ή καλύτερα κουρασμένος, δεν έφερε αντίσταση· περίμεναν ακόμα ένα χρόνο, ώσπου το παιδί κοινώνησε πρώτη φορά. Πέρασαν ακόμα έξι μήνες, και το χρόνο κατόπιν έστειλαν οριστικά τον Κάρολο σ' ένα Λύκειο της Ρουέν, όπου ο πατέρας του τον οδήγησε ο ίδιος, τον Οκτώβρη, την εποχή του πανηγυριού του Αγίου Ρωμανού. Αδύνατο τώρα για καθένα από μας να θυμηθούμε κάτι για κείνον. Ήταν παιδί με χαρακτήρα μετρημένο, που έπαιζε στις ώρες του παιχνιδιού, εργαζόταν στο σπουδαστήριο, πρόσεχε στο μάθημα, κοιμόταν καλά στον κοιτώνα, έτρωγε καλά στην τραπεζαρία. Είχε επίτροπό του ένα μεγάλο σιδεροπώλη που είχε μαγαζί στην οδό Γκαντερί, ο οποίος τον έβγαζε έξω μια φορά το μήνα, ημέρα Κυριακή, όταν έκλεινε το κατάστημά του, τον έστελνε περίπατο στο λιμάνι για να βλέπει τα πλοία κι έπειτα τον συνόδευε ο ίδιος στο σχολειό από τις εφτά η ώρα, πριν το δείπνο. Κάθε Πέμπτη βράδυ έγραφε με κόκκινο μελάνι ένα μεγάλο γράμμα στη μητέρα του και το σφράγιζε με τρία μπολίνια· έπειτα έριχνε μια ματιά στα τετράδια της ιστορίας ή διάβαζε έναν παλιό τόμο του ταξιδιού του Ανάχαρση, που σερνόταν στο σπουδαστήριο. Βάζοντας τόση επιμέλεια, μπόρεσε πάντα να κρατηθεί στη μέση της τάξης· κάποτε κιόλας κατάφερνε να λάβει κάποιο έπαινο για το μάθημα της φυσικής ιστορίας. Αλλά στο τέλος του τρίτου χρόνου οι

(11)

γονείς του τον έβγαλαν από το σχολείο για να σπουδάσει την ιατρική, με την ιδέα πως θα μπορούσε να καταφέρει μόνος του να τα βγάλει πέρα με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις. Η μητέρα του τού νοίκιασε μια κάμαρη σ' ένα τέταρτο πάτωμα, στο σπίτι ενός βαφέα, που τον γνώριζε. Έκλεισε η ίδια τη συμφωνία για το φαγητό του, του αγόρασε παλιό κρεβάτι από ξύλο κερασιάς, κι απόχτησε μια σόμπα μικρή από χυτοσίδηρο, μαζί και τα ξύλα που θα χρειάζονταν για να θερμαίνουν το άτυχο παιδί της· έπειτα από μια βδομάδα έφυγε, συστήνοντάς του να φέρεται καλά τώρα που θα βρισκόταν παραιτημένος στον εαυτό του. Το πρόγραμμα των μαθημάτων, του 'φερε ζάλη. Μάθημα ανατομίας, μάθημα παθολογίας, μάθημα φυσιολογίας, μάθημα φαρμακευτικής, μάθημα χημείας, βοτανικής και θεραπευτικής, χωρίς να λογαριαστεί ούτε η υγιεινή ούτε η ιατρική ύλη, όλο ονόματα που την ετυμολογία τους δε γνώριζε και που ήταν γι' αυτόν σαν άλλες τόσες πόρτες από ιερά γεμάτα σεβάσμιο σκότος. Δεν κατάλαβε τίποτα. Όσα κι αν άκουγε, δεν τα 'νιωθε. Κι όμως εργαζόταν. Είχε τετράδια δεμένα, ακολουθούσε με επιμέλεια τα μαθήματα, δεν έχανε ούτε μία επίσκεψη των καθηγητών. Έκανε με συνείδηση καθημερινά το μικρό του χρέος, σαν το άλογο στο αλώνι που όλο τριγυρίζει στον ίδιο τόπο με τα μάτια δεμένα μην ξέροντας τη δουλειά που καταφέρνει. Για να του οικονομήσει τα έξοδα η μητέρα του τού έστελνε κάθε βδομάδα με τον ταχυδρόμο ένα κομμάτι κρέας μοσχαρίσιο ψητό στο φούρνο, και μ' αυτό προγευμάτιζε το πρωί, όταν ξαναρχόταν από το νοσοκομείο, χτυπώντας αδιάκοπα το πόδι του στον τοίχο· έπειτα έπρεπε να τρέξει στα μαθήματα, στο αμφιθέατρο, στο νοσοκομείο, και να γυρίσει πάντα στην κάμαρά του, περνώντας απ' όλους τους δρόμους. Το βράδυ, έπειτα από το φτωχικό γεύμα που του 'δινε ο σπιτονοικοκύρης, ανέβαινε ξανά στην κάμαρά του και ξανάκανε την εργασία του χωρίς να αλλάξει τα υγρά του ρούχα, που κάπνιζαν πάνω του μπροστά στην πυρωμένη σόμπα. Τις ωραίες καλοκαιρινές βραδιές, την ώρα που οι χλιαροί δρόμοι είναι έρημοι, όταν οι υπηρέτριες στα κατώφλια παίζουν το άρπαστο, άνοιγε το παραθύρι του κι ακουμπούσε και κοίταζε. Το ποτάμι, που κάνει να μοιάζει αυτή η γειτονιά της Ρουέν σε μια Βενετία μικρή και πρόστυχη, έτρεχε κάτω, από κάτω του, κίτρινο, μαβί ή γαλάζιο, ανάμεσα στα γεφύρια του και στα κιγκλιδώματά του. Εργάτες κουρνιασμένοι στην ακροποταμιά έπλεναν στο νερό τα χέρια τους. Πάνω σε σταλίκια που έβγαιναν από τις σοφίτες στέγνωναν στον αέρα κουβάρια από βαμβάκι. Απέναντι, πέρα από τους τοίχους, απλωνόταν ο μεγάλος καθάριος ουρανός με τον ήλιο που έδυε κόκκινος. Πόσο καλά που θα 'ταν εκεί κάτω!... Τι δροσιά κάτω από τις οξιές!... Και άνοιγε τα ρουθούνια του για να αναπνέει τις μυρωδιές της εξοχής, που τώρα δεν έρχονταν ως εκεί. Λίγνεψε, το ανάστημά του ψήλωσε και η όψη του πήρε μια έκφραση πονεμένη, που την έκανε, ας πούμε, συμπαθητική. Όπως ήταν φυσικό, από νωθρότητα, σιγά σιγά λησμόνησε τις πρώτες του αποφάσεις. Μια φορά έλειψε από τη βίζιτα του γιατρού, την άλλη μέρα από το μάθημα, και βρίσκοντας την ευχαρίστησή του στα χασομέρια, δεν ξαναγύρισε πια. Πήρε το συνήθειο να συχνάζει στο καφενείο και αγάπησε με πάθος το ντόμινο. Να κλείνεται κάθε βράδυ σ' ένα μικρό δημόσιο μέρος, για να χτυπά πάνω στα μαρμαρένια τραπέζια τα μικρά προβατοκόκαλα, τα σημαδεμένα με τα μαύρα στρογγυλάδια, αυτό του φαινόταν μια πολύτιμη ενέργεια της λευτεριάς του, που τον ύψωνε σε υπόληψη απέναντι στον εαυτό του. Αυτό ήταν για κείνον σαν μύηση στον κόσμο, σαν το έμπασμα προς τις εμποδισμένες χαρές· κι έτσι, όταν έμπαινε στο καφενείο, έβαζε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας με μια ηδονή σαρκική σχεδόν. Τότε πολλά πράγματα, που μέσα του ήταν περιορισμένα, έβρισκαν τρόπο ν' ανοίξουν· έμαθε απ' έξω δίστιχα που τα τραγουδούσε σ' όποιον έμπαινε μέσα· έδειξε ενθουσιασμό για τα ποιήματα του Βερανζέρου, έμαθε να ετοιμάζει το ποντς και γνώρισε τέλος τον έρωτα.

(12)

Χάρη σ' αυτή την προγυμναστική εργασία του απέτυχε ολοκληρωτικά στις εξετάσεις του, ενώ το ίδιο βράδυ τον περίμεναν στο σπίτι για να γιορτάσουν την επιτυχία του. Έφυγε με τα πόδια και σταμάτησε στην αρχή του χωριού· εκεί φώναξε τη μητέρα του και της τα διηγήθηκε όλα. Τον δικαιολόγησε εκείνη ρίχνοντας την αποτυχία στους άδικους εξεταστές και του έδωσε λίγο θάρρος, αναλαμβάνοντας αυτή να διορθώσει τα πράγματα. Πέντε χρόνια μόνο στερνότερα ο κύριος Μποβαρύ έμαθε την αλήθεια· μα αυτή η αλήθεια ήταν πια παλιωμένη, τη δέχτηκε μην μπορώντας από τ' άλλο μέρος να παραδεχτεί πως ένας άνθρωπος που 'χε βγει από τον εαυτό του μπορούσε να είναι κουτός. Ο Κάρολος, λοιπόν, ξαναβάλθηκε στο έργο και ετοίμασε χωρίς διακοπή την ύλη για τις εξετάσεις του. Έμαθε από τα πριν απέξω κάθε ερώτηση. Πέτυχε με αρκετό καλό βαθμό. Τι ωραία μέρα για τη μητέρα του! Έδωσαν στο σπίτι του ένα μεγάλο γεύμα. Πού θα πήγαινε να εξασκήσει το επάγγελμά του; Στην Τοστ. Εκεί δεν ήταν παρά ένας μόνο γέροντας γιατρός. Από καιρό η κυρία Μποβαρύ παραμόνευε πότε θα πεθάνει... κι ο δυστυχισμένος δεν είχε ακόμη αποχαιρετήσει τον κόσμο, και ο Κάρολος είχε εγκατασταθεί απέναντί του σαν διάδοχός του. Αλλά δεν ήταν αυτό όλο· δεν έφτανε που είχε αναθρέψει το γιο της, που τον είχε κάνει να σπουδάσει ιατρική και που του 'χε ανακαλύψει την Τοστ, για να την εξασκήσει· του χρειαζόταν και μια γυναίκα. Του τη βρήκε. Ήταν η χήρα ενός δικαστικού κλητήρα από τη Διέπη, που ήταν σαράντα πέντε χρόνων κι είχε ένα ετήσιο εισόδημα από χίλια διακόσια φράγκα. Αν και ήταν άσχημη, λιγνή σαν ξύλο, κι όλο το πρόσωπό της ήταν μπουμπουκιασμένο σαν την άνοιξη, ήταν θετικό το ότι η κυρία Ντιμπίκ είχε εμπρός της πολλούς γαμπρούς να διαλέξει. Για να φτάσει στους σκοπούς της, η κυρία Μποβαρύ μητέρα ήταν υποχρεωμένη να τους βγάλει όλους από τη μέση, και χρειάστηκε κιόλας να αναμετρηθεί με πολλή τέχνη με τις ραδιουργίες ενός κρεοπώλη, που τον υποστήριζαν οι παπάδες. Στα μάτια του Κάρολου ο γάμος ήταν μια ανύψωση σε καλύτερη θέση· σκεφτόταν πως θα είχε περισσότερη ελευθερία και πως θα μπορούσε να διαθέτει τον εαυτό του και το χρήμα του. Αλλά η γυναίκα του κατάφερε να τον ορίζει. Μπροστά στον κόσμο έπρεπε να λέει αυτό και να μη λέει εκείνο, έπρεπε να νηστεύει την Παρασκευή, έπρεπε να ντύνεται όπως ήθελε εκείνη, έπρεπε να μην αφήνει ήσυχους τους πελάτες που δεν πλήρωναν. Του άνοιγε τα γράμματα, παραμόνευε τα διαβήματά του, και έβαζε το αυτί της στο μεσότοιχο για ν' ακούει τις συμβουλές που έδινε στο γραφείο του όταν δεχόταν γυναίκες. Ήθελε να 'χει κάθε πρωί τη σοκολάτα της, έκανε νάζια ατελείωτα. Παραπονιόταν ακατάπαυτα για τα νεύρα της, για το στήθος της, για την κακοδιαθεσία της... Ο θόρυβος των βημάτων τής έκανε κακό· αν έφευγε κανείς από σιμά της, η μοναξιά της ήταν ανυπόφερτη, αν ξαναγύριζε, το 'κανε γιατί χωρίς άλλο ήθελε να τη δει να πεθαίνει. Το βράδυ, όταν ο Κάρολος ξαναγύριζε σπίτι, έβγαζε μέσα από τα σεντόνια τα μακριά της λιγνά μπράτσα, τον αγκάλιαζε, τον κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού και άρχιζε να του μιλά για τις λύπες της: τη λησμονούσε, αγαπούσε κάποιαν άλλη· καλά της το 'χαν πει πως θα 'ταν δυστυχισμένη. Και τελείωνε, ζητώντας του ένα σιρόπι για την υγεία της και λίγη περισσότερη αγάπη.

(13)

2

Μια νύχτα, κατά τις έντεκα, τους ξύπνησε το ποδοβολητό ενός αλόγου που σταμάτησε στην πόρτα. Η υπηρέτρια άνοιξε το φεγγίτη της σοφίτας και κουβέντιασε κάμποση ώρα μ' έναν άνθρωπο που 'χε μείνει κάτω στο δρόμο. Ζητούσε το γιατρό. Είχε ένα γράμμα. Η Ναστασία κατέβηκε τη σκάλα τουρτουρίζοντας και πήγε ν' ανοίξει την κλειδωνιά και τους σύρτες, τον έναν κατόπι τον άλλο. Ο άνθρωπος άφησε έξω το άλογό του, και ακολουθώντας την υπηρέτρια, μπήκε έξαφνα μέσα, κατόπι της. Έβγαλε μέσα από το μάλλινο σκούφο του με τις σταχτιές φούντες ένα γράμμα τυλιγμένο σ' ένα κουρέλι και το πρόσφερε μ' ευγένεια στον Κάρολο, που 'χε ανασηκωθεί κι ακουμπούσε στο μαξιλάρι του για να το διαβάσει. Η Ναστασία σιμά στο κρεβάτι κρατούσε το φως. Η κυρία από συστολή έμεινε γυρισμένη προς τον τοίχο και τους έδειχνε τις πλάτες. Αυτό το γράμμα, σφραγισμένο με μια μικρή γαλάζια βούλα, παρακαλούσε τον κύριο Μποβαρύ να έρθει αμέσως στο μετόχι του Μπερτό, για να φτιάσει ένα σπασμένο πόδι. Αλλά από την Τοστ στο Μπερτό η απόσταση είναι περισσότερη από είκοσι μίλια και ο δρόμος περνούσε από τη Λονγκβίλ και τον Άγιο Βίκτορα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, φοβόταν μη συνέβαινε τίποτα στον άντρα της. Αποφάσισαν, λοιπόν, να στείλουν εμπρός το σταβλάτορα. Ο Κάρολος θ' αναχωρούσε τρεις ώρες κατόπι, άμα θα σηκωνόταν το φεγγάρι. Θα έστελναν από το μετόχι ένα παιδί να τον προϋπαντήσει, για να του δείξει το δρόμο και να ανοίγει τους φράχτες εμπρός του. Κατά τις τέσσερις το πρωί ο Κάρολος, καλά τυλιγμένος μέσα στο πανωφόρι του, ξεκίνησε για το Μπερτό. Ναρκωμένος ακόμα από τη ζέστη του κρεβατιού του, άφηνε να τον νανουρίζει το ήσυχο ανοιχτοπάτημα του ζώου. Όταν αυτό σταματούσε μονάχο του μπροστά στις τρύπες εκείνες, που τις ανοίγουν στο φρύδι των αυλακιών και που τις περιτριγυρίζουν με αγκάθια, ο Κάρολος ξυπνούσε μ' ένα τίναγμα, θυμόταν γρήγορα το σπασμένο πόδι και προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του όλα τα σπασίματα που γνώριζε. Δεν έβρεχε πια. Η μέρα χάραζε και πάνω στα κλαριά των μηλιών, που δεν είχαν φύλλα, τα πουλιά κάθονταν ασάλευτα, ανασηκώνοντας τα φτερά τους στον ψυχρό αέρα της αυγής. Ο κάμπος ολόισιος απλωνόταν όσο έβλεπε το μάτι, και γύρω στα μετόχια, που φαίνονταν πού και πού σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, πυκνοφυτεμένα δέντρα κηλίδωναν με μαύρο μαβί χρώμα την απέραντη σταχτιά έκταση, που χανόταν στον ορίζοντα μέσα στο θλιβερό χρωματισμό του ουρανού. Ο Κάρολος άνοιγε κάθε τόσο τα μάτια. Έπειτα ο νους του κουραζόταν και ο ύπνος ξαναρχόταν μόνος του· σε λίγο βυθιζόταν σ' ένα είδος νάρκωσης όπου οι πρόσφατες εντυπώσεις του μπερδεύονταν με τα περασμένα, ο ίδιος έβλεπε διπλό τον εαυτό του, σπουδαστή στον ίδιο καιρό και παντρεμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, όπως λίγη ώρα πρωτύτερα και μέσα σε μια σάλα από ανθρώπους εγχειρισμένους όπως άλλοτε. Η θερμή μυρωδιά που ανάδιναν τα μπλάστρια ανακατευόταν στο μυαλό του με την πράσινη ευωδιά της δροσούλας, άκουγε να κυλούν πάνω στα σίδερά τους οι σιδερένιοι χαλκάδες των κρεβατιών και τη γυναίκα του να κοιμάται... Καθώς περνούσε από τη Βασονβίλ, είδε στην άκρη μιας σούδας ένα παιδί καθισμένο πάνω στο χορτάρι. «Είσαστε ο γιατρός;» ρώτησε το παιδί. Και αφού ο Κάρολος απάντησε, πήρε στο χέρι τα τσόκαρά του και βάλθηκε να τρέχει μπροστά. Ο γιατρός στο δρόμο κατάλαβε από τα λόγια του οδηγού του πως ο κύριος Ρουό ήταν ένας από τους πιο εύπορους γεωργούς. Είχε σπάσει το πόδι του το προηγούμενο βράδυ, καθώς γύριζε από το σπίτι ενός γείτονά του όπου είχε πάει να γιορτάσει τα Θεοφάνια. Η γυναίκα του ήταν πεθαμένη από δύο χρόνια. Δεν είχε μαζί του παρά τη δεσποινίδα του, που τον βοηθούσε να κρατάει το σπίτι του. Τα αυλάκια από τις ρόδες των αμαξιών γίνονταν βαθιά. Σίμωναν τώρα στο Μπερτό. Το παιδί τότε τρύπωσε μέσα από ένα φράκτη, γίνηκε άφαντο, ύστερα ξαναφάνηκε στην άκρη μιας αυλής για ν'

(14)

ανοίξει την είσοδο. Το άλογο γλιστρούσε πάνω στο βρεγμένο χόρτο. Ο Κάρολος έσκυβε για να περνά κάτω από τα κλαριά. Τα σκυλιά που φύλαγαν, γάβγιζαν από το σπιτάκι τους τεντώνοντας τις αλυσίδες τους. Όταν μπήκε στο Μπερτό, το άλογό του εξαφανίστηκε κι έκανε ένα μεγάλο λοξοδρόμισμα. Το μετόχι είχε πολύ καλή όψη. Στους στάβλους φαίνονταν, πάνω από τις ανοιχτές πόρτες, τα μεγάλα άλογα της δουλειάς, που έτρωγαν ήσυχα από τα καινούρια παχνιά τους. Σιμά στους τοίχους των σπιτιών ήταν πλατιοί σωροί κοπριάς που ανάδιναν αχνό, και ανάμεσα στις κότες και στους ινδιάνους έβοσκαν ψηλότερα πέντε έξι παγόνια, πολυτέλεια των νορμανδικών ορνιθοτροφείων. Η μάντρα για τα πρόβατα ήταν ένα σπίτι μακρύ μακρύ, η σιταποθήκη ήταν ψηλή με τοίχους λείους σαν το χέρι· κάτω από το υπόστεγο ήταν δυο μεγάλα κάρα και τέσσερα άροτρα, με τα καμτσίκια τους και τα περιλαίμιά τους, με τις ιπποσκευές και τα εξαρτήματά τους, ενώ το γαλάζιο μαλλί τους λερωνόταν με την ψιλή σκόνη που έπεφτε από τις σοφίτες. Η αυλή ήταν ανηφορική με δέντρα συμμετρικά φυτεμένα κι ένα πρόσχαρο κοπάδι χήνες έκανε θόρυβο σιμά σε μια λιμνούλα. Μια νέα γυναίκα με μάλλινο φόρεμα από γαλάζιο μερινό, γαρνιρισμένο με τρεις γύρους, ήρθε στο κατώφλι του σπιτιού για να δεχτεί τον κύριο Μποβαρύ, τον έβαλε στο μαγερειό όπου ήταν αναμμένη μια μεγάλη φωτιά. Το πρόγευμα των ανθρώπων κόχλαζε τριγύρω μέσα σε αγγεία ανόμοια στο μέγεθος. Φορέματα βρεγμένα στέγνωναν κάτω από το τζάκι. Το φτυάρι, η μασιά και η σωλήνα του φυσερού, όλα γιγάντια στο μέγεθος, έλαμπαν σαν λουστραρισμένο ατσάλι, ενώ σ' όλους τους τοίχους απλώνονταν άφθονα τα χαλκωματένια σκεύη του μαγερειού, που καθρέφτιζαν ανόμοια τη φωτιά της γωνιάς και μαζί τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, που έμπαινε μέσα από τα μικρά τζάμια. Ο Κάρολος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα για να δει τον άρρωστο. Τον βρήκε στο κρεβάτι του, πλημμυρισμένο στον ιδρώτα κάτω από τα σκεπάσματά του· είχε πετάξει μακριά του το βαμβακένιο σκούφο του. Ήταν ένας χοντρός, μικρός άντρας πενήντα χρόνων, με άσπρο δέρμα, με μάτια γαλανά, φαλακρός στην μπροστινή μεριά του κεφαλιού του και με σκουλαρίκια στ' αυτιά του· σιμά του, πάνω σε μια καρέκλα, είχε μια μεγάλη μπουκάλα γεμάτη ρακί, και κάθε τόσο έπινε για να δώσει καρδιά στην κοιλιά του. Αλλά, άμα είδε το γιατρό, η έξαψή του έπεσε και αντί να βλαστημά, όπως έκανε από δώδεκα ώρες, άρχισε να παραπονιέται αδύναμα. Το σπάσιμο ήταν απλό, χωρίς κανενός είδους περιπλοκές. Ο Κάρολος δε θα ευχόταν για τον εαυτό του τίποτα καλύτερο. Τότε, φέρνοντας στο νου του τους τρόπους των δασκάλων του, παρηγόρησε τον άρρωστο με κάθε λογής όμορφα λόγια, χειρουργικά χάδια, που είναι σαν το λάδι που αλείφουν τα νυστέρια. Για να καλαμώσουν, πήγαν κι έφεραν από το αμαξοστάσι ένα δέμα σανίδες. Ο Κάρολος διάλεξε μία, την έσκισε σε πολλά κομμάτια και τα καθάρισε μ' ένα σπασμένο γυαλί, ενώ η υπηρέτρια έσκιζε σεντόνια για να κατασκευάσει επιδέσμους, και η δεσποινίς Έμμα πάσχιζε να ράψει μαξιλαράκια. Αλλά έκανε πολλή ώρα για να βρει το κουτί της δουλειάς και ο πατέρας της ανυπομονούσε· δεν του αποκρίθηκε, αλλά ενώ έραβε, τρυπούσε με το βελόνι τα δάχτυλά της και τα 'βαζε έπειτα στο στόμα για να μυζήξει. Ο Κάρολος απόρησε για την ασπράδα των νυχιών της. Έλαμπαν, ψηλά στην άκρη τους, πιο γυαλισμένα κι απ' τα φιλντίσια της Διέπης κι ήταν κομμένα αμυγδαλωτά. Κι όμως, το χέρι της δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν ίσως αρκετά ωχρό κι ήταν ξερό, κομμάτι, στους αρμούς των δαχτύλων ήταν κιόλας πολύ μακρύ και δεν είχε καμπύλες γραμμές στο περιγύρισμά του· εκείνο που είχε ωραίο ήταν τα μάτια της· αν και ήταν καστανά, φαίνονταν κατάμαυρα χάρη στα βλέφαρα, και το βλέμμα τους πήγαινε ίσια πάνω στον άνθρωπο με μια αγνή προπέτεια. Αφού το μπαντάρισμα των ποδιών τελείωσε, ο ίδιος ο κύριος Ρουό προσκάλεσε το γιατρό «να τσιμπήσει κάτι» πριν φύγει. Ο Κάρολος κατέβηκε στη σάλα, στο ισόγειο. Δυο θέσεις ήταν ετοιμασμένες με ασημένιες κούπες σ' ένα μικρό τραπέζι, στα πόδια ενός μεγάλου κρεβατιού με κουβούκλι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα

(15)

τσίτι πολύχρωμο με ανθρώπους απάνω που παράσταιναν Τούρκους. Ένιωθε κανείς την ευωδία του κρίνου που ανάδιναν τα υγρά σεντόνια και που έβγαινε από το ψηλό δρύινο ντουλάπι, αντίκρυ στο παράθυρο. Χάμω, στις γωνιές, ήταν αραδιασμένα σακιά γεμάτα σιτάρι. Ήταν το περίσσευμα της σιμοτινής σιταποθήκης, όπου έμπαινε κανείς ανεβαίνοντας τρία πέτρινα σκαλοπάτια. Για στόλισμα της κάμαρας κρεμόταν από ένα καρφί στον πρασινοβαμμένο τοίχο, που το χρώμα του ήταν γδαρμένο από τη νοτιά, μια κεφαλή Αθηνάς, καμωμένη με μαύρο μολύβι, πλαισιωμένη με χρυσαλοιφή, που είχε από κάτω με γοτθικά γράμματα την επιγραφή: «Στον αγαπημένο μου πατέρα!...» Γίνηκε κουβέντα πρώτα για τον άρρωστο, έπειτα για τον καιρό, για τα πολλά τα κρύα, για τους λύκους που έτρεχαν τη νύχτα στους κάμπους. Η δεσποινίς Ρουό δε διασκέδαζε καθόλου στην εξοχή, τώρα μάλιστα που είχε απάνω της, αυτή ολομόναχη, πες, όλες τις φροντίδες για το μετόχι. Η σάλα ήταν δροσερή πολύ και τουρτούριζε τρώγοντας, πράγμα που φανέρωνε κάπως τα σαρκώδη της χείλη, που είχε τη συνήθεια να τα δαγκώνει λιγάκι τις στιγμές που δε μιλούσε. Ο λαιμός της έβγαινε από ένα άσπρο κολάρο διπλωτό. Τα μαλλιά της, που οι δυο κατάμαυρες μεριές τους φαίνονταν σαν ατόφιες, τόσο ήταν γυαλιστερές, χωρίζονταν στη μέση της κεφαλής από μία λεπτή χωρίστρα που έμπαινε μέσα στα μαλλιά ανάλαφρα, ακολουθώντας την καμπύλη του κρανίου· και αφήνοντας μόνο την άκρη των αυτιών να φαίνεται, ενώνονταν πίσω σ' ένα χοντρό κότσο, κάνοντας ένα κίνημα κυματιστό προς τα μηνίγγια, που ο επαρχιώτης γιατρός το παρατηρούσε τότε για πρώτη φορά στη ζωή του· τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα. Φορούσε σαν άντρας, περασμένα ανάμεσα σε δυο κουμπιά του στηθόδεσμού της, ένα ζευγάρι ματογυάλια από ταρταρούγα. Όταν ο Κάρολος, αφού ανέβηκε πάλι απάνω για ν' αποχαιρετήσει και ξανάρθε στη σάλα, τη βρήκε ορθή με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παράθυρο να κοιτάζει τον κήπο, όπου τα στηρίγματα των φασολιών ήταν αναποδογυρισμένα από τον άνεμο, γύρισε: «Ζητάτε τίποτα;» ρώτησε. «Με συγχωρείτε, το καμτσίκι μου» απάντησε. Βάλθηκε να ψάχνει πάνω στο κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, κάτω από τις καρέκλες· είχε πέσει χάμω, ανάμεσα στα σακιά και τον τοίχο. Η δεσποινίς Έμμα το είδε, έσκυψε πάνω στα σακιά τα γεμάτα σιτάρι. Ο Κάρολος από αβρότητα ρίχτηκε για να σκύψει ο ίδιος, κι όπως άπλωνε το χέρι του με το ίδιο κίνημα, αισθάνθηκε το στήθος του να αγγίζει ανάλαφρα την πλάτη της δεσποινίδας που ήταν σκυμμένη κάτωθέ του. Σηκώθηκε ορθή, κατακόκκινη, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, παραδίνοντάς του το βούνευρό του. Αντί να ξανάρθει στο Μπερτό σε τρεις μέρες, όπως είχε υποσχεθεί, ξαναφανερώθηκε την αυριανή, κι έπειτα ερχόταν τακτικά δυο φορές την εβδομάδα, χωρίς να λογαριάσει κανείς τις βίζιτες που έκανε κάπου κάπου, σαν να μπέρδευε τις μέρες. Ωστόσο, όλα πήγαν καλά· η γιατρειά του αρρώστου προχώρησε σύμφωνα με τους κανόνες, και όταν, απάνω σε σαράντα έξι μέρες, ο κόσμος είδε τον γερο-Ρουό να κάνει δοκιμές να περπατάει μονάχος του στο παλιόσπιτό του, άρχισε να θεωρεί τον κύριο Μποβαρύ σαν άνθρωπο μεγάλης αξίας. Ο γερο-Ρουό έλεγε πως δε θα τον γιάτρευαν καλύτερα οι πρώτοι γιατροί του Υβετό ή και της Ρουέν. Ο ίδιος ο Κάρολος δε ζήτησε να μάθει από τον εαυτό του γιατί ερχόταν στο Μπερτό μ' ευχαρίστηση. Αν τον ρωτούσε, θα έβρισκε να εξηγήσει το ζήλο του με τη σοβαρότητα του περιστατικού, ή ίσως κιόλας στο κέρδος που περίμενε. Αλλά ήταν αληθινά αυτή η αιτία που έκανε τις βίζιτές του στο μετόχι μια τόσο γοητευτική εξαίρεση ανάμεσα στις άτυχες ασχολίες της ζωής του; Αυτές τις μέρες σηκωνόταν νωρίς, έφευγε πιλαλώντας, κεντούσε το άλογο, κατέβαινε έπειτα για να σφουγγίσει τα πόδια του στα

(16)

χόρτα, και φορούσε τα μαύρα χειρόκτιά του πριν μπει στο σπίτι. Του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει την αυλή, να αισθάνεται σιμά στον ώμο του το φράκτη που την τριγύριζε και ν' ακούει τον πετεινό που λαλούσε πάνω στον τοίχο. Του άρεσαν τα παιδιά που έρχονταν να τον συναντήσουν. Του άρεσε η σιταποθήκη και οι στάβλοι· του άρεσε ο γερο-Ρουό που του χτυπούσε το χέρι και τον έκραζε σωτήρα του, του άρεσαν τα μικρά τσόκαρα της δεσποινίδας Έμμας πάνω στις πλυμένες πλάκες του μαγερειού. Τα ψηλά τακούνια της την έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερη, και όταν περπατούσε μπροστά του, οι ξύλινες παντούφλες της σηκώνονταν γοργά και χτυπούσαν μ' έναν ξηρό κρότο πάνω στο δέρμα των παπουτσιών της. Τον ξεπροβόδιζε πάντα έως το πρώτο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Όταν το άλογό του δεν ήταν ακόμα εκεί, έμενε μαζί του. Είχαν αποχαιρετιστεί και δεν κουβέντιαζαν πια. Ο ανοιχτός αέρας την περιτριγύριζε, ανασηκώνοντάς της ανάκατα τα μαλλιά της στον τράχηλο, ή σαλεύοντας στους γοφούς της τα κορδόνια της ποδιάς της, που στριφογύριζαν σαν μικρές σημαίες. Μια μέρα που ο πάγος νερούλιαζε, οι φλούδες των δέντρων ίδρωναν στην αυλή, το χιόνι στις στέγες των σπιτιών έλιωνε, στεκόταν αυτή στο κατώφλι. Πήγε και έφερε την ομπρέλα της και την άνοιξε. Ήταν μια μεταξωτή ομπρέλα, σαν το λαιμό των περιστεριών στο χρώμα, και διάφανη· ο ήλιος, περνώντας από το ύφασμα, φώτιζε με αναλαμπές, που άλλαζαν κάθε στιγμή, το λευκό δέρμα του προσώπου της. Χαμογελούσε εκεί από κάτω στη χλιαρή τη ζέστη, κι ακούγονταν μια μια οι σταλαγματιές που έπεφταν πάνω στο τεντωμένο μετάξι. Τον πρώτο καιρό που ο Κάρολος άρχιζε να συχνάζει στο Μπερτό, η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, δεν έπαυε να ρωτάει για τον άρρωστο, και μάλιστα στο βιβλίο που κρατούσε, του δούναι και λαβείν, είχε διαλέξει για τον κύριο Ρουό μία ωραία λευκή σελίδα. Αλλά όταν έμαθε πως ο Ρουό είχε μία θυγατέρα, άρχισε να ζητά πληροφορίες, και έμαθε πως η δεσποινίς Ρουό ήταν αναθρεμμένη στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων, είχε λάβει δηλαδή, καθώς λέγουν, καλή μόρφωση και ήξερε επομένως το χορό, τη γεωγραφία, το σχέδιο, ήξερε να κάνει εργόχειρα και να παίζει στο πιάνο. Ξεχείλισε! «Γι' αυτό, λοιπόν» είπε με το νου της, «έχει την όψη τόσο ανοιχτή όταν πηγαίνει και τη βλέπει!» Γι' αυτό βάζει το καινούριο γελέκι του χωρίς να τον μέλει αν θα χαλάσει στη βροχή!... Α, αυτή η γυναίκα, αυτή η γυναίκα!...» Και τη μίσησε από ένστικτο. Στην αρχή ξεθύμαινε με υπαινιγμούς. Ο Κάρολος δεν τους καταλάβαινε· υστερότερα, με διαβατικούς στοχασμούς, που τους άφηνε και περνούσαν γιατί φοβόταν το δρολάπι. Τέλος, με αποστροφές ξαφνικές, που σ' αυτές δεν ήξερε πώς ν' απαντήσει. «Για ποιο σκοπό, λοιπόν, ξαναπήγαινε στο Μπερτό, αφού ο κύριος Ρουό ήταν γιατρεμένος, και γιατί δεν τον είχαν πληρώσει; Α! η αιτία ήταν, γιατί εκεί κάτω ήταν κάποιο πρόσωπο που ήξερε να κουβεντιάζει, μία που ήξερε να κεντάει, ένα έξυπνο πνεύμα!... Αυτό ήταν εκείνο που του άρεσε!... Του άρεσαν τα κορίτσια της πόλης!» Και ξανάρχιζε: «Η κόρη του γερο-Ρουό, ένα κορίτσι από πόλη!... Ξωθειό μας!... Ο παππούς τους ήταν τσοπάνος και έχουν έναν ξάδελφο που λίγο έλειψε να περάσει από το κακουργιοδικείο για κάποιο δολερό χτύπημα που 'δωσε σ' έναν καβγά!... Δεν άξιζε ο κόπος που έκαναν τόσα νάζια... ούτε που πήγαινε στην εκκλησία την Κυριακή μ' ένα μεταξωτό φόρεμα, σαν να 'ταν κοντέσα!... Ο δύστυχος ο γέρος, που χωρίς τα περσινά αγριόκραμπα, δε θα 'ξερε πώς να πληρώσει τα καθυστερούμενα που χρωστούσε». Για να μην ακούει την γκρίνια της, ο Κάρολος έπαψε να πηγαίνει στο Μπερτό. Η Ελοΐζ τον έκανε να ορκιστεί με το χέρι πάνω στη Σύνοψη πως δε θα ξαναπήγαινε, έπειτα από πολλά δάκρυα και φιλιά, σε μια μεγάλη ερωτική έκρηξη. Υπάκουσε λοιπόν. Αλλά η προπέτεια του πόθου του διαμαρτυρήθηκε για τη διαγωγή του, και με κάποια αθώα υποκρισία συλλογίστηκε πως αυτή η απαγόρευση να τη βλέπει ήταν γι' αυτόν ένα δικαίωμα να την αγαπάει. Κι έπειτα, η χήρα ήταν λιγνή· είχε μυτερά δόντια, φορούσε κάθε εποχή ένα μαύρο σάλι που η άκρη του της κατέβαινε ανάμεσα στις ωμοπλάτες· το

References

Related documents

Since in the knowledge-based dynamic fuzzy sets, a given fuzzy label may have many membership functions provided by knowledge, it is necessary to propose a measure,

Pizza Hut, the world’s largest Pizza chain with over 12000 pizza restaurants and delivery outlets worldwide has the vision of becoming the best branded restaurant with the

Chemical name is Sodium hydrogen carbonate. It is prepared by passing CO 2 gas through brine solution saturated with ammonia. It is white crystalline solid and sparingly soluble

Finally, analysing the damage produced by double peaked spectra, it is shown that the armour may be designed by the formula when using the total significant wave height and an

At this time, Ligari was already approaching DL Sunflower from the port side, at a range of approximately 2 nm, but no mention was made about the approaching Ligari until 0210

to leave no stone unturned to try one’s hardest or to use all means 213. to look a gift-horse

Mariovo has favorable geographical position, from physical geographical features, Mariovo has a good geological structure and favorable relief structure, Mariovo has favorable

Skills required by Mentors to facilitate protégé Career Development Offer Effective Counseling.. There exists a developmental model of counselling which not only focuses on