• No results found

CHRISTIE AGATHA- ΑΥΛΑΙΑ.pdf

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "CHRISTIE AGATHA- ΑΥΛΑΙΑ.pdf"

Copied!
201
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΛΥΧΝΑΡΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΤΑΣΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: ΞΕΝΗ ΚΟΥΒΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ 61—ΠΕΙΡΑΙΑΣ—4170478 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 139-ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ: 9516253-9512723 Agatha Christie CURTAIN

(Poirot’w Last Casel)

Το δικαίωμα της αποκλειστικής δημοσιεύσεως για την ελληνική γλώσσα ανήκει στο Λυχνάρι

ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΛΥΧΝΑΡΙ» PRINTED IN GREECE

(3)

ΤΑ KΥPΙA ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΤΟΜΠΥ ΛΟΥΤΡΕΛ Παλαίμαχος Συνταγματάρχης της Στρατιάς των Ινδιών, υπέρμαχος της «σιδηράς» πειθαρχίας και, παρεμπιπτόντως, περίφημος σκοπευ-τής. Άνθρωπος που δέχεται (φαινομενικά) τους συμβιβασμούς, προ-σπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα και δεν χάνει την ευκαιρία να βάλει στο σημάδι ένα... αγριοκούνελο. ΝΤΑΙΖΗ ΛΟΥΤΡΕΛ Σύζυγος του Συνταγματάρχη, με καλοσυνάτο χαμόγελο και μελι-στάλαχτους (φαινομενικά) τρόπους. Ακούραστη και δραστήρια γυ-ναίκα, στο έπακρο δεσποτική και φαρμακόγλωσσα, της διαφεύγει η σημασία της παροιμίας «πάσσαλος πασσάλω εκρούετο». ΤΖΩΝ ΦΡΑΝΚΛΙΝ Αντίγραφο (ελαφρά κακέκτυπο) του Δρ. Σβάιτσερ, με καθορισμένα βιώματα και ισχνό παρουσιαστικό. Άνθρωπος με μόνιμες αφηρημά-δες και πρόσκαιρες αδυναμίες, αγνοεί τη σημασία που έχουν για την Ιδιωτική του ζωή τα πειράματα του πάνω στο φασόλι κάλαμπαρ. ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΦΡΑΝΚΛΙΝ Σύζυγος ενώπιον θεού και ανθρώπων του Τζων, με αδιάκοπα νω-χελικούς τρόπους και ευαισθησίες νευρικής φύσεως. Ένα μη μου ά-πτου θηλυκό, με πρόσωπο Μαντόνας και διαφανή νεγκλιζέ, δικαιώ-νει (εκ των ύστερων) την επίμονη αντίληψη της πως αντιπροσώπευε μια... μυλόπετρα! ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΑΣΤΙΓΚΣ Θυγατέρα του λοχαγού Χάστιγκς, μόνιμη βοηθός του δρα. Φράν-κλιν, με εντυπωσιακό παρουσιαστικό και προοδευτικές ιδέες. Αντι-προσωπευτικός εκπρόσωπος της Διαστημικής εποχής, με «φόντο:» αρχαίας τραγωδίας, τα καταφέρνει τελικά να φέρει σε απελπισία τον Δημιουργό της! ΣΤΕΦΕΝ ΝOPTOΝ Ένας απλός ευχάριστος τύπος, με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότη-τα και (σ’ αντιστάθμισμα) υποτονικούς τρόπους. Μια ασήμαντη

(4)

μο-νάδα, άνθρωπος χωρίς κραυγαλέα πάθη, με αδυναμία στους ξυλο- φάγους, αναγκάζεται (κατόπιν εορτής) να δανείσει τα κιάλια του! ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΟΥΝΤ- ΚΑΡΙΓΚΤΟΝ Διπλωμάτης καριέρας, πρώην κυβερνήτης κάποιας επαρχίας των Ινδιών, μανιώδης κυνηγός και λάτρης της υπαίθρου. Άνθρωπος με προσωπικό μαγνητισμό και κάτοχος του τίτλου του «βαρονέτου», παρά το λούστρο του κοσμοπολίτη αποφεύγει τις γυναίκες που παί-ζουν μπριτζ. ΦΡΕΝΤΥ ΑΛΛΕΡΤΟΝ Ξεπερασμένο είδος γόη, με αδιόρατα βαριεστημένους τρόπους και ολοφάνερα σημάδια έκλυτου «βίου». Άνθρωπος με εντυπωσιακές ε-πιτυχίες στο «ασθενές» φύλλο, περίφημος κοζέρ, δίνει την (εσφαλ-μένη;) εντύπωση πως είναι Ικανός να γδάρει τη... γιαγιά του! ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΚΟΟΥΛ Μια σχετικά νέα γυναίκα, με καθαρό προφίλ και επιφυλακτικούς τρόπους. Απλή και συνεσταλμένη, μια μορφή που φανερώνει οδύνη, θα φανερώσει στον Χάστιγκς το «τραγικό» μυστικό της και στον Πουαρό την δεξιοτεχνία της στο πιάνο. ΑΡΘΟΥΡ ΧΑΣΤΙΓΚΣ Ο αχώριστος σύντροφος του Ηρακλή Πουαρό, αφηγητής των πε-ριπετειών του και - αλλοίμονο! - εκτελεστής της διαθήκης του. Άν-θρωπος με μεγάλη πείρα και γερές γνώσεις εγκληματολογίας, ξε-σκεπάζει το πρόσωπο του δολοφόνου... με τη βοήθεια του Οθέλλου!. ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΥΑΡΟ Ο πασίγνωστος ντετέκτιβ με το «αυγοειδές» κεφάλι, ανατόμος του εγκλήματος και λαγωνικό με ισχυρότατη όσφρηση. Άνθρωπος με προορισμό την αποκατάσταση της νομιμότητας, κατορθώνει να «κλείσει» μια ακόμα υπόθεση δολοφονίας, ελάχιστα πριν «κλείσει» -οριστικά και αμετάκλητα - τα μάτια του!

(5)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ποιος αλήθεια δεν ένοιωσε κάποτε έναν ξαφνικό πόνο, μια έντονη οδύνη, ξαναζώντας μια παλιά εμπειρία ή νοιώθοντας ένα παλιό, γνώριμο, συναίσθημα; Το έχω ξανακάνει αυτό...» Γιατί τα λόγια αυτά μάς συγκινούν πάντα τόσο βαθιά ; Αυτό το ερώτημα έκανα στον εαυτό μου, καθισμένοι, (μπροστά στο παράθυρο του τραίνου και παρακολουθώντας το όμορφο τοπίο του Έσσεξ έξω απ’ το παράθυρο. Πριν πόσο καιρό ξαναείχα κάνει αυτό το ταξίδι; Τότε είχα νοιώσει (πολύ γελοίο, μα την πίστη μου) πως το καλύτε-ρο μέκαλύτε-ρος απ’ τη ζωή μου, είχε κιόλας περάσει. Πληγωμένος στον πό-λεμο - με ένα τραύμα που θα το έσερνα όλα τα κατοπινά μου χρόνια - θα ξαναζούσα αδιάκοπα μέσα σε κείνη τη φριχτή σύρραξη. Ένας σφοδρός πόλεμος είχε σαρώσει τον πρώτο, το ίδιο σφοδρός μα πε-ρισσότερο ανελέητος. Στα 1916 ο νεαρός Άρθουρ Χάστιγκς πίστευε πως ήταν κιόλας γε-ρασμένος. Πόσο λίγο είχα συνειδητοποιήσει πως για μένα η ζωή άρ-χιζε μόλις τότε; Ταξίδευα, αν και δεν το ήξερα, για να συναντήσω τον άνθρωπο που η επιρροή του επάνω μου θα έδινε σχήμα στη ζωή μου. Στην πραγματικότητα, πήγαινα να μείνω με τον παλιό μου φίλο, τον Τζων Κάβεντις, που η μητέρα του, πρόσφατα ξαναπαντρεμένη, είχε ένα εξοχικό σπίτι που το έλεγαν «Στάυλς». Το μόνο που είχα σκεφθεί ήταν πως επρόκειτο για μια ευχάριστη ανανέωση παλιών γνωριμιών, χωρίς να προβλέπω πως σε λίγο θα βυθιζόμουν μέσα σ' όλες τις σκοτεινές πτυχές ενός μυστηριώδους φόνου. Στο «Στάυλς» είχα συναντήσει ξανά αυτόν τον παράξενο μικρόσω-μο ανθρωπάκο, τον Ηρακλή Πουαρό, που είχα συναντήσει για πρώτη φορά στο Βέλγιο. Πόσο καλά θυμόμουν την κατάπληξή μου όταν είχα δει την μορφή που κούτσαινε με το μεγάλο μουστάκι ν' ανεβαίνει το δρόμο του χω-ρίου.

(6)

Ο Ηρακλής Πουαρό! Από κείνες τις μέρες είχε γίνει ο πιο αγαπητός μου φίλος, η επιρροή του είχε διαμορφώσει τη ζωή μου. Μαζί του, στην καταδίωξη ενός άλλου δολοφόνου, είχα συναντήσει την γυναί-κα μου, την πιστότερη γυναί-και γλυκύτερη σύντροφο που θα μπορούσε να βρει ένας άνδρας. Αλλοίμονο! Τώρα κείτεται στο έδαφος της Αργεντινής, έχοντας πε-θάνει όπως το ήθελε - χωρίς μακροχρόνιους πόνους ή την αδυναμία της γεροντικής ηλικίας. Είχε αφήσει, ωστόσο, πίσω της έναν πολύ μοναχικό και δυστυχι-σμένο άνδρα. A! Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω - να ξαναζήσω τη ζωή απ’ την αρ-χή. Αν μπορούσε αυτή η μέρα να ‘ναι εκείνη η μέρα στα 1916, όταν είχα ταξιδεύει για πρώτη φορά στο «Στάυλς»... Τι αλλαγές είχαν γίνει από τότε! Τι κενά ανάμεσα στα γνωστά πρόσωπα! Το ίδιο το «Στάυλς» είχε πουληθεί απ’ τους Καβέντις. Ο Τζων Κάβεντις είχε πε-θάνει, αν κι η γυναίκα του η Μαίρη (εκείνη η γοητευτική αινιγματική γυναίκα) ζούσε ακόμα στο Ντέβονσαϊρ. Ο Λώρενς ζούσε με τη γυναί-κα γυναί-και τα παιδιά του στη Νότιο Αφρική. Αλλαγές - αλλαγές παντού. Αλλά το παράξενο ήταν πως ένα πράγμα είχε μείνει το ίδιο. Πήγαι-να στο «Στάυλς» για Πήγαι-να συΠήγαι-ναντήσω τον Ηρακλή Πουαρό. Πόση έκπληξη ένοιωσα παίρνοντας το γράμμα του με την επικε-φαλίδα «Στάυλς Κώρτ, Στάυλς, Έσσεξ». Δεν είχα δει τον παλιό μου φίλο σχεδόν ένα χρόνο. Την τελευταία φορά που τον είχα δει είχα νοιώσει κλονισμό και θλίψη. Ήταν πολύ γέρος τώρα και σχεδόν παράλυτος απ’ την αρθρίτιδα. Είχε πάει στην Αίγυπτο με την ελπίδα να βελτιώσει την υγεία του, αλλά όπως μου έλεγε στο γράμμα του είχε γυρίσει μάλλον χειρότερα παρά καλύτερα. Πάντως, έγραφε χαρούμενα... ” «Και δεν απορείς, φίλε μου, βλέποντας την διεύθυνση απ’ την ό-ποια γράφω; Δεν σου ξαναφέρνει παλιές αναμνήσεις; Ναι, βρίσκομαι εδώ, στο «Στάυλς». Φαντάσου, τώρα είναι ξενώνας. Το διευθύνει έ-νας απ’ τους τόσο βρετανούς γέρους συνταγματάρχες σας —πολύ παλαιάς σχολής και σικ. Φυσικά, η γυναίκα του το κάνει ν’ αποδίδει. Είναι καλή διευθύντρια αλλά η γλώσσα της στάζει ξύδι κι ο δύστυχος

(7)

Συνταγματάρχης υποφέρει πολύ γι’ αυτό.. Αν ήμουν στη θέση του θα την σκότωνα με τσεκούρι! Είδα τη διαφήμιση τους στην εφημερίδα και με κυρίευσε η επιθυ-μία να ξαναπάω στο μέρος που ήταν το πρώτο μου σπίτι σ’ αυτή τη χώρα. Στην ηλικία μου χαίρεται κανείς να ξαναζεί το παρελθόν. Λοιπόν, φαντάσου, βρίσκω εδώ έναν κύριο, έναν «βαρονέτο που είναι φίλος του εργοδότη της κόρης σου. (Δεν σου φαίνεται πως αυ-τή η φράση ακούγεται λίγο σαν γαλλική άσκηση;) Συλλαμβάνω αμέσως ένα σχέδιο, θέλει να πείσει τους Φράνκλιν να ‘ρθούν εδώ για το καλοκαίρι. Εγώ με τη σειρά μου θα πείσω εσένα και έτσι θα ‘μαστε εδώ όλοι μαζί, οικογενειακώς. Θα ‘ναι πολύ ευχά-ριστο. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου Χάστιγκς, βιάσου, φθάσε όσο πιο γρή-γορα μπορείς. Παρήγγειλα ένα δωμάτιο για σένα (όπως καταλαβαί-νεις, το παλιό αγαπημένο «Στάυλς» έχει εκσυγχρονισθεί) και συζήτη-σα την τιμή με την Κυρία Συνταγματάρχου Λούτρελ ώσπου έκλεισυζήτη-σα συμφωνία σε πολύ καλή τιμή. Οι Φράνκλιν κι η γοητευτική σου Τζούντιθ βρίσκονται εδώ μερικές μέρες. Όλα είναι κανονισμένα, γι’ αυτό μην δημιουργήσεις ιστορίες. Θα σε δω σύντομα Πάντα δικός σου, Ηρακλής Πουαρό.» Η προοπτική ήταν ελκυστική κι έτσι συμμορφώθηκα χωρίς καθυ-στέρηση με την επιθυμία του παλιού μου φίλου. Δεν είχα δεσμούς ούτε μόνιμο σπιτικό. Απ’ τα παιδιά μου, ένα αγόρι ήταν στο ναυτικό, το άλλο ήταν παντρεμένο και διηύθυνε το ράντσο στην Αργεντινή. Η κόρη μου Γκραίης είχε παντρευθεί έναν στρατιωτικό και βρισκόταν τώρα στις Ινδίες. Το τελευταίο μου παιδί, η Τζούντιθ, ήταν εκείνη που κρυφά αγαπούσα πάντα περισσότερο, αν και δεν την είχα κατα-λάβει ποτέ ούτε μια στιγμή. Ένα παράξενο, σκοτεινό, ανεξερεύνητο παιδί, μ- ένα πάθος να κάνει πάντα το δικό του, πράγμα που μερικές φορές με πλήγωνε και με απέλπιζε. Η γυναίκα μου είχε δείξει μεγα-λύτερη κατανόηση. Με βεβαίωνε πως δεν ήταν έλλειψη εμπιστοσύ-νης εκ μέρους της Τζούντιθ, άλλα ένα είδος βίαιης παρόρμησης. Μα και εκείνη, όπως κι εγώ, ανησυχούσε μερικές φορές για το παιδί.

(8)

Έ-λεγε πως τα αισθήματα της Τζούντιθ ήταν πολύ έντονα, πολύ συγκε-ντρωμένα, κι η ενστικτώδης επιφυλακτικότητα της της στερούσε κά-θε βαλβίδα ασφαλείας. Είχε, παράξενες κρίσεις σιωπής γεμάτης σκέ-ψη και μια εύθυμη, σχεδόν πικρή δύναμη συντροφικότητας. Το μυα-λό της ήταν το καλύτερο στην οικογένεια και συμμορφωθήκαμε με χαρά με την επιθυμία της για πανεπιστημιακή μόρφωση. Είχε πάρει το πτυχίο της κάπου ένα χρόνο πριν κι ύστερα είχε προσληφθεί σαν γραμματεύς ενός γιατρού που ασχολείτο με έρευνες για τις τοπικές ασθένειες. Η γυναίκα του ήταν σχεδόν παράλυτη. Μερικές φορές ένοιωθα ανησυχία μήπως η απορρόφηση της Τζού-ντιθ στη δουλειά της κι η αφοσίωσή της στον εργοδότη της, ήταν σημάδια πως μπορεί να ήταν ερωτευμένη, άλλα η επαγγελματική βάση της σχέσης τους με καθησύχαζε. Πίστευα πως η Τζούντιθ μ’ αγαπούσε, άλλα ήταν ελάχιστα εκδηλω-τική εκ φύσεως και συχνά ένοιωθε περιφρόνηση κι ανυπομονησία γι’ αυτό που έλεγε συναισθηματικές και ξεπερασμένες ιδέες μου. Ειλι-κρινά, ένοιωθα λίγο νευρικός απέναντι στην κόρη μου. Σ’ αυτό το σημείο οι σκέψεις μου διακόπηκαν απ’ το σταμάτημα του τραίνου στο σταθμό τα «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη. Αυτός τουλάχι-στον δεν είχε αλλάξει. Ο χρόνος τον είχε προσπεράσει. Ήταν ακόμα σκαρφαλωμένος ανάμεσα σε χωράφια, χωρίς να ‘χει φαινομενικά κα-νένα λόγο ύπαρξης. Καθώς το ταξί μου περνούσε μέσ’ απ’ το χωριό, κατάλαβα το πέρα-σμα των χρόνων. Το «Στάυλς» Σαιντ Μαίρη είχε γίνει αγνώριστο. Πρατήρια βενζίνης, ένας κινηματογράφος, δύο πανδοχεία και ολό-κληρες σειρές από λαϊκά σπίτια. Σε λίγο μπήκαμε στην πύλη του ««Στάυλς»». Εδώ φαινόταν να ξα-ναφεύγουμε άλλη μια φορά απ’ τη σύγχρονη εποχή. Το πάρκο ήταν όπως το θυμόμουν, άλλα ό δρόμος ήταν κακοσυντηρημένος και σκε-πασμένος μ’ αγριόχορτα που φύτρωναν πάνω στο πλακόστρωτο. Δεν είχε αλλάξει απ’ έξω και χρειαζόταν πάρα πολύ μια στρώση μπογιάς. Όπως όταν έφθασα πριν από πολλά χρόνια, μια γυναικεία μορφή έσκυβε και τώρα πάνω από ένα παρτέρι του κήπου. Η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Ύστερα, η μορφή σηκώθηκε κι ήρθε προς

(9)

το μέρος μου και γέλασα με τον εαυτό μου. Δεν μπορούσε να φαντα-στεί κανείς μεγαλύτερη αντίθεση προς την γεροδεμένη Έβελυν Χά-ουαρντ. Ήταν μια εύθραυστη ηλικιωμένη κυρία, με άφθονα κατσαρά άσπρα μαλλιά, ροδαλά μάγουλα, κι ένα ζευγάρι ψυχρά ανοιχτογάλαζα μάτια που έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με τη μεγάλη εγκαρδιότητα των τρόπων της, που για να πούμε την αλήθεια ήταν λίγο πολύ μελιστά-λαχτοι για τα γούστα μου. — Δεν είσθε ο Λοχαγός Χάστιγκς; με ρώτησε. Και τα χέρια μου είναι γεμάτα χώματα και δεν μπορώ να σας σφίξω το χέρι. Είμαστε ενθου-σιασμένοι που σάς βλέπουμε εδώ - έχουμε ακούσει τόσα πολλά για σάς! Πρέπει να συστηθώ. Είμαι η Κυρία Λούτρελ. Ο σύζυγός μου κι εγώ αγοράσαμε αυτό το μέρος σε μια κρίση τρέλας και προσπαθούμε να το κάνουμε επικερδή επιχείρηση. Ποτέ δεν πίστευα πως θα ‘ρχό-ταν η μέρα που θα γινόμουν ξενοδόχα! Αλλά σας προειδοποιώ, Λο-χαγέ Χάστιγκς, πως είμαι πολύ της δουλειάς. Συγκεντρώνω ό,τι μπο-ρώ. Γελάσαμε κι oι δυο σαν να ‘ταν ένα εξαιρετικό αστείο άλλα μου πέ-ρασε η ιδέα πως αυτό που είχε πει η Κυρία Λούτρελ ήταν πιθανόν η καθαρή αλήθεια. Πίσω απ’ το βερνίκι των τρόπων της γηραιάς κυρί-ας, έπιασα μια σκληρότητα πέτρας. Αν κι η Κυρία Λούτρελ προσποιούταν κάπου- κάπου μια ελαφρά Ιρλανδέζικη προφορά, δεν είχε Ιρλανδέζικο αίμα. Ήταν απλή προ-σποίηση. Ρώτησα για το φίλο μου. — Α, ο καημένος ο Κύριος Πουαρό. Πόσο περιμένει τον ερχομό σας. Θα ‘κανε και μια καρδιά από πέτρα να λυγίσει. Λυπάμαι πολύ που υποφέρει έτσι. Περπατούσαμε προς το σπίτι κι έβγαλε τα γάντια της κηπουρικής της. — Κι η όμορφη κόρη σας, συνέχισε. Τι αξιαγάπητο κορίτσι που εί-ναι. Όλοι την θαυμάζουμε φοβερά. Όμως, είμαι του παλιού καιρού, ξέρετε, και μου φαίνεται ντροπή και αμαρτία για ένα τέτοιο κορίτσι, που θα ‘πρεπε να πηγαίνει σε πάρτι και να χορεύει με νέους, να

(10)

περ-νάει τον καιρό της σφάζοντας κουνέλια και σκύβοντας πάνω από ένα μικροσκόπιο όλη μέρα. Εγώ λέω πως αυτές οι δουλειές είναι για τις άσχημες. — Που είναι η Τζούντιθ; ρώτησα. Είναι πουθενά εδώ γύρω; Η Κυρία Λούτρελ έκανε αυτό που τα παιδιά λένε «μούτρα». — Το καημένο το κορίτσι. Είναι κλεισμένη σ’ εκείνο το στούντιο στο βάθος του κήπου. Ο Δρ. Φράνκλιν το νοικιάζει από μένα και το έχει εξοπλίσει. Έχει εκεί σωρούς από ινδικά χοιρίδια - κακομοίρα πλασματάκια - και ποντίκια και κουνέλια. Δεν είμαι σίγουρη πως μου αρέσει όλη αυτή η επιστήμη, Λοχαγέ Χάστιγκς. Α, να ο άνδρας μου. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ είχε μόλις στρίψει τη γωνιά του σπι-τιού. Ήταν ένας πολύ ψηλός, στητός γέρος, με πρόσωπο πτώματος, ξέθωρα γαλανά μάτια και μια συνήθεια να τραβάει χωρίς να το θέλει το μικρό του άσπρο μουστάκι. Οι τρόποι του ήταν αόριστοι, μάλλον νευρικοί. — Α, Τζώρτζ, ο Λοχαγός Χάστιγκς έφθασε. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ μου έσφιξε το χέρι. — Ήρθατε με το τραίνο των 5 και 40' έ; — Με τι άλλο θα μπορούσε να ‘ρθει; είπε τραχιά η Κυρία Λούτρελ. Και τι σημασία έχει άλλωστε; Πάρτον επάνω και δείξε του το δωμά-τιό του, Τζώρτζ. Κι ύστερα ίσως να ‘θελε να πάει κατ’ ευθείαν στον Κύριο Πουαρό - η προτιμάτε να πιείτε πρώτα ένα φλυτζάνι τσάι; Την βεβαίωσα πως δεν ήθελα τσάι και προτιμούσα να πάω να χαι-ρετήσω το φίλο μου. — Σωστά, είπε ο Συνταγματάρχης Λούτρελ. Ελάτε μαζί μου. Πι-στεύω... πως ανέβασαν τα πράγματά σας επάνω —ε, Νταίζη; — Αυτή είναι δική σου δουλειά, Τζώρτζ, είπε ξινά η Κυρία Λούτρελ. Εγώ φρόντιζα τον κήπο. Δεν μπορώ να φροντίζω για όλα. — Όχι, όχι, φυσικά όχι. Θα... θα το φροντίσω εγώ, αγαπητή μου. Τον ακολούθησα στην μπροστινή σκάλα. Στο κατώφλι συναντήσα-με έναν γκριζομάλλη άνδρα, λεπτοκαμωμένο, που έβγαινε τρέχοντας μ’ ένα ζευγάρι κιάλια. Κούτσαινε κι είχε ένα παιδιάστικο ανήσυχο πρόσωπο. Είπε, τραυλίζοντας ελαφρά: — Ένα ζευγάρι μαυροπούλια βρίσκονται σε μια φωλιά κοντά στη

(11)

συκομουριά. Καθώς μπαίναμε στο χολ, ο Λούτρελ είπε: — Αυτός είναι ο Νόρτον. Καλός άνθρωπος. Τρελαίνεται για τα που-λιά. Στο ίδιο χολ ένας πολύ ψηλός άνδρας στεκόταν κοντά στο τραπέζι. Ήταν φανερό πως μόλις είχε τελειώσει κάποιο τηλεφώνημα. Σήκωσε το κεφάλι κι είπε: — Θα ‘θελα να κρεμάσω και να κόψω στα τέσσερα όλους τους ερ-γολάβους και τους οικοδόμους. Ποτέ δεν κάνουν τίποτα σωστά, πα-νάθεμα τους. Η οργή του ήταν τόσο κωμική κι αξιοθρήνητη που γελάσαμε κι οι δυο. Ένοιωσα αμέσως έλξη γι' αυτόν τον άνδρα. Ήταν πολύ όμορφος, Αν κι είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, με βαθιά ηλιοκαμένο πρόσωπο. Φαινόταν σαν να ‘χε ζήσει στο ύπαιθρο, και φαινόταν α-κόμα ο τύπος του ανδρός που γίνεται όλο και πιο σπάνιος, ένας Άγ-γλος της παλιάς σχολής, ευθύς, λάτρης της ζωής στο ύπαιθρο, και το είδος του ανθρώπου που μπορεί να διοικήσει. Δεν ένοιωσα σχεδόν καμμιά έκπληξη όταν ο Συνταγματάρχης Λού-τρελ μου τον συνέστησε σαν Σερ Ουίλιαμ Μπόυντ Κάριγκτον. Ήξερα πως είχε διατελέσει κυβερνήτης μιας επαρχίας στην Ινδία, όπου είχε σημειώσει υποδειγματική επιτυχία. Ήταν ακόμα γνωστός σαν πρώ-της τάξεως σκοπευτής και κυνηγός μεγάλων ζώων. Σκέφθηκα θλιβε-ρά πως ήταν το είδος του ανθρώπου που δεν φαινόταν να υπάρχει πια σ' αυτές τις ξεπερασμένες μέρες. — Αχά, είπε. Χαίρομαι που γνωρίζω με σάρκα και οστά αυτόν τον περίφημο «φίλο μου Χάστιγκς» (γέλασε). Ο αγαπητός γέρο-Βέλγος μιλάει πολύ για σάς, ξέρετε. Και φυσικά, έχουμε εδώ την κόρη σας. Είναι εξαιρετικό κορίτσι. — Δεν νομίζω πως η Τζούντιθ μιλάει πολύ για μένα, είπα χαμογε-λώντας. — Όχι, όχι, είναι πάρα πολύ μοντέρνα. Αυτά τα σημερινά κορίτσια φαίνονται πάντα να νοιώθουν αμηχανία όταν χρειασθεί να παραδε-χθούν πως έχουν πατέρα η μητέρα. — Οι γονείς, είπα, είναι σχεδόν ντροπή.

(12)

Γέλασε. — Ω, εγώ δεν έχω τέτοια βάσανα. Είμαι σε χειρότερη θέση, δεν έχω καθόλου παιδιά. Η Τζούντιθ σας είναι πολύ όμορφη κοπέλα, άλλα φοβερά διανοούμενη. Το βρίσκω μάλλον τρομακτικό. (Ξαναπήρε το ακουστικό του τηλεφώνου.) ’Ελπίζω να μην σε πειράζει, Λούτρελ, αν αρχίσω να διαολοστέλνω το τηλεφωνικό σου κέντρο. Δεν είμαι υπο-μονετικός άνθρωπος. — Δώστε τους να καταλάβουν, είπε ο Λούτρελ. Ανέβηκε πρώτος και τον ακολούθησα. Με πήγε στην αριστερή πτέ-ρυγα του σπιτιού, σε μια πόρτα στην άκρη του κτιρίου και κατάλαβα πως ο Πουαρό είχε διαλέξει για μένα το δωμάτιο όπου είχα μείνει άλλοτε. Υπήρχαν αλλαγές εδώ. Καθώς διέσχιζα το διάδρομο, μερικές πόρ-τες ήταν ανοιχτές και είδα πως τα τεράστια περασμένης μόδας παλιά δωμάτια είχαν χωρισθεί για να σχηματίσουν αρκετά μικρότερα. Το δωμάτιο μου, που δεν ήταν μεγάλο, είχε μείνει όπως ήταν εκτός απ’ την εγκατάσταση για ζεστό και κρύο νερό, κι ένα μέρος του είχε χωρισθεί για να σχηματίσει ένα μικρό μπάνιο. Ήταν επιπλωμένο σε φθηνό μοντέρνο στυλ που μάλλον με απογοήτευσε. Θα προτιμούσα ένα στυλ που να πλησίαζε περισσότερο στην αρχιτεκτονική του σπι-τιού. ΟΙ αποσκευές μου βρίσκονταν στο δωμάτιό μου κι ο Συνταγματάρ-χης εξήγησε πως το δωμάτιο του Πουαρό ήταν ακριβώς απέναντι. Ήταν έτοιμος να με οδηγήσει εκεί όταν η δυνατή κραυγή «Τζωρτζ» αντήχησε απ’ το κάτω χολ. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ αναπήδησε σαν τρομαγμένο άλογο. Το χέρι του ανέβηκε στα χείλια του. — Είσαστε σίγουρος πως είσαστε εντάξει; Χτυπήστε αν θέλετε τί-ποτα. — Τζώρτζ! — Έρχομαι, αγαπητή μου, έρχομαι. Διέσχισε βιαστικά το διάδρομο. Στάθηκα για μια στιγμή κοιτάζο-ντάς τον. Ύστερα, με την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα, διέσχισα το διάδρομο και χτύπησα την πόρτα του δωματίου του

(13)
(14)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό απ’ την κατα-στροφή που προκαλεί ο χρόνος. Ο καημένος ο φίλος μου! Τον έχω περιγράφει πολλές φορές. Τώρα πρέπει να σας πω τη διαφορά που παρουσίαζε. Παράλυτος απ’ τα αρθριτικά, τριγύριζε πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες. Το κάποτε παχύ σώμα του είχε μπάσει. Ήταν τώρα ένας κοντός κι αδύνατος άνδρας. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο. Η αλήθεια είναι πως το μουστάκι και τα μαλλιά του ήταν ακόμα κατάμαυρα αλλά ειλικρινά, αν και δεν θα πλήγωνα ούτε για όλο τον κόσμο τα αισθήματα του λέγοντας του το, ήταν λάθος. Έρχεται μία στιγμή που η βαφή των μαλλιών είναι οδυνηρά φανερή. Υπήρχε μια εποχή που είχα νοιώσει έκπληξή μα-θαίνοντας πως η μαυρίλα των μαλλιών του Πουαρό προερχόταν από ένα κομψότατο μπουκαλάκι. Αλλά τώρα η θεατρικότητα της ήταν φα-νερή και δημιουργούσε την εντύπωση πως φορούσε περούκα κι είχε βάψει το πάνω χείλι του, εκείνο το περίφημο μουστάκι, για να δια-σκεδάσει τα παιδιά! Μόνο τα μάτια του ήταν τα ίδια όπως πάντα, πονηρά και λαμπερά και τώρα —ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία— γεμάτα συγκίνηση. — Α, φίλε μου Χάστιγκς, φίλε μου Χάστιγκς... Έσκυψα το κεφάλι μου και με αγκάλιασε θερμά όπως το συνήθιζε. — Φίλε μου Χάστιγκς! Έσκυψε πίσω εξετάζοντας με με το κεφάλι του, όπως συνήθιζε, ε-λαφρά γερμένο απ’ τη μια μεριά. — Ναι, ακριβώς ο ίδιος —η ίσια ράχη, οι πλατιοί ώμοι, το γκρίζο των μαλλιών - πολύ ντιστεγκέ. Ξέρεις, φίλε μου, διατηρείσαι ακόμα πολύ καλά. ΟΙ γυναίκες εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για σένα; Ε; — Αλήθεια, Πουαρό, διαμαρτυρήθηκα. Πρέπει να... — Μα σε βεβαιώνω, φίλε μου, είναι μια δοκιμασία, η μοναδική δο-κιμασία. Όταν οι πολύ νέες κοπέλες έρχονται και σου μιλάνε ευγενι-κά, πάρα πολύ ευγενιευγενι-κά, να ξέρεις, είναι το τέλος! «Ο καημένος ο γέ-ρος», λένε, «πρέπει να ‘μαστε καλές μαζί του. Πρέπει να ‘ναι φρικτό να είσαι έτσι». Αλλά εσύ, Χάστιγκς, είσαι ακόμα νέος. Για σένα

(15)

υπάρ-χουν ακόμα πιθανότητες. Σωστά, στρίψε το μουστάκι σου, καμπού-ριασε τους ώμους σου — έτσι το βλέπω— γιατί αλλιώς δεν θα ‘δει-χνες τόση αυτοπεποίθηση. Ξέσπασα σε γέλια. — Πραγματικά είσαι άνω ποταμών, Πουαρό. Και σύ πως είσαι; — Εγώ, είπε ο Πουαρό με μια γκριμάτσα. Είμαι ένα ναυάγιο. Ένα ερείπιο. Δεν μπορώ να περπατήσω. Είμαι παράλυτος και παραμορ-φωμένος. Ευτυχώς, μπορώ να τρώω ακόμη μόνος μου, άλλα, κατά τα άλλα, πρέπει να με φροντίζουν σα μωρό. Με βάζουν στο κρεββάτι, με πλένουν και με ντύνουν. Τέλος πάντων, αυτό δεν είναι διασκεδα-στικό. Ευτυχώς, αν και το εξωτερικό φθείρεται ο πυρήνας είναι ακό-μα γερός. — Ναι, πραγματικά. Έχεις την καλύτερη καρδιά σ’ όλο τον κόσμο. — Καρδιά; Ίσως. Δεν αναφερόμουν στην καρδιά. Λέγοντας ο πυρή-νας, αγαπητέ μου, εννοούσα τον εγκέφαλο. Το μυαλό μου λειτουργεί ακόμα θαυμάσια. Μπορούσα τουλάχιστον να δω καθαρά πως δεν είχε γίνει καμμιά ζημιά στον εγκέφαλο προς την κατεύθυνση της μετριοφροσύνης. — Και σ’ αρέσει εδώ; ρώτησα. Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους. — Μου φθάνει. Καταλαβαίνεις, δεν είναι το «Ρίτς». Πραγματικά ό-χι. Το δωμάτιο όπου έμενα όταν πρωτοήρθα εδώ ήταν μικρό και ά-σχημα επιπλωμένο. Μετακόμισα σ’ αυτό εδώ χωρίς αύξηση τιμής. Ύστερα το μαγείρεμα είναι εγγλέζικο στη χειρότερη μορφή του. Αυτά τα πελώρια και σκληρά χόρτα των Βρυξελλών που αρέσουν τόσο πο-λύ στους Άγγλους. Οι πατάτες βρασμένες και σκληρές ή θρύψαλα. Τα χορταρικά έχουν τη γεύση νερού, νερού και πάλι νερού. Πλήρης α-πουσία αλατιού και πιπεριού σ’ οποιοδήποτε φαγητό. Έκανε μια εκφραστική παύση. — Ακούγεται φρικτά, παρατήρησα. — Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Πουαρό κι εξακολούθησε τα παράπο-να. Κι ακόμα υπάρχει ο δήθεν εκσυγχρονισμός. Τα μπάνια, οι βρύσες παντού και τι βγαίνει απ’ αυτές; Χλιαρό νερό, φίλε μου, τις περισσό-τερες ώρες της μέρας. Κι oi πετσέτες, τόσο λεπτές, τόσο ψιλές.

(16)

— Οι παλιές μέρες είχαν και μερικά καλά, είπα σκεφτικά. Θυμήθηκα τα σύννεφα του ατμού που έβγαιναν απ’ τη βρύση του ζεστού νερού του μοναδικού μπάνιου που είχε αρχικά το «Στάυλς», ένα από κείνα τα μπάνια όπου μια πελώρια μπανιέρα με πλευρές από μαόνι αναπαυόταν περήφανα στη μέση του πατώματος του μπάνιου. Θυμήθηκα ακόμα τις τεράστιες πετσέτες του μπάνιου και τα συχνά αστραφτερά δοχεία με το καυτό νερό που στέκονταν στην παλιού τύπου λεκάνη. — Μα δεν πρέπει κανείς να παραπονιέται, ξανάπε ο Πουαρό. Μ’ αρέσει να υποφέρω για μια καλή αιτία. Μου ήρθε μια ξαφνική σκέψη. — Πουαρό, μήπως τα φέρνεις δύσκολα βόλτα; Ξέρω πως ο πόλε-μος χτύπησε πολύ άσχημα τις επενδύσεις... Ο Πουαρό βιάσθηκε να με καθησυχάσει. — Όχι, όχι φίλε μου. Έχω μεγάλη άνεση. Στην πραγματικότητα εί-μαι πλούσιος. Δεν έχω έρθει εδώ για οικονομία. — Εντάξει τότε, είπα. Νομίζω πως μπορώ να καταλάβω τα αισθή-ματα σου, συνέχισα. Καθώς προχωρεί κανείς, τείνει όλο και περισσό-τερο να ξαναγυρίζει στις παλιές μέρες. Προσπαθεί να ξανασυλλάβει τα παλιά συναισθήματα. Το βρίσκω οδυνηρό να ‘μαι εδώ, κι όμως μου ξαναφέρνει ένα σωρό παλιές σκέψεις και συναισθήματα που εί-χα ξεράσει πως τάεί-χα νοιώσει ποτέ. Τολμώ να πω πως κι εσύ νοιώθεις το ίδιο. — Καθόλου. Δεν νοιώθω καθόλου έτσι. — Ήταν καλές μέρες, είπα θλιμμένα. — Μπορεί να μιλάς για τον εαυτό σου, Χάστιγκς. Για μένα, η άφι-ξη μου στο «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη ήταν θλιβερή κι οδυνηρή. Ήμουν πρόσφυγας, πληγωμένος, εξόριστος απ’ το σπίτι μου και την πατρίδα μου, ζώντας από φιλανθρωπία σε μια ξένη χωρά. Όχι, δεν ήταν χα-ρούμενο. Δεν ήξερα τότε πως η Αγγλία θα γινόταν το σπίτι μου και θα ‘βρισκα εδώ την ευτυχία. — Το είχα ξεχάσει, παραδέχτηκα. — Ακριβώς. Πάντα αποδίδεις στους άλλους τα συναισθήματα που νιώθεις εσύ ο ίδιος. Ο Χάστιγκς ήταν ευτυχισμένος - όλοι ήταν ευ-

(17)

τυχισμένοι! — Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκα γελώντας. — Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αλήθεια, συνέχισε ο Πουαρό. Λεν πως κοιτάζεις πίσω και σου ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια. «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες. Ήμουν νέος τότε!» Αλλά πραγματικά, φίλε μου, δεν ήσουν τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις. Είχες πρόσφατα πληγω-θεί βαριά, στενοχωριόσουν που δεν ήσουν πια κατάλληλος για ενερ-γό υπηρεσία, μόλις είχες απογοητευθεί απερίγραπτα απ’ την παρα-μονή σου σ’ ένα φριχτό αναρρωτήριο και, απ’ ό,τι θυμάμαι, περιέ-πλεξες τα πράγματα με το να ερωτευθείς ταυτόχρονα δυο γυναίκες. Γέλασα και κοκκίνισα. — Τι δυνατή μνήμη που έχεις, Πουαρό. — Τς - τς - τς, τώρα θυμάμαι τους μελαγχολικούς σου αναστεναγ-μούς καθώς μουρμούριζες ανοησίες για δυο όμορφες γυναίκες. — Θυμάσαι τι μου είπες; Είπες: «Και καμιά απ’ αυτές δεν είναι για σένα! Αλλά θάρρος, φίλε μου. Μπορεί να ξανακυνηγήσουμε μαζί, και τότε ίσως...» Σταμάτησα. Γιατί ο Πουαρό κι εγώ είχαμε πάει ξανά για κυνήγι στη Γαλλία κι εκεί είχα συναντήσει τη μοναδική γυναίκα... — Ξέρω, Χάστιγκς, ξέρω. Η πληγή είναι ακόμα φρέσκια. Αλλά μην επιμένεις σ’ αυτήν, μην κοιτάζεις πίσω. Κοίταξε καλύτερα μπροστά. Έκανα μια χειρονομία αηδίας. — Να κοιτάξω μπροστά; Μα τι υπάρχει για να δω μπροστά μου; — Ε, λοιπόν, φίλε μου, έχουμε δουλειά. — Δουλειά; Που; — Εδώ. Τον κοίταξα καλά καλά. —Με ρώτησες τώρα μόλις γιατί ήρθα εδώ, είπε ο Πουαρό. Ίσως να μην παρατήρησες πως δεν σου απάντησα. Θα σου δώσω την απά-ντηση τώρα. Βρίσκομαι εδώ για να κυνηγήσω ένα δολοφόνο. Τον κοίταξα με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη. Για μια στιγμή σκέφ-θηκα πως παραμιλούσε. — Το εννοείς πραγματικά; τραύλισα ολότελα χαμένος. —Ασφαλώς και το εννοώ. Για ποιόν άλλο λόγο σε παρότρυνα να με

(18)

συναντήσεις; Τα μέλη μου δεν είναι πια δραστήρια αλλά, όπως σου είπα, ο εγκέφαλος μου δεν έχει πειραχτεί. Θυμήσου πως ο κανόνας μου ήταν πάντα ο ίδιος - κάθισε και σκέψου. Αυτό μπορώ να το κάνω ακόμα - στην πραγματικότητα είναι το μόνο πράγμα που είναι δυνα-τόν για μένα. Για την πιο δραστήρια πλευρά της εκστρατείας, θα ‘χω μαζί μου τον ανεκτίμητο Χάστιγκς μου. — Το εννοείς πραγματικά; ρώτησα με κομμένη την ανάσα για δεύ-τερη φορά. — Φυσικά το εννοώ. Εσύ κι εγώ, Χάστιγκς, ξαναπάμε άλλη μια φο-ρά για κυνήγι. Χρειάσθηκα μερικά λεπτά για να καταλάβω πως ο Πουαρό μιλούσε πραγματικά σοβαρά. Όσο φανταστική κι αν φαινόταν η δήλωση του, δεν είχα λόγους ν’ αμφιβάλλω για την κρίση του. Μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο είπε: — Πείσθηκες επιτέλους. Στην αρχή φαντάστηκες πως είχα πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου, δεν είν’ έτσι; — Όχι, όχι, είπα βιαστικά. Μόνο που αυτό το μέρος φαίνεται πολύ απίθανο. — Α, νομίζεις; — Φυσικά δεν είδα ακόμα όλους τους ανθρώπους... — Ποιους είδες; — Μόνο τους Λούτρελ κι έναν άνδρα που τον λένε Νόρτον και φαίνεται άκακος άνθρωπος και τον Μπόυντ Κάριγκτον - πρέπει να πω πως με γοήτευσε πάρα πολύ. Ο Πουαρό κατένευσε: — Λοιπόν, Χάστιγκς, θα σου πω κάτι. Όταν δεις και τα υπόλοιπα πρόσωπα του σπιτιού, η δήλωσή μου θα σου φαίνεται το ίδιο απί-θανη όσο τώρα. — Ποιος άλλος υπάρχει; — Ο δόκτωρ και η κυρία Φράνκλιν, η νοσοκόμος που φροντίζει την Κυρία Φράνκλιν, η κόρη σου Τζούντιθ. Ύστερα υπάρχει ένας άν-δρας που τον λένε Άλλερτον, ένα είδος γόη, και μια Μις Κόουλ, μια γυναίκα γύρωστα τριάντα. Επίτρεψε μου να σου πω πως όλοι είναι

(19)

πολύ καλοί άνθρωποι. — Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος; — Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος. — Μα γιατί... πως... γιατί νομίζεις;... Δυσκολεύτηκα να δώσω σχήμα στις ερωτήσεις μου, που έπεφταν η μια πάνω στην άλλη. — Ηρέμησε, Χάστιγκς. Ας αρχίσουμε απ’ την αρχή. Σε παρακαλώ, φέρε μου το μικρό κουτί απ’ το γραφείο. Ωραία. Και τώρα το κλειδί -έτσι... Ξεκλειδώνοντας το κουτί, έβγαλε έναν όγκο από δακτυλογραφημέ-να χαρτιά και αποκόμματα εφημερίδων. — Μπορείς να τα μελετήσεις με την ησυχία σου, Χάστιγκς. Για την ώρα δεν θα ασχολούμουν με τα αποκόμματα των εφημερίδων. Είναι απλώς οι περιγραφές του τύπου για διάφορες τραγωδίες, κάπου - κάπου ανακριβής, μερικές φορές, κατατοπιστικές. Για να πάρεις μια ιδέα για τις υποθέσεις, προτείνω να διαβάσεις την περίληψη που έχω κάνει. Άρχισα να διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α’ ΕΘΕΡΙΓΚΤΟΝ Λέοναρντ Έθεριγκτον. Άσχημες συνήθειες - έπαιρνε ναρκωτικά κι έπινε. Παράξενος και σαδιστικός χαρακτήρας. Σύζυγος νέα και γοη-τευτική. Απελπιστικά δυστυχισμένη μαζί του. Ο Λ. Έθεριγκτον πέθα-νε, φαινομενικά από τροφική δηλητηρίαση. Ο γιατρός δεν έμεινε ι-κανοποιημένος. Μετά την αυτοψία, ανακαλυφθεί ότι ο θάνατος ο-φειλόταν σε δηλητηρίαση από αρσενικό. Υπήρχε ζιζανιοκτόνο στο σπίτι, αλλά είχε παραγγελθεί πριν από πολύ καιρό. Η κυρία Έθερι-γκτον συνελήφθη και κατηγορηθεί για φόνο. Είχε πιάσει τελευταία φιλίες μ’ έναν δημόσιο υπάλληλο που γύριζε στην Ινδία. Καμιά έν-δειξη πραγματικής απιστίας, αλλά δείγματα βαθιάς συμπάθειας ανά-μεσα τους. Ο νέος είχε αρραβωνιασθεί στη συνέχεια μια κοπέλα που συνάντησε στο ταξίδι του προς το εξωτερικό. Υπάρχουν αμφιβολίες αν το γράμμα που το ανήγγελλε στην Έθεριγκτον έφθασε στα χέρια της πριν η μετά το θάνατο του συζύγου της. Εκείνη λέει πριν. Οι

(20)

εν-δείξεις εναντίον της είναι κυρίως συμπτωματικές, η απουσία άλλου πιθανού υπόπτου και το γεγονός ότι το δυστύχημα είναι μάλλον α-πίθανο. Εκδηλώθηκε μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτήν στη δίκη εξ αιτίας του χαρακτήρα του συζύγου της και της κακομεταχείρισης που είχε υποστεί απ’ αυτόν. Η ανακεφαλαίωση του δικαστού ήταν υπέρ αυ-τής, τονίζοντας πως η απόφαση δεν πρέπει να επιτρέπει καμιά λογι-κή αμφιβολία. Η Κυρία Έθεριγκτον αθωώθηκε. Αλλά η γενική «γνώμη ήταν πως ήταν ένοχη. Η κατοπινή της ζωή ήταν πολύ δύσκολη, γιατί oι φίλοι της, κ.λπ. της φέρονταν πολύ ψυχρά. Πέθανε δυο χρόνια μετά τη δί-κη παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών. Η ανάκριση έβγαλε το συμπέρασμα πως επρόκειτο για τυχαίο θάνατο. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Β’ ΜΙΣΣ ΣΑΡΠΑΣ Ηλικιωμένη γεροντοκόρη. Παράλυτη. Δύσκολη, πονούσε πολύ. Την φρόντιζε η ανιψιά της, η Φρέντα Κλαίη. Η Μις Σάρπλς πέθανε παίρ-νοντας υπερβολική δόση μορφίνης. Η Φρέντα Κλαίη παραδέχτηκε πως έκανε σφάλμα, λέγοντας πως ο πόνος της θείας της ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να τον υποφέρει και της έδωσε περισσό-τερη μορφίνη για ν’ ανακουφίσει τον πόνο. Η γνώμη της αστυνομίας ήταν πως η πράξη της ήταν εσκεμμένη κι όχι λάθος, αλλά θεώρησαν τις ενδείξεις ανεπαρκής για να συντάξουν κατηγορία. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Γ’ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΡΙΓΚΣ Αγρότης. Υποψιαζόταν πως η γυναίκα του τον απατούσε με τον νοικάρη τους τον Μπεν Κραίηγκ. Ο Κραίηγκ κι η Κυρία Ρίγκς βρέθη-καν νεκροί από σφαίρα. Οι σφαίρες απεδείχθη ότι προέρχονταν από το όπλο του Ρίγκς. Ο Ρίγκς παραδόθηκε στην αστυνομία και είπε πως υπέθετε πως πρέπει να το έκανε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Το μυαλό του είχε κενά, όπως είπε. Ο Ρίγκς καταδικάστηκε σε θάνατο, κι η ποινή μετετράπη στη συνέχεια σε ισόβια δεσμά. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Δ’ ΝΤΕΡΕΚ ΜΠΡΑΝΤΛΕΥ Είχε μια ερωτοδουλειά με μια κοπέλα. Η γυναίκα του το ανακάλυ-

(21)

ψε κι απείλησε να τον σκοτώσει. Ο Μπράντλευ πέθανε από κυανιού-χο κάλιο που του δόθηκε στη μπύρα του. Η Κυρία Μπράντλευ συνε-λήφθη και δικάσθηκε για φόνο. Έσπασε κάτω από την διασταυρού-μενη εξέταση. Καταδικάστηκε και κρεμάστηκε. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Ε' ΜΑΘΙΟΥ ΛΙΤΣΦΙΛΝΤ Ηλικιωμένος τύραννος. Είχε τέσσερις κόρες που δεν τις επέτρεπε να διασκεδάζουν ή να ξοδεύουν χρήματα. Ένα βράδυ, γυρίζοντας σπίτι του, δέχθηκε επίθεση έξω απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού του και σκοτώθηκε μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αργότερα, μετά την ερευ-νά της αστυνομίας, η μεγαλύτερη κόρη του, η Μάργκαρετ, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και παραδόθηκε σαν δολοφόνος του πατέρα της. Είπε πως το έκανε για να μπορέσουν οι μικρότερες αδελφές της να ζήσουν τη ζωή τους πριν να είναι πολύ αργά. Ο Λίτσφιλντ άφησε με-γάλη περιουσία. Η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ κρίθηκε τρελή και στάλθηκε στο Μπρόαντμουρ, άλλα πέθανε λίγο αργότερα. Διάβασα προσεκτικά, άλλα με όλο και μεγαλύτερη απορία. Τελικά άφησα κάτω την εφημερίδα και κοίταξα ερωτηματικά τον Πουαρό. — Λοιπόν, φίλε μου; — Θυμάμαι την υπόθεση Μπράντλευ, είπα αργά. Διάβασα τότε γι’ αυτήν. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. — Άλλα πρέπει να με διαφωτίσεις. Τι είναι όλα αυτά ;... — Πες μου πρώτα τι εντύπωση σου κάνουν. Ήμουν μάλλον αμήχανος. — Μου έδωσες την περιγραφή πέντε διαφορετικών φόνων. Όλοι συνέβησαν σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές κοινωνικές τά-ξεις. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει επιφανειακή ομοιότητα με-ταξύ τους. Δηλαδή, η μια ήταν περίπτωση ζήλιας, η άλλη μιας δυστυ-χισμένης γυναίκας που προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τον άντρα της, μια άλλη είχε σαν κίνητρο το χρήμα, μια άλλη μπορούμε να πούμε πως δεν είχε εγωιστικά κίνητρα γιατί ο δολοφόνος δεν προ-σπάθησε ν’ αποφύγει την τιμωρία κι η πέμπτη ήταν βάναυση και ί-σως έγινε υπό την επίδραση του ποτού. (Σταμάτησα κι είπα με αμφι-

(22)

βολία) : Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα τους που μου ξεφεύγει; — Όχι, όχι, η ανακεφαλαίωση σου υπήρξε πολύ ακριβής. Το μόνο σημείο που θα μπορούσες να αναφέρεις, αλλά δεν το ανέφερες, ήταν το γεγονός πως σε καμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε πραγματική αμφιβολία. — Δεν νομίζω πως καταλαβαίνω. — Π.χ. η κυρία Έθεριγκτον αθωώθηκε. Αλλά όλοι ήταν σίγουροι πως το ‘κανε. Η Φρέντα Κλαίη δεν κατηγορήθηκε ανοιχτά, αλλά κανέ-νας δεν σκέφτηκε άλλη λύση έκτος απ’ το έγκλημα. Ο Ρίγκς δήλωσε πως δεν θυμόταν να σκότωσε τη γυναίκα του και τον εραστή της, αλ-λά ποτέ δεν προέκυψε θέμα να το ‘κανε κάποιος άλλος. Η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ ομολόγησε. Βλέπεις, Χάστιγκς, σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένας φανερός ύποπτος και κανένας άλλος. Ζάρωσα τα φρύδια μου. — Ναι, είναι αλήθεια... αλλά δεν βλέπω τι συμπεράσματα βγάζεις απ’ αυτό. — Α, μα καταλαβαίνεις, θα φθάσω τώρα σ’ ένα γεγονός που δεν το ξέρεις. Αν υποθέσουμε, Χάστιγκς, πως σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που περιέγραψα, υπήρχε κάτι παράξενο που ήταν κοινό σ’ όλες; — Τι εννοείς; — Χάστιγκς, σκοπεύω να είμαι πολύ προσεκτικός στα λόγια μου, είπε αργά ο Πουαρό. Ας το θέσω έτσι. Υπάρχει κάποιο πρόσωπο, ας πούμε, ο X. Σε καμιά περίπτωση αυτός ο X δεν είχε (φαινομενικά) κί-νητρο ν’ απαλλαγεί απ’ το θύμα. Απ’ ό,τι ανακάλυψα, σε μια περίπτω-ση, ο X βρισκόταν διακόσια μιλιά μακριά όταν έγινε ο φόνος. Πά-ντως, θα σου πω κάτι. Ο X είχε στενές σχέσεις με τον Έθεριγκτον, ο X έζησε για ένα διάστημα στο ίδιο χωριό με τον Ρίγκς, ο X γνώριζε την κυρία Μπράντλευ. Έχω μια φωτογραφία του X και της Φρέντα Κλαίη να περπατούν μαζί σ’ ένα δρόμο και ο X βρισκόταν κοντά στο σπίτι όταν πέθανε ο γέρο - Μάθιου Λίτσφιλντ. Τι λες γι’ αυτό; Τον κοίταξα καλά καλά. — Ναι, είναι κάπως πολύ, είπα αργά. Η σύμπτωση θα μπορούσε να εξηγήσει δύο περιπτώσεις ή ακόμα και τρεις, αλλά πέντε πάει πολύ. Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση ανά-

(23)

μεσα σ’ αυτούς τους διαφορετικούς φόνους. — Υποθέτεις λοιπόν αυτό που υπέθεσα κι εγώ; — Πως ο X είναι δολοφόνος; Γιατί. — Τότε, Χάστιγκς, θα είσαι πρόθυμος να κάνεις άλλο ένα βήμα μαζί μου; Θα σου πω κάτι. Ο X βρίσκεται σ’ αυτό το σπίτι. — Εδώ; Στο «Στάυλς»; — Στο «Στάυλς», μάλιστα. Τι λογικό συμπέρασμα βγαίνει απ’ αυτό; Ήξερα τι θ’ ακολουθούσε» καθώς έλεγα: — Έλα, πες το. — Σύντομα θα γίνει ένας φόνος κι εδώ, είπε ο Ηρακλής Πουαρό.

(24)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Για μια στιγμή κοίταξα απορημένος τον Πουαρό κι υστέρα αντέ-δρασα. — Όχι, δεν θα γίνει, είπα. Θα το εμποδίσεις. Ο Πουαρό μου έριξε μια στοργική ματιά. — Πιστέ μου φίλε. Πόσο εκτιμώ την πίστη σου σε μένα. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος αν είναι δικαιολογημένη σ’ αυτή την περίπτωση. — Ανοησίες. Φυσικά μπορείς να το εμποδίσεις. Η φωνή του Πουαρό ήταν σοβαρή καθώς είπε: — Σκέψου ένα λεπτό, Χάστιγκς. Μπορεί κανείς να συλλάβει ένα δο-λοφόνο, ναι. Αλλά πως εμποδίζει ένα φόνο; — Να, εσύ... εσύ... να, θέλω να πω... Αν ξέρεις πριν από,.. Σταμάτησα μάλλον αδύναμα γιατί ξαφνικά είδα τις δυσκολίες. — Βλέπεις; είπε ο Πουαρό. Δεν είναι τόσο απλό. Στην πραγματικό-τητα, υπάρχουν μόνο τρεις μέθοδοι. Η πρώτη είναι να προειδοποιή-σεις το θύμα. Να κάνεις το θύμα να προσέχει. Αυτό δεν πετυχαίνει πάντα, γιατί είναι απίστευτα δύσκολο να πείσεις μερικούς ανθρώ-πους πως βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο —ίσως από κάποιον που βρίσκεται κοντά τους και τους είναι αγαπητός, θυμώνουν κι αρνού-νται να το πιστέψουν. Ο δεύτερος τρόπος είναι να προειδοποιήσεις το δολοφόνο. Να του πεις, σε ελάχιστα καλυμμένη γλώσσα «Ξέρω τους σκοπούς σου. Αν πεθάνει ο τάδε, φίλε μου, θα κρεμασθείς στα σίγουρα». Αυτό πετυχαίνει συχνότερα απ’ την πρώτη μέθοδο, αλλά ακόμα κι αυτό μπορεί ν’ αποτύχει. Γιατί ένας δολοφόνος, φίλε μου, είναι πιο ματαιόδοξος απ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα. Ένας δολοφόνος είναι πάντα πιο έξυπνος απ’ όλους, κανείς δεν θα τον υποψιασθεί ποτέ, η αστυνομία θα μπερδευτεί, κλπ. Γι’ αυτό πάντα προχωρεί και το μόνο που σου μένει είναι η ικανοποίηση να τον κρεμάσεις υστέρα. (Σταμάτησε κι είπε σκεφτικά) : Προειδοποίησα ένα δολοφόνο δυο φορές στη ζωή μου —τη μια φορά στην Αίγυπτο και την άλλη κάπου άλλου. Σε κάθε περίπτωση ο εγκληματίας ήταν απο-φασισμένος να σκοτώσει... Μπορεί να συμβαίνει το ίδιο κι εδώ. — Είπες πως υπάρχει και τρίτη μέθοδος, του θύμισα.

(25)

— Α, ναι. Γι’ αυτήν χρειάζεται κανείς μεγάλη εξυπνάδα. Πρέπει να μαντέψεις πως και πότε θα πέσει το χτύπημα και πρέπει να ‘σαι έτοι-μος να επέμβεις στην κατάλληλη ψυχολογική στιγμή. Πρέπει να πιά-σεις τον δολοφόνο, Αν όχι επ’ αυτοφώρω, τουλάχιστον ένοχο ύ-περάνω πάσης αμφιβολίας για την πρόθεση να σκοτώσει. Αναστέναξε. — Κι αυτό, φίλε μου, συνέχισε, είναι, σε βεβαιώνω, θέμα με μεγάλη δυσκολία και λεπτότητα, και δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε για μια στιγμή την επιτυχία του! Μπορεί να είμαι ματαιόδοξος, άλλα δεν εί-μαι τόσο ματαιόδοξος. — Ποια μέθοδο σκοπεύεις να δοκιμάσεις εδώ; —Ίσως και τις τρεις. Η πρώτη είναι η πιο δύσκολη. — Γιατί; θα πίστευα πως είναι η ευκολότερη. — Ναι. Αν ξέρεις το υποψήφιο θύμα. Αλλά δεν καταλαβαίνεις, Χά-στιγκς, πως εδώ δεν ξέρω το θύμα; — Τι; Το επιφώνημα μου ξέφυγε χωρίς να το σκεφθώ. Ύστερα άρχισα να καταλαβαίνω τις δυσκολίες της κατάστασης. Υπήρχε, έπρεπε να υ-πάρχει κάποιος κρίκος που συνέδεε αυτή τη σειρά των εγκλημάτων, αλλά δεν ξέραμε τ ήταν αυτός ο κρίκος. Το κίνητρο, το ζωτικά σημα-ντικό κίνητρο, έλλειπε. Και χωρίς να το ξέρουμε, δεν μπορούσαμε να πούμε ποιος κινδύνευε. Ο Πουαρό κατένευσε καθώς είδε στο πρόσωπό μου πως καταλά-βαινα τις δυσκολίες της κατάστασης. — Βλέπεις, φίλε μου, δεν είναι τόσο εύκολο. — Όχι, είπα. Το βλέπω. Δεν μπόρεσες να βρεις ως τώρα καμιά σχέ-ση ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. — Όχι, τίποτα, είπε μελαγχολικά. Ξανασκέφθηκα. Στα εγκλήματα ΑΒΓ, είχαμε να κάνουμε με κάτι που φαινόταν σαν αλφαβητική σειρά, Αν και στην πραγματικότητα απε-δείχθη πως ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. — Είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει κανένα απώτερο οικονομικό κίνητρο —π.χ. κάτι σαν αυτό που ανακάλυψες στην υπόθεση της

(26)

Έβελυν Κάρλαυλ; ρώτησα. — Όχι. Μπορείς να είσαι σίγουρος, αγαπητέ μου Χάστιγκς, πως το οικονομικό κέρδος είναι το πρώτο πράγμα που αναζητώ. Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Πουαρό ήταν πάντα απόλυτα κυνικός σχετι-κά με το χρήμα. Ξανασκέφθηκα. Μήπως κάποια βεντέτα; Αυτό ταίριαζε καλύτερα με τα γεγονότα. Αλλά ακόμα κι εκεί, φαινόταν να λείπει κάποιος συνδε-τικός κρίκος, θυμήθηκα την ιστορία που είχα διαβάσει για μια σειρά άσκοπων φόνων —και το κλειδί τους ήταν πως τα θύματα είχαν χρη-ματίσει ένορκοι και τα εγκλήματα είχαν γίνει από έναν άνδρα που εί-χαν καταδικάσει. Μου πέρασε η σκέψη πως κάτι τέτοιο μπορούσε να ταιριάζει σ’ αυτή την περίπτωση. Ντρέπομαι να πω πως κράτησα αυ-τή την ιδέα για τον εαυτό μου. Θα ‘ταν μεγάλη τιμή για μένα να -πάω στον Πουαρό έχοντας έτοιμη τη λύση. ’Αντί γι’ αυτό ρώτησα: — Και τώρα πες μου, ποιος είναι ο X; Για μεγάλη μου ενόχληση, ο Πουαρό κούνησε πολύ αποφασιστικά το κεφάλι του. — Αυτό δεν θα στο πω, φίλε μου. — Ανοησίες. Γιατί όχι; Τα μάτια του Πουαρό άστραψαν. — Γιατί, αγαπητέ μου, είσαι ακόμα ο ίδιος ο παλιός Χάστιγκς. Βλέ-πεις, δεν θέλω να κάθεσαι και να κοιτάζεις τον X με το στόμα ανοιχτό και το πρόσωπό σου να λέει καθαρά: «Αυτό - αυτό που κοιτάζω - εί-ναι ο δολοφόνος». — Μπορείς να είσαι βέβαιος πως μπορώ να προσποιηθώ αν είναι ανάγκη. — Όταν προσπαθείς να προσποιηθείς είναι χειρότερα. Όχι, όχι, φίλε μου, εσύ κι εγώ πρέπει να ‘μαστε πολύ ινκόγκνιτο. Ύστερα, όταν θα χτυπήσουμε, θα χτυπήσουμε. — Πεισματάρη, γέρο - διάβολε, είπα. Έχω αρκετό μυαλό για να... Σταμάτησα γιατί ακούσθηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Πουαρό φώναξε «εμπρός» κι η κόρη μου η Τζούντιθ μπήκε μέσα. Θα ‘θελα να περιγράφω την Τζούντιθ, άλλα πάντα ήμουν κακός στις περιγραφές.

(27)

Η Τζούντιθ είναι ψηλή, κρατάει ψηλά το κεφάλι της, έχει ίσια σκούρα φρύδια και πολύ όμορφη γραμμή μύτης και σαγανιού, αυ-στηρή στη λιτότητα της. Είναι σοβαρή κι ελαφρά περιφρονητική, και για μένα πάντα υπήρχε μια υπόνοια τραγωδίας γύρω της. Η Τζούντιθ δεν ήρθε να με φιλήσει -δεν είναι τέτοιος τύπος. Απλώς μου χαμογέλασε και είπε: — Γεια σου, μπαμπά. Το χαμόγελο της ήταν δειλό και λίγο αμήχανο, αλλά μ’ έκανε να νοιώσω πως παρά την έλλειψη εκδηλωτικότητας χαιρόταν που με έβλεπε. — Λοιπόν, έφθασα, είπα, νοιώθοντας ανόητος, πράγμα που μου συμβαίνει συχνά με την νεότερη γενεά. — Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου, αγαπητέ μου, είπε η Τζούντιθ. — Του περιγράφω τη μαγειρική, είπε ο Πουαρό. — Είναι πολύ άσχημη; ρώτησε η Τζούντιθ. — Δεν θα ‘πρεπε να το ρωτάς, παιδί μου. Μήπως δεν σκέφτεσαι τι-ποτ’ άλλο έκτος από τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τα μικροσκό-πια; Το μεσαίο δάχτυλό σου είναι λεκιασμένο με μπλε του μεθυλενί-ου. Δεν είναι καλό για τον άνδρα σου αν δεν ενδιαφέρεσαι για το στομάχι του. — Τολμώ να πω πως δεν θα ‘χω άνδρα. — Ασφαλώς θα ‘χεις άνδρα. Γιατί σέ έπλασε ο καλός θεός; — Ελπίζω για πολλά πράγματα, είπε ή Τζούντιθ. — Πρώτα απ’ όλα για το γάμο. — Πολύ καλά, είπε η Τζούντιθ. Βρέστε μου ένα καλό σύζυγο και θα φροντίσω πολύ προσεκτικά για το στομάχι του. — Με κοροϊδεύει, είπε ο Πουαρό. Κάποια μέρα θα μάθει πόσο σο-φοί είναι οι γέροι. Άλλο χτύπημα στην πόρτα και θύτη τη φορά μπήκε ο Δρ. Φράνκλιν. Ήταν ένας ψηλός, γωνιώδης νέος, γύρω στα τριανταπέντε, με απο-φασιστικό πηγούνι, κοκκινωπά μαλλιά και φωτεινά γαλάζια μάτια. Ήταν ο πιο άχαρος άνδρας πού είχα γνωρίσει ποτέ και πάντα έπεφτε πάνω σε αντικείμενα. Έπεσε πάνω στο πανί γύρω απ’ την καρέκλα του Πουαρό και μισο-

References

Related documents

Probabilistic Routing Protocol using History of Encounters and Transitivity (PRoPHET) [7] is a well-known Context-based routing protocol based on the history of encounters.

The proposition of this paper is that suggestions established by scholars’ for a sound segmentation strategy need to be contrasted with the jobs-to-be-done

A review of some of the core literature on the human rights/conflict resolution relationship (presented in full in Annex A), indicates that over the years the debate went

Systematic and taxonomical characters of rotifer community in Chikkadevarayana canal: Rotifera, Class: Monogononta, Order: Ploimida, Family: Brachionidae, Brachionus ruben,

A Definition of Configuration Management Storage (Controlled) Status reporting CMitem Identification Need from plan Metadata Metadata CMitem Reports Change control Metadata Change

When vehicle power is off, ACC status is low, and if the lead time of low ACC is more than 10 minutes ( settable) , device will activate security alarm. When the security alarm is

Segment Group 3 Pos: 0240 Conditional Repeat: 9999 Group: 3 Elements: N/A User Option (Usage):

I, JUAN DELA CRUZ, of legal age, do hereby state that: I am the Chief Executive Office of Alis Di-yan Company and in such capacity, caused this Complaint to be prepared; I