• No results found

Το Πνεύμα του Θεουργού

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Το Πνεύμα του Θεουργού"

Copied!
1440
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)

© Κώστας Βουλαζέρης http://www.kostasvoulazeris.eu http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris ISBN(set): 978-618-5031-33-6 ISBN: 978-618-5031-36-7 Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Crea-tive Commons – http://creaCrea-tivecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/ • Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο. • Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο. • Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους. Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι κατα-στάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

(3)

Διαβάστε περισσότερες ιστορίες από το

Θρυμματισμένο Σύμπαν

Ένα Τρένο με Πολύχρωμες Γυναίκες

Ο Διαιρεμένος Θεός

Γάμος του Ήλιου και του Ανέμου

Οι Υπέρμαχοι του Γαλανού Φωτός

Ο Θάνατος του Ξενιστή

Ο Πόλεμος των Ξένων

Οι Φύλακες των Πάγων

Ο Θίασος των Θαυμαστών Θηρίων

Η Πόλη των Αγαλμάτων

Ο Απομονωμένος Κόσμος

Ο Βασιληάς, οι Νύφες, και η Μαύρη Δράκαινα

Το Τραγούδι της Ψυχής

Κρασί της Σεργήλης

Η Απειλή από τον Νεκρό Κόσμο

Οι Άνεμοι, το Μήνυμα, και ο Κώδικας

Το Όνειρο της Παντοκράτειρας

Οι Μηχανές του Φωτός

Δωρεάν στο

www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/

thrymmatismeno_sympan

(4)

Το Πνεύμα

του Θεουργού

Η Πλοηγός και ο Δαίμονας,

Βιβλίο Τρίτο

Μια Ιστορία από το

Θρυμματισμένο Σύμπαν

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

(5)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο Άζ’λεφκ και

(6)
(7)

Αιθήρ

Καταλάβαινε πολύ καλά τον κίνδυνο, μα δεν μπορούσε να κάνει αλ-λιώς. Έπρεπε να πάει να της μιλήσει. Για εκείνον η Παντοκράτειρα και η Παντοκρατορία δεν θα μπορού-σαν ποτέ να είναι ένα και το αυτό. Την είχε παντρευτεί σ’έναν από τους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου, μέσα στις καυτές, πετρώδεις ερήμους της απέραντης Εσχάτης, και την είχε γνωρίσει. Δεν είχε ντρευτεί μια απρόσωπη δύναμη, όπως άλλοι σύζυγοί της· δεν είχε πα-ντρευτεί την Παντοκράτειρα: είχε παπα-ντρευτεί την Αγαρίστη. Του είχε πει το πραγματικό της όνομα, ενώ περνούσαν από την ιεροτελεστία του πύργου, η οποία είχε εξελιχτεί σε κάτι πολύ διαφορετικό – και πο-λύ πιο επικίνδυνο – από την κανονική ιεροτελεστία που γινόταν στους Πύργους του Ήλιου και του Ανέμου όταν δύο ευγενείς της Σάρντλι πα-ντρεύονταν. Και η Παντοκρατορία είχε διαχωριστεί από την Παντοκράτειρα. Όταν ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είχε έρθει στη Σάρντλι και του είχε πει τι συνέβαινε με τον Ελκράσ’ναρχ, εκείνος είχε συνειδητοποιήσει πως αυτή του η ενδόμυχη πεποίθηση ήταν ακόμα πιο αληθινή απ’ό,τι θεω-ρούσε. Η Αγαρίστη σίγουρα δεν ήταν η Συμπαντική Παντοκρατορία. Και πολύ πιθανόν να ήταν θύμα αυτού του δαίμονα. Πολύ πιθανόν, μάλιστα, να μην ήξερε καν τι ήταν αυτός ο δαίμονας. Ίσως να την είχε εξαπατήσει. Η ιεροτελεστία του Ήλιου και του Ανέμου περιλάμβανε τις Πέντε Ημέρες, μία σε κάθε πάτωμα του πύργου· κι όταν οι μελλόνυμφοι έ-φταναν στο τρίτο πάτωμα, έλεγαν, σύμφωνα με το έθιμο, ιστορίες ο ένας στον άλλο. Συνήθως, ιστορίες με κάποιο ηθικό δίδαγμα. Η Αγαρί-στη, τότε, είχε πει μια ιστορία που εκείνος νόμιζε ότι ήταν η δική της ιστορία. Ή, ίσως, αλλαγμένη λίγο. Θυμόταν ακόμα αυτή τη διήγηση, καθώς και μερικά από τα λόγια της Παντοκράτειρας… «Κάποια μέρα… μια από τις ίδιες ημέρες της ανούσιας ζωής της, η κο-πέλα βρήκε ένα… μαγικό κουτί. Ένα όμορφο, χρυσό μαγικό κουτί… Το βρήκε εκεί που δούλευε ο πατέρας της. Ήταν ξεχασμένο σε μια σκοτεινή

(8)

γωνιά του μηχανοστασίου, σ’ένα υπόγειο μέρος που κανείς δεν επισκε-πτόταν. Εκείνη την είχαν στείλει εκεί για να πετάξει κάτι παλιοσίδερα. Βρήκε, όμως, το μαγικό κουτί. Το είδε να γυαλίζει. Το σήκωσε. Το άκουσε να της ψιθυρίζει να το ανοίξει· κι εκείνη το άνοιξε, και μέσα του, μέσα του ήταν ένα παράθυρο. Κι από εκείνο το παράθυρο, είδε όλα όσα ονει-ρευόταν…» Αναφερόταν στον Ελκράσ’ναρχ; Είχε ο Ελκράσ’ναρχ – οι μυστηριώ-δεις Υπερασπιστές της – κάποια σχέση μ’αυτό το μαγικό κουτί; Έπρεπε να μάθει. Κι αν ο Ελκράσ’ναρχ είχε κάπως εξαπατήσει την Αγαρίστη, αν την είχε κάπως φυλακίσει, εκείνος σκόπευε να την ελευ-θερώσει. Αυτά σκεφτόταν ο Ορείχαλκος του Οίκου των Ορειβατών, καθώς ήταν μέσα στο μικρό αεροπλάνο που διέσχιζε την αργυρογάλανη απε-ραντοσύνη του Αιθέρα. Καθόταν πλάι στον πιλότο, αμίλητος, με όψη συλλογισμένη, και παρότι τα μάτια του ατένιζαν τις μορφές που σχη-μάτιζαν τα νεφελώματα γύρω απ’το αεροσκάφος, το μυαλό του δεν τις έβλεπε. Το μυαλό του ήταν αλλού. Κι από την Αγαρίστη πήγε στην Ανεμόφθαλμη και στους άλλους που είχε αφήσει στη Σάρντλι. Το ήξερε πως ήταν σκληρό αυτό που τους είχε κάνει. Δεν περίμενε, όμως, να τον καταλάβουν. Το είχε συλλογιστεί πολλές φορές: Ποια μπορεί να ήταν η αντίδρασή τους αν τους έλεγε πως σκόπευε να πάει στη Ρελκάμνια για να μιλήσει με την Παντοκρά-τειρα; Τι μπορεί να τους έκανε να συμφωνήσουν μαζί του; Τίποτα. Α-ποκλείεται ποτέ να συμφωνούσαν. Ειδικά η Ανεμόφθαλμη. Παρότι γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά, είναι ορισμένα πράγματα για εμένα που δεν μπορεί να καταλάβει. Όπως είναι και ορισμένα πράγματα για εκείνη που εγώ ποτέ δεν θα καταλάβω. Αυτή είναι η φύση των ανθρώ-πων, υποθέτω, είτε έχουν β’ζάιλ είτε όχι. Το ταξίδι μέσα στον Αιθέρα θα διαρκούσε περί τις δεκατρείς ώρες. Ο πιλότος είχε πάρει δυναμωτικά βοτάνια για να μπορέσει να αντέξει. Το ίδιο κι ο μάγος που καθόταν στο ενεργειακό κέντρο του σκάφους χρη-σιμοποιώντας τη Μαγγανεία Κινήσεως, ρυθμίζοντας τη ροή της ενέρ-γειας. Ο Ορείχαλκος, ρίχνοντας μια ματιά στον πιλότο πλάι του, μπο-ρούσε να δει ότι τα μάτια του άντρα γυάλιζαν πλέον σα να ήταν δύο κομμάτια γυαλί.

(9)

Είχαν περάσει εφτά ώρες ώς τώρα. Κάπου-κάπου, έξω απ’το αεροπλάνο τους, ο Ορείχαλκος είχε δει να περνούν άλλα αεροσκάφη, επιβατηγά και φορτηγά, κατευθυνόμενα προς σημεία μετάβασης για διάφορες διαστάσεις. Κανένα δεν είχε επι-χειρήσει να τους προσεγγίσει ή να τους σταματήσει. Μερικές φορές μονάχα είχαν στείλει κανένα σήμα χαιρετισμού. Την πρώτη φορά, το σήμα είχε ξαφνιάσει τον Ορείχαλκο, καθώς ένας ήχος είχε ακουστεί από την κονσόλα κι ένα φωτάκι είχε αναβοσβήσει. «Τι είναι;» είχε ρω-τήσει τον πιλότο, φοβούμενος ότι ίσως να επρόκειτο για προειδοποίη-ση Παντοκρατορικών. Αλλά ο πιλότος τού είχε εξηγήσει τι ήταν, και είχε πει πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Τώρα, ο Ορείχαλκος δεν μιλούσε πια με τον οδηγό του αεροσκάφους του. Καθόλου. Όσο περισσότερο τα δυναμωτικά βοτάνια ενίσχυαν τον οργανισμό του πιλότου, τόσο πιο εστιασμένος φαινόταν στη δουλειά του. Τόσο περισσότερο έμοιαζε με ζωντανό μηχάνημα που κάνει απλά και μόνο μία λειτουργία. Ο Ορείχαλκος είχε ήδη αποφασίσει για τη στρατηγική που θα ακο-λουθούσε όταν έφτανε στη Ρελκάμνια. Είχε αποφασίσει από προτού φύγει απ’τη Σάρντλι, κι ενώ ταξίδευε είχε σκεφτεί τα πάντα ξανά. Δε νόμιζε πως υπήρχε τίποτε άλλο να σκεφτεί. Δε νόμιζε πως ο νους του είχε κάτι άλλο να αναλύσει, κάποια άλλη παράμετρο να λάβει υπόψη του. Επομένως, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξεκουρα-στεί. Να αδειάσει το μυαλό του, να το καθαρίσει. Να κοιμηθεί και λίγο, αν μπορούσε. Ώστε να είναι έτοιμος για τη συνάντηση που τον περίμε-νε στη Ρελκάμνια.

(10)

Ρελκάμνια

1. Μόλις το μικρό αεροπλάνο βγήκε απ’το σημείο μετάβασης του Αιθέρα, τα συστήματα ελέγχου των Παντοκρατορικών το εντόπισαν, και του ζητήθηκε, τηλεπικοινωνιακά, κωδικός αναγνώρισης. Τα πάντα ελέγχο-νταν διεξοδικά τελευταία στη Ρελκάμνια γιατί η Παντοκρατορία φαι-νόταν να έχει παντού εχθρούς – εχθρούς που τη χτυπούσαν από κάθε διάσταση. Το μικρό αεροπλάνο απάντησε με τον κωδικό ενός από τους συζύ-γους της Παντοκράτειρας. Του Ορείχαλκου του Οίκου των Ορειβατών. Αλλά ο Ορείχαλκος είχε αποστατήσει, είχε συμμαχήσει με τον Αρχι-προδότη. Η διάστασή του, η Σάρντλι, είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία της, και την εναντίωσή της στη Συμπαντική Παντοκρατορία. Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να ερχόταν έτσι, αφύλαχτος, στην ίδια τη Ρελκάμνια; Ίσως να επρόκειτο για κάποιο κόλπο. Παντοκρατορικά αεροσκάφη υψώθηκαν από αερολιμένες της διά-στασης και από οροφές των ψηλών οικοδομημάτων της, και δεν άργη-σαν να περικυκλώσουν το μικρό αεροπλάνο του Ορείχαλκου, στέλνο-ντάς του σήμα να παραδοθεί. Να προσγειωθεί αμέσως. «Άρχοντά μου;» είπε ο πιλότος, δίχως να στραφεί να κοιτάξει τον Ορείχαλκο. Η φωνή του ακουγόταν ανησυχητικά σαν φωνή μηχανικού συστήματος. Ο Ορείχαλκος, που είχε μετά βίας κατορθώσει να κοιμηθεί τρεις ώρες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στον Αιθέρα, αποκρίθηκε: «Θα τους μιλήσω.» Και πάτησε ένα πλήκτρο επάνω στην κονσόλα μπροστά του, ενεργοποιώντας το μικρόφωνο του τηλεπικοινωνιακού πομπού. «Σας μιλά ο Πρίγκιπας Ορείχαλκος του Οίκου των Ορειβατών,» είπε. Είχε τον τίτλο Πρίγκιπας επειδή ήταν σύζυγος της Παντοκράτειρας, και τώ-ρα σκέφτηκε πως μάλλον θα ήταν χρήσιμο να τον αναφέρει για να πε-τύχει αυτό που επιθυμούσε. «Ζητώ άδεια να προσγειωθώ στο Παντο-τινό Ανάκτορο.» «Είστε αποστάτης, και οι διαταγές μας είναι να σας συλλάβουμε,» α-ποκρίθηκε μια φωνή από τον πομπό.

(11)

«Μπορείτε να με συλλάβετε αφότου έχω προσγειωθεί στο Παντοτι-νό Ανάκτορο. Δεν θα αντισταθώ. Είμαι εδώ οικειοθελώς, επιθυμώντας να μιλήσω με την Παντοκράτειρα.» Αμήχανη σιγή ακολούθησε. Για μερικές στιγμές, μονάχα παράσιτα ακούγονταν από τον πομπό. Ίσως οι αρχηγοί των αεροσκαφών να εί-χαν αλλάξει συχνότητα, ζητώντας εντολές από τους ανώτερούς τους, υπέθεσε ο Ορείχαλκος. Μετά, η ίδια φωνή αντήχησε ξανά: «Θα έρθετε μαζί μας, Άρχοντα Ο-ρείχαλκε.» «Προς το Παντοτινό Ανάκτορο;» Δεν ήθελε να καταλήξει σε κάποια απόμακρη φυλακή της Ρελκάμνια, όπου θα του ήταν δύσκολο να συ-ναντηθεί με την Παντοκράτειρα. Αλλά δεν νόμιζε ότι η Αγαρίστη θα το επέτρεπε αυτό, ούτως ή άλλως. Δεν νόμιζε ότι, μέσα στο μυαλό της, θα τον είχε τόσο γρήγορα καταδικάσει, ότι δεν θα δεχόταν ούτε καν να του μιλήσει. «Προς το Παντοτινό Ανάκτορο,» αποκρίθηκε η φωνή από τον πομπό. Και το αεροπλάνο του Ορείχαλκου διέσχισε τους ουρανούς της Ρελ-κάμνια με τη συνοδία πολλών άλλων αεροσκαφών, οπλισμένων με πυ-ροβόλα και ρουκετοβόλα. Από κάτω τους απλωνόταν η Ατέρμονη Πο-λιτεία: ουρανοξύστες και πολυκατοικίες, λεωφόροι και γέφυρες, σή-ραγγες και στενορύμια. Κάθε σπιθαμή οικοδομημένη. Άνθρωποι και οχήματα κινούνταν σαν έντομα επάνω σ’έναν τεράστιο, ατελείωτο λα-ξευτό χάρτη. Πώς αναπνέουν σε τούτη τη διάσταση; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος κοιτάζοντας κάτω. 2. Ήταν ξημερώματα όταν την ειδοποίησαν. Η Βάρμη Ύλντρηχ, διοικήτρια της προσωπικής φρουράς της Παντο-κράτειρας, πετάχτηκε έξω από το κρεβάτι κι άρχισε να βάζει τη στολή της, βιαστικά. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νυράλιος, ο σύζυγός της, που είχε κι εκεί-νος ξυπνήσει από το έντονο κουδούνισμα του επικοινωνιακού δίαυλου πλάι στο κρεβάτι τους. «Τι έπαθες;»

(12)

Η Βάρμη τραβούσε τα ρούχα που έμοιαζαν να προσπαθούν εσκεμμέ-να εσκεμμέ-να της αντισταθούν. «Μου φαίνεται τρελό. Ίσως εσκεμμέ-να κάνουν λάθος. Αλλά μου είπαν ότι ο Ορείχαλκος είναι εδώ. Ο Ορείχαλκος. Ήρθε απ’τον Αιθέρα. Κι έχει προσγειωθεί εδώ, στο Παντοτινό Ανάκτορο.» «Ο Ορείχαλκος, ο σύζυγος της Παντοκράτειρας που αποστάτησε;» «Ναι. Αλλά δεν μπορεί νάναι αυτός, Νυράλιε. Αποκλείεται.» Η Βάρμη κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στον καθρέφτη για να φορέσει τις κάλτσες της. «Κάτι άλλο συμβαίνει. Κάποιο κόλπο ίσως.» Αναστέναξε, τραβώντας τις κάλτσες που κι αυτές έμοιαζαν να προσπαθούν εσκεμ-μένα να αντισταθούν. Η μία σκίστηκε λίγο, αλλά η Βάρμη την αγνόησε. Σηκώθηκε και φόρεσε γρήγορα το παντελόνι της. Το κούμπωσε, και κούμπωσε και τα κουμπιά του πανωφοριού της στολής της. «Και η Παντοκράτειρα…» Αναστέναξε ξανά. «Αν… Είναι ευαίσθητο θέμα αυτό με τον Ορείχαλκο. Αν κάτι πάει στραβά, κι αν της περάσει απ’το μυαλό ότι εγώ πάλι φταίω…» «Δεν καταλαβαίνω γιατί πάντα κατηγορεί εσένα για την κάθε μαλα-κία που μπορεί να τύχει,» είπε ο Νυράλιος, έχοντας ανακαθίσει πάνω στο κρεβάτι, με το χρυσό δέρμα του να φαίνεται να γυαλίζει αχνά στο φως του αμπαζούρ. «Την άλλη φορά σ’έριξε σ’αυτά τα Κελιά της Α-βύσσου επειδή απλά της είπες ότι ο Ορείχαλκος αποστάτησε! Δεν έ-φταιγες εσύ γι’αυτό, Βάρμη.» «Μόνο για μερικές ώρες μ’άφησε εκεί–» «Είναι αυτή δικαιολογία;» «Δε μπορείς να την κρίνεις έτσι· είναι η Παντοκράτειρα.» Η Βάρμη εί-χε καθίσει πάλι στην καρέκλα και είεί-χε μόλις φορέσει τις μπότες της. Τώρα σηκώθηκε όρθια. Αισθανόταν ένα χέρι μέσα της να προσπαθεί να συνθλίψει τα σωθικά της. Πήρε τη ζώνη της από την κρεμάστρα και την τύλιξε γύρω από τη μέση της. Χτένισε τα κοντά μαύρα μαλλιά της βιαστικά μπροστά στον καθρέφτη και, μετά, έφυγε απ’το διαμέρισμά της χωρίς να ρίξει ούτε ένα τελευταίο βλέμμα στον Νυράλιο. Σκέψεις στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι της. Τι μπορεί να συνέβαι-νε; Τι μπορεί να ήταν; Ποιος μπορεί να παρίστανε τον Ορείχαλκο; Ή-ταν κόλπο των αποστατών; Του Αρχιπροδότη; Πρέπει να ήΉ-ταν. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν. Αποκλείεται ποτέ ο ίδιος ο Ορείχαλκος να ερ-χόταν εδώ· δεν ήταν ηλίθιος. Ένας τέτοιος αποστάτης – πρώην

(13)

σύζυ-γος της Παντοκράτειρας – δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να πατούσε το πόδι του στη Ρελκάμνια! 3. Οι στρατιώτες μπήκαν στο μικρό αεροπλάνο για να το ελέγξουν, ενώ ο Ορείχαλκος, ο πιλότος, και ο μάγος στέκονταν απέξω. «Θα ήθελα να ειδοποιήσετε την Παντοκράτειρα για την άφιξή μου,» είχε πει ο Ορείχαλκος, αλλά οι πάντες τον αγνοούσαν. Ένας άντρας ύψωσε ένα μηχάνημα προς το μέρος του το οποίο έμοιαζε με κάποιου είδους ανιχνευτής. Κοίταξε τις ενδείξεις επάνω στην οθόνη. Στράφηκε σ’έναν αξιωματικό και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Τι ψάχνουν; ανα-ρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Τι φοβούνται πως είμαι; Δημιούργημα, ίσως; Νόμιζε πως Δημιουργήματα ήξερε μόνο να φτιάχνει η Παντοκράτειρα – ή οι άνθρωποί της, τουλάχιστον – και κανένας άλλος στο Γνωστό Σύ-μπαν. Ένας μάγος άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Το ίδιο έκανε κι έ-νας άλλος μάγος, και μια μάγισσα. Τη μια κοιτούσαν τον Ορείχαλκο και τους συντρόφους του, την άλλη το αεροπλάνο. Ένας από τους μάγους μπήκε, μάλιστα, στο σκάφος, αναμφίβολα για να συνεχίσει τον έλεγχο. Υπομονή, είπε ο Ορείχαλκος στον εαυτό του, αναρωτούμενος τι θα του έλεγε το β’ζάιλ του τώρα, αν ήταν ακόμα ζωντανό. Η αυτοκυριαρ-χία ήταν το παν, όπως κάθε συνετός ευγενής της Σάρντλι ήξερε. Οι θεοί ευνοούν εκείνους που είναι άρχοντες του εαυτού τους – οι θεοί της Σάρντλι και κάθε άλλης διάστασης. Κάποια στιγμή, η Βάρμη Ύλντρηχ ανέβηκε στην οροφή όπου στέκο-νταν ο Ορείχαλκος και οι υπόλοιποι. Ήταν ντυμένη με τη στρατιωτική της στολή και τρεις αξιωματικοί ήταν μαζί της. Είχε το χέρι της στο πιστόλι στη ζώνη της, αλλά δεν το είχε τραβήξει. Στάθηκε αντίκρυ στον Ορείχαλκο, ατενίζοντάς τον με καχυποψία. «Μοιάζεις με τον Άρχοντα Ορείχαλκο…» παρατήρησε, «εκτός απ’αυτές τις ουλές στο πρόσωπό σου.» «Μπορεί να μοιάζω σ’αυτόν επειδή είμαι ο ίδιος, Βάρμη,» αποκρίθηκε ο Ορείχαλκος, που τη γνώριζε. Την είχε δει, και της είχε μιλήσει, αρκε-τές φορές ενόσω συναναστρεφόταν την Παντοκράτειρα.

(14)

«Η Σάρντλι επαναστάτησε εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατο-ρίας,» είπε η Βάρμη, σαν αυτό να εξηγούσε το ότι πίστευε πως ο Ορεί-χαλκος αντίκρυ της δεν ήταν αληθινός. «Πράγματι. Επαναστάτησε.» «Και ο Ορείχαλκος, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, ευθύνεται γι’αυτό.» Ήταν ανόητο να του μιλά σαν να νόμιζε ότι ήταν κάποιος άλλος, πα-ρατήρησε ο Ορείχαλκος. «Όχι μόνος του. Συμφώνησαν όλοι οι Οίκοι. Και οι έντεκα.» «Αποκλείεται, λοιπόν, ποτέ ο Ορείχαλκος να ερχόταν εδώ.» «Όμως ήρθε. Και θέλει να μιλήσει με την Παντοκράτειρα.» «Αποκλείεται να είσαι ο Ορείχαλκος! Θα φυλακιστείς αν είσαι ο Ορεί-χαλκος,» του είπε η Βάρμη. «Και μάλλον θα σε εκτελέσουν… στο τέλος, αφού η Μεγαλειοτάτη κάνει ό,τι νομίζει μαζί σου – πράγματα που δεν θα είναι ευχάριστα.» Ο Ορείχαλκος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Θα με αφήσετε να της μιλήσω ή όχι;» Η Βάρμη κοίταξε τους στρατιωτικούς και τους μάγους ολόγυρά της. Κοίταξε τις όψεις τους, προσπαθώντας να διακρίνει ποια ήταν η δική τους γνώμη για όλα τούτα. Της έμοιαζαν το ίδιο σαστισμένοι μ’εκείνη. Εγώ, όμως, θα το πληρώσω αν δεν ανακαλύψουμε τι συμβαίνει εδώ. «Ε-λέγξτε τον,» πρόσταξε. Ένας αξιωματικός την πλησίασε και της ψιθύρισε στ’αφτί: «Τον ε-λέγξαμε. Φαίνεται να είναι άνθρωπος, βιολογικά· και τα μηχανήματα αναγνωρίζουν το πρόσωπό του παρά τις ουλές.» «Ίσως να φορά μάσκα. Μια πολύ, πολύ καλοφτιαγμένη μάσκα. Του κάνατε σωματική έρευνα;» «Όχι ακόμα.» «Τι περιμένετε, τότε; Κάντε του! Και στους άλλους δύο που είναι μαζί του.» Οι στρατιώτες πλησίασαν τον Ορείχαλκο και τους συντρόφους του και τους έψαξαν από πάνω ώς κάτω, πασπατεύοντας επίσης τα πρό-σωπά τους καθώς προσπαθούσαν να δουν μήπως φορούσαν μάσκες.

(15)

«Θα ειδοποιήσετε, επιτέλους, την Παντοκράτειρα;» ρώτησε ο Ορεί-χαλκος. «Ή ακόμα πιστεύετε ότι είμαι κάποιος μεταμφιεσμένος δολο-φόνος;» Ένας αξιωματικός είπε στη Βάρμη: «Η Μεγαλειοτάτη καλό θα ήταν να ειδοποιηθεί…» Η Βάρμη αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. Δίστασε να μιλήσει. Αδύνατον ο Ορείχαλκος να ήρθε έτσι εδώ, σαν να θέλει να αυτοκτονή-σει… Τι να κάνω; Τι να κάνω; «Παρεμπιπτόντως,» είπε ο Ορείχαλκος, «αυτοί οι δύο άνθρωποι» – κοίταξε, εναλλάξ, τον πιλότο και τον μάγο που τον είχαν συνοδέψει ώς τη Ρελκάμνια – «δεν έχουν καμια σχέση με την Επανάσταση. Είναι Σάρντλιοι μισθοφόροι, τους οποίους πλήρωσα απλά και μόνο για να με μεταφέρουν εδώ. Σας ζητώ να τους αφήσετε να φύγουν το συντομό-τερο δυνατό.» Η Βάρμη ρώτησε τους αξιωματικούς: «Βρήκατε όπλα επάνω τους; Ή μέσα στο αεροσκάφος;» «Κάποια πιστόλια και ξιφίδια μόνο, Διοικήτρια. Τίποτα σπουδαίο.» «Εκρηκτικές ύλες;» «Όχι.» «Τίποτε άλλο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο;» «Όχι.» Ο Ορείχαλκος είπε: «Θα έπρεπε να συμβαίνει κάτι το ύποπτο για να έρθω να μιλήσω με τη σύζυγό μου;» «Δεν είναι πια σύζυγός σου, αποστάτη!» μούγκρισε ένας αξιωματι-κός. «Είσαι καταζητούμενος,» του είπε η Βάρμη, σα να μην ήταν γνωστό και πασιφανές. «Πηγαίνετέ με τότε σ’αυτήν που με καταζητεί,» τους προέτρεψε ο Ορείχαλκος. Οι αξιωματικοί κοίταξαν πάλι τη Βάρμη. Εκείνη αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σ’ένα στενό, πολύ στενό δω-μάτιο που οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να έρχονται καταπάνω της.

(16)

4. Κάτι έπαιζε μουσική πάνω απ’το κεφάλι της. Μια έντονη, επίμονη μουσική. Η Αγαρίστη άνοιξε τα βλέφαρά της και είδε τον φτερωτό ημιμηχανι-κό υπηρέτη να πετά πάνω απ’το κρεβάτι, διαγράφοντας κύκλους. «Πάλι εσύ…» μουρμούρισε. Κι άρθρωσε μια λέξη προσταγής. Το ημιμηχανικό πλάσμα προσγειώθηκε πλάι της καθώς εκείνη ανα-σηκωνόταν. Η Παντοκράτειρα ενεργοποίησε τον δίαυλο επάνω του και είπε: «Μάλιστα.» «Καλημέρα, Μεγαλειοτάτη,» ακούστηκε η φωνή της Βάρμης. «Κάτι…» Καθάρισε τον λαιμό της. «Κάποιος ήρθε στο Παντοτινό Ανάκτορο. Έχω την υποψία ότι ίσως να μην είναι αυτός, ίσως να είναι μεταμφιεσμένος με κάποιον τρόπο, μα κανένας μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να–» «Βάρμη. Είσαι μεθυσμένη;» Η Αγαρίστη δεν την άκουγε καθόλου κα-λά. Και δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά απ’αυτά που της έλεγε. «Ο Ορείχαλκος είναι εδώ. Ήρθε από τον Αιθέρα. Ζητά να σε δει.» Η Αγαρίστη αισθάνθηκε να μουδιάζει. Ύστερα, οργή την κυρίεψε. «Θα σε γδάρω ζωντανή, είτε είσαι μεθυσμένη είτε όχι!» «Σου λέω αλήθεια. Κάποιος που μοιάζει με τον Ορείχαλκο είναι εδώ.» «Τι θα πει ‘μοιάζει με τον Ορείχαλκο’;» φώναξε η Παντοκράτειρα. «Είναι ίδιος ο Ορείχαλκος. Ακόμα και τα μηχανικά συστήματα τον α-ναγνωρίζουν – αα-ναγνωρίζουν το πρόσωπό του–» «Τότε, είναι ο Ορείχαλκος, καθυστερημένη! Δεν μοιάζει με τον Ορεί-χαλκο!» Γιατί έχω αυτή τη γυναίκα για διοικήτρια της προσωπικής μου φρουράς; Είμαι ηλίθια; Γιατί τη θεωρώ καν φίλη μου; «Μα, Μεγαλειοτάτη… γιατί; Γιατί ο Ορείχαλκος, ύστερα από… από την προδοσία του, να έρθει εδώ;» «Τι σας είπε;» «Ότι θέλει να σου μιλήσει, αλ–» «Θα μου μιλήσει, τότε. Φέρτε τον στην Παντοκρατορική Αίθουσα.» Η Αγαρίστη είχε ήδη σηκωθεί από το μεγάλο κρεβάτι, και άρχισε να ετοιμάζεται. Δεν άκουσε καν την απάντηση της Βάρμης μέσα από το μεγάφωνο του διαύλου επάνω στο φτερωτό ημιμηχανικό πλάσμα. Καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, αναρωτήθηκε αν αυτή η εμφάνι-ση – χρυσό δέρμα, μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια – ήταν η κατάλληλη

(17)

για να υποδεχτεί τον Ορείχαλκο. Αλλά είναι πραγματικά ο Ορείχαλκος; Αν είναι, γιατί ήρθε; Θέλει να μου ζητήσει συγνώμη; Μετάνιωσε για τις πράξεις του και θέλει να μου ζητήσει συγνώμη; Θα τον συγχωρέσω αν φανεί αληθινά μετανιωμένος και καλός μαζί μου. Η Παντοκράτειρα χαμογέλασε αχνά. Μέσα στον καθρέφτη είδε πίσω της τη μορφή ενός από τους Υπερα-σπιστές της να στέκεται και να την παρατηρεί. «Θα επιθυμούσε κάτι η Αρχόντισσά μας;» ακούστηκε η απόκοσμη φωνή του. «Για την ώρα, τίποτα.» Η Αγαρίστη έπιασε ένα κραγιόν κι άρχισε να βάφεται. 5. Κανένας δεν θα μπορούσε να αμφιβάλλει ότι ο χαρακτηρισμός αχανής ταίριαζε στην Παντοκρατορική Αίθουσα. Ήταν ένα δωμάτιο που α-πλωνόταν ώς εκεί όπου μπορούσε κανείς να δει, προς κάθε κατεύθυν-ση, γεμάτο καμάρες που μπλέκονταν η μία μέσα στην άλλη, ψηλούς κίονες, αγάλματα καμωμένα από ενέργεια και περίεργα υλικά, κρυ-στάλλινες οθόνες όπου περνούσαν φανταχτερές εικόνες κάθε είδους, φυτά από πολλές διαστάσεις, καθρέφτες, και άλλα διακοσμητικά α-ντικείμενα. Παντοκρατορικοί πολεμιστές στέκονταν σε διάφορα ση-μεία, ενώ τα μάτια τηλεοπτικών πομπών παρατηρούσαν από γωνίες που σχημάτιζαν οι καμάρες, ή από αλλού, πιο καλά κρυμμένα. Σ’αυτή την αίθουσα οδήγησαν τον Ορείχαλκο, με τη συνοδία φρου-ρών και μάγων. Και μαζί του ήταν η Βάρμη Ύλντρηχ. Τον πιλότο και τον μάγο που τον είχαν φέρει στη Ρελκάμνια τούς είχαν πάει αλλού, παρά τις διαφωνίες του. Είχαν, όμως, υποσχεθεί να μην τους πειρά-ξουν. Ο Ορείχαλκος πίστευε ότι, για την ώρα – μέχρι τουλάχιστον η Παντοκράτειρα να δώσει άλλη εντολή – έλεγαν αλήθεια. Τον οδήγησαν δίπλα από αγάλματα και κάτω από καμάρες, διασχί-ζοντας τον λαβύρινθο της Παντοκρατορικής Αίθουσας. Ο Ορείχαλκος παρατήρησε ότι μερικά φυτά ήταν από τη διάστασή του, τη Σάρντλι· και τον παρατηρούσαν κι αυτά, γιατί ορισμένα είχαν μάτια, μεγάλα ή μικρά, πολλά ή λίγα.

(18)

Ο Ορείχαλκος προσπαθούσε να διατηρεί το μυαλό του καθαρό, να μη σκέφτεται. Ό,τι ήταν να σκεφτεί το είχε ήδη σκεφτεί. Η περισσότερη σκέψη απλά θα τον έβλαπτε. Αν και γνώριζε ότι πιθανώς πήγαινε προς τα σκότη του Τάρφεοθ, αγνοούσε τα ένστικτά του και βάδιζε σαν να έκανε περίπατο, παρότι περιστοιχισμένος από τόσους λευκοντυμένους πολεμιστές της Παντοκράτειρας. Είχε αφήσει τον φόβο του πίσω, στον Αιθέρα, να πλανιέται ανάμεσα στα νεφελώματα, μέσα στην αργυρογά-λανη απεραντοσύνη, σαν παραστρατημένος άνεμος. Οι ιερείς του Βάσλεοθ, του θεού-προστάτη των ταξιδιωτών της Σάρ-ντλι, έλεγαν ότι ο οδοιπόρος, προκειμένου να διασχίσει μια περιοχή που γεμίζει με τρόμο την ψυχή του, οφείλει να στρέψει το βλέμμα του στη σκιά του και μετά να μην την ξανακοιτάξει ποτέ όσο ταξιδεύει στη συγκεκριμένη περιοχή. Ο φόβος του θα έχει, τότε, μείνει μακριά – μαζί με τη σκιά του. Οι λευκοντυμένοι πολεμιστές οδήγησαν τον Ορείχαλκο αντίκρυ σ’ένα ψηλό μαρμάρινο βάθρο όπου βρισκόταν ένας θρόνος, αρκετά μεγάλος για να μπορούν να καθίσουν δύο άνθρωποι, όχι ένας. Κι έμοιαζε νάναι καμωμένος, συγχρόνως, από ξύλο κι από ενέργεια, ενώ ήταν γεμάτος με περίτεχνα κεντητά μαξιλάρια. Η πλάτη του ορθωνόταν ψηλή σαν κολόνα· έφτανε ώς το ταβάνι της αίθουσας. Δεξιά του στεκόταν ένας από τους Υπερασπιστές· το ίδιο κι αριστερά του: Δύο ψηλές, επιβλητικές μορφές, ντυμένες με πανοπλία από πάνω ώς κάτω. Κατάμαυρες, που όμως έκαναν αργυρές και πορφυρές α-νταύγειες σε τυχαίες στιγμές. Ούτε μίλησαν ούτε κινήθηκαν, καθώς οι φρουροί έφερναν τον Ορείχαλκο μπροστά στον θρόνο. Θύμιζαν αγάλ-ματα – καμωμένα από ενέργεια, ίσως. Ο Ελκράσ’ναρχ… σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. Η Παντοκράτειρα δεν είχε έρθει ακόμα. «Η Μεγαλειοτάτη;» ρώτησε η Βάρμη. «Έρχεται,» είπε η απόκοσμη φωνή ενός από τους Υπερασπιστές, βγαίνοντας μέσα από το κράνος του. Και ο Ορείχαλκος δεν ήταν βέ-βαιος ποιος από τους δύο είχε μιλήσει. Ο αριστερός, ίσως; Ή, μήπως, ο δεξής; Περίμεναν όλοι την Παντοκράτειρα να έρθει. Σιωπηλοί. Ενώ απόμα-κροι θόρυβοι αντηχούσαν μέσα στην πελώρια αίθουσα.

(19)

Ο φόβος χτυπούσε την κλειστή πύλη του Ορείχαλκου. Αλλά εκείνος είχε αφήσει τη σκιά του στον Αιθέρα, κι αποκλείεται η σκιά να είχε τό-σο γρήγορα προλάβει να φτάσει εδώ. Τα βήματα της Παντοκράτειρας ακούστηκαν πολύ προτού η μορφή της φανεί μέσα από τις καμάρες και τη διακόσμηση της αίθουσας. Το δέρμα της ήταν χρυσό, σήμερα, και τα μαλλιά της μαύρα, με τις δύο μπροστινές τούφες δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της. Φορούσε ένα λευ-κό, φαρδύ πουκάμισο με χρυσά κεντήματα, ένα μαύρο δερμάτινο πα-ντελόνι, ψηλές καφετιές μπότες, γυριστές, οι οποίες έφταναν ώς το γόνατο. Το πουκάμισο κρεμόταν έξω από το παντελόνι, και γύρω από τη μέση της Αγαρίστης τυλιγόταν μια ζώνη από χρυσούς κρίκους. Στους ώμους της έπεφτε ένας πορφυρός μανδύας. Το πρόσωπό της ήταν βαμμένο έντονα: πορφυροί κύκλοι γύρω απ’τα μάτια της, γαλανό κραγιόν στα χείλη. Στ’αφτιά της ένα ζευγάρι μικρά σκουλαρίκια στρα-φτάλιζαν. Από τον λαιμό της κρεμόταν ένα πλατινένιο περιδέραιο που το άστρο του φώτιζε, φορτισμένο από κάποιου είδους ενέργεια, κα-θώς έπεφτε ανάμεσα στα στήθη της. Η Παντοκράτειρα ανέβηκε στο μαρμάρινο βάθρο, κοιτάζοντας τον Ορείχαλκο μονάχα με τις άκριες των ματιών της. Έφτασε στον θρόνο και κάθισε. Τα μάτια της, τώρα, τον ατένισαν ευθεία. Τον παρατήρη-σαν προσεχτικά. Τι ουλές είναι αυτές στο πρόσωπό του; σκέφτηκε αυθόρμητα η Αγα-ρίστη, ξαφνιασμένη. Η Βάρμη δεν μου το είπε! Η Βάρμη τώρα μίλησε πριν από κανέναν άλλο: «Αυτός είναι ο άν-θρωπος που ισχυρίζεται πως είναι ο Ορείχαλκος του Οίκου των Ορει-βατών, Μεγαλειοτάτη.» Η φωνή της αντήχησε επίσημη μέσα στην Πα-ντοκρατορική Αίθουσα, καθώς στεκόταν ευθυτενής μερικά βήματα πλάι στον Ορείχαλκο. Κάτω από τη στολή της, όμως, κάτω από το δέρ-μα της, έτρεμε. Ο φόβος της για την Παντοκράτειρα είχε μεγαλώσει, τον τελευταίο καιρό, παρότι η Βάρμη ήταν μια από τις υποτιθέμενες «φίλες» της: μία από τους λίγους ανθρώπους που ήξεραν ότι το αληθι-νό της όνομα ήταν Αγαρίστη. «Είσαι πραγματικά ο Ορείχαλκος;» ρώτησε η Αγαρίστη τον άντρα αντίκρυ της. «Είμαι,» αποκρίθηκε εκείνος.

(20)

«Δεν είναι αλήθεια ότι στράφηκες εναντίον μου;» Η Αγαρίστη νόμιζε ότι τα παρακολουθούσε όλα τούτα έξω από το σώμα της, καθώς μι-λούσε. Δεν ήξερε ακόμα πώς έπρεπε να αισθανθεί. Αν αυτός ο άνθρω-πος δεν ήταν ο Ορείχαλκος… Αλλά αν ήταν ο Ορείχαλκος… Μπερδεμέ-νη. Τόσο μπερδεμέΜπερδεμέ-νη. «Όχι,» είπε εκείνος, «δεν είναι αλήθεια–» «Ψεύδεται, Μεγαλειοτάτη!» πετάχτηκε ένας από τους αξιωματικούς του στρατού της. «Η Σάρντλι έχει αποστατήσει, όπως η Απολλώνια. Είναι βέβαιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία.» Η Παντοκράτειρα απευθύνθηκε στον Ορείχαλκο, πιο επίμονα τώρα: «Δεν αληθεύει ότι η Σάρντλι έχει αποστατήσει εναντίον μου;» «Η Σάρντλι έχει, πράγματι, διακηρύξει την ανεξαρτησία της από τη Συμπαντική Παντοκρατορία, αλλά εγώ δεν είμαι εναντίον σου.» Αι-σθανόταν δελεασμένος να προσθέσει το όνομά της – Αγαρίστη – μα δεν το έκανε· γιατί, σκέφτηκε, πόσοι άλλοι μέσα σε τούτη την αίθουσα το γνώριζαν; Ίσως η Βάρμη μονάχα, και κανένας άλλος. Και η Αγαρί-στη, μάλλον, ήθελε αυτό να παραμείνει έτσι, για την ώρα. Ήθελε να είναι, γι’αυτούς, η Παντοκράτειρα και μόνο. Ο Ορείχαλκος δεν θα το ρίσκαρε να την προσβάλει σ’ένα τέτοιο θέμα. «Τι σημαίνει αυτό;» απαίτησε η Παντοκράτειρα, με το βλέμμα της να έχει αγριέψει. «Αν στράφηκες εναντίον μου, είσαι εναντίον μου!» «Δεν είμαι εναντίον σου,» δήλωσε ο Ορείχαλκος. «Αν ήμουν εναντίον σου, τότε γιατί να βρίσκομαι εδώ;» «Ένα πολύ καλό ερώτημα, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο ίδιος αξιωματικός που είχε μιλήσει και πριν. «Γιατί βρίσκεται εδώ αυτός ο άνθρωπος;» «Σιωπή!» Η φωνή της Παντοκράτειρας αντήχησε μέσα στην αίθου-σα. «Όταν θέλω τη γνώμη κάποιου θα τη ζητήσω!» Το βλέμμα της εξα-κολουθούσε να είναι εστιασμένο στον Ορείχαλκο. «Γιατί ήρθες εδώ;» τον ρώτησε. Τον ήθελε, φυσικά, εδώ. Τον ήθελε κοντά της. Αλλά, αν όντως ο Ορείχαλκος ήταν αποστάτης, γιατί να έχει έρθει; Δεν της φαι-νόταν λογικό. Ήταν, αντιθέτως, τελείως παράλογο! «Για εμένα, η Συμπαντική Παντοκρατορία και εσύ δεν είστε το ίδιο πράγμα,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Ήρθα για να δω εσένα. Για να μιλή-σουμε. Οι δυο μας, αν είναι δυνατόν.»

(21)

Η φωνή του Υπερασπιστή τούς ξάφνιασε όλους: «Αρχόντισσά μου, προσπαθεί να σας κοροϊδέψει.» Η Αγαρίστη στράφηκε να κοιτάξει την ψηλή μορφή στα δεξιά της. «Δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση,» δήλωσε ο Ορείχαλκος. «Εξάλλου, τι μπορώ να κάνω εδώ; Δεν έχω όπλα επάνω μου. Και είμαι μόνος.» Η Αγαρίστη περίμενε κάποιος από τους Υπερασπιστές της να μιλή-σει, αλλά εκείνοι δεν μίλησαν. Έμοιαζαν, όμως, να ατενίζουν τον Ορεί-χαλκο με μεγάλη προσήλωση, σαν να προσπαθούσαν να αποκωδικο-ποιήσουν το μυαλό του. Και δεν το πρόσεξε αυτό μόνο η Παντοκράτειρα, αλλά κι ο ίδιος ο Ορείχαλκος. Θέλεις να με καταλάβεις, Ελκράσ’ναρχ; Θέλεις να καταλά-βεις τον σκοπό μου; Μην περιμένεις ότι θα μπορέσεις να με σταματήσεις προτού της μιλήσω. Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε καθώς η σιγή συνεχιζόταν για μερικές στιγμές. «Πλησίασε,» πρόσταξε τον Ορείχαλκο. «Αρχόντισσά μου,» είπε ο αριστερός Υπερασπιστής, «μπορεί να είναι επικίνδυνος.» Η Αγαρίστη ρώτησε τη Βάρμη: «Έχει όπλα επάνω του;» «Τον ψάξαμε, δεν βρήκαμε τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνη, όσο πιο δι-πλωματικά μπορούσε, φοβούμενη πως, αν κάτι άσχημο τώρα γινόταν, οι πάντες θα έριχναν το φταίξιμο επάνω της. Κι αυτή τη φορά μπορεί να κατέληγε μόνιμα στα Κελιά της Αβύσσου… Η Αγαρίστη στράφηκε στον αριστερό Υπερασπιστή: «Αν μου επιτε-θεί, δεν θα με προστατέψετε;» «Ασφαλώς, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο δεξής Υπερασπιστής. Η Αγαρίστη πρόσταξε τον Ορείχαλκο: «Πλησίασε.» Ο Ορείχαλκος βάδισε προς το βάθρο, αφήνοντας τους φρουρούς πί-σω του. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, αργά, το ένα μετά το άλλο, παρατη-ρώντας με τις άκριες των ματιών του τους Υπερασπιστές δεξιά κι αρι-στερά της Αγαρίστης. Σταμάτησε να βαδίζει όταν βρέθηκε εμπρός της. Η Παντοκράτειρα σηκώθηκε από τον μεγάλο θρόνο. «Δε μπορεί να είσαι κάποιος άλλος…» ψιθύρισε, ατενίζοντας την όψη του. «Εγώ είμαι,» είπε ο Ορείχαλκος. Η Αγαρίστη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τις ουλές στο πρόσωπό του, απαλά. «Πώς έγινε αυτό; Οι αποστάτες το έκαναν; Σε εκβίασαν;»

(22)

«Δε με εκβίασαν. Κι αυτές οι ουλές προκλήθηκαν από ένα Δημιούρ-γημα που είχε αντικαταστήσει τον θείο μου τον Όνυχα.» Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε. «Δημιούργημα; Ποιος ήταν ο θείος σου ο Όνυχας;» «Ένας άντρας με μαύρο δέρμα. Ίσως να τον θυμάσαι. Ήταν εκεί την τελευταία φορά που μας επισκέφτηκες στο Πολύλιθο Μέγαρο.» Η Αγαρίστη προσπάθησε να τον φέρει στη μνήμη της. Νόμιζε ότι τα κατάφερε. Νόμιζε… αν δεν έκανε λάθος. «Ο Όνυχας… Δε μπορεί… Ένα Δημιούργημα δικό μου ποτέ δεν θα σε χτυπούσε, Ορείχαλκε. Κάποιος άλλος το έκανε αυτό! Κάποιος σε κορόιδεψε!» Ο Ορείχαλκος κούνησε το κεφάλι του, αργά. «Κανένας δεν με κορόι-δεψε. Όταν θέλησα να κάνω τη Σάρντλι ανεξάρτητη, το Δημιούργημα μού επιτέθηκε. Θα σου εξηγήσω τα πάντα. Αλλά θα ήθελα να είμαστε μόνοι.» «Μα, γιατί να συμμαχήσεις με τους αποστάτες;» φώναξε η Αγαρίστη. «Γιατί;» «Η διάστασή μου δεν χρειαζόταν πλέον να είναι υπόδουλη. Και ρω-τήθηκαν όλοι οι Οίκοι προτού–» «Μα είσαι σύζυγός μου!» φώναξε η Αγαρίστη. «Είσαι Πρίγκιπας της Συμπαντικής Παντοκρατορίας!» «Θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε μόνοι,» είπε ο Ορείχαλκος. «Υπάρ-χουν πράγματα που θέλω να σου πω τα οποία, ίσως, δεν θα επιθυμού-σες ν’ακούσουν όλοι όσοι βρίσκονται τώρα εδώ.» Η Αγαρίστη σκέφτηκε: Τι πράγματα; Δεν σε καταλαβαίνω! Αν μ’αγαπάς, γιατί στράφηκες εναντίον μου; Κι αν στράφηκες εναντίον μου, γιατί ήρθες εδώ; Δεν είναι δυνατόν! Δεν είναι δυνατόν! «Αρχόντισσά μας,» είπε κάποιος από τους Υπερασπιστές, «προτεί-νουμε να φυλακίσεις τον προδότη, προτού επιχειρήσει κάποιο κόλπο εις βάρος σου.» Η Αγαρίστη κοίταξε μια τον έναν Υπερασπιστή μια τον άλλο. «Μα τι μπορεί να κάνει; Δεν έχει όπλα!» «Το όπλο του είναι η επιρροή που ασκεί επάνω σου.» Η φωνή των Υ-περασπιστών δεν ήταν και πολύ δυνατή· μάλλον αυτοί που βρίσκο-νταν κάτω και πέρα από το βάθρο του θρόνου δεν θα την άκουγαν: ή

(23)

αν την άκουγαν, θα ερχόταν απόμακρα στ’αφτιά τους, και αχνά. «Θα προσπαθήσει να διαστρέψει το μυαλό σου.» Ακριβώς αυτό που έχεις κάνει εσύ πρώτος, Ελκράσ’ναρχ; σκέφτηκε ο Ορείχαλκος. «Μην τους ακούς, Αγαρίστη,» της είπε, σιγανά. «Με ξέρεις. Με γνώρισες στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου. Νομίζεις ότι θα προσπαθούσα να διαστρέψω το μυαλό σου;» «Είναι ένα φίδι που έχει έρθει για να σε δηλητηριάσει, Αρχόντισσά μας! Πρόσταξε να τον εκτελέσουν!» Η φωνή του Ελκράσ’ναρχ έμοιαζε να προσπαθεί να τους τυλίξει και τους δύο σαν κύμα, να τους πνίξει, να τους υποτάξει στη θέλησή του. «Θέλω μόνο να σου μιλήσω, Αγαρίστη,» επέμεινε ο Ορείχαλκος, ατε-νίζοντας το πρόσωπό της και βλέποντας εκεί την εσωτερική πάλη που διεξαγόταν στην ψυχή της. Ο δεσμός που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους στον Πύργο του Ήλιου και του Ανέμου ήταν ισχυρός. Ο Ορείχαλ-κος μπορούσε να τον αισθανθεί σαν μια αλυσίδα που τους κρατούσε τον έναν κοντά στον άλλο. Ακόμα κι εδώ, τόσο μακριά από τη Σάρντλι, οι θεοί της είχαν δύναμη. Το μυαλό του Ορείχαλκου άγγιζε το μυαλό της Αγαρίστης. Ο Ελκράσ’ναρχ προσπαθούσε να σπαθίσει, να κόψει, τη σύνδεση. Αλλά δεν το έβρισκε εύκολο. «Αρκετά!» φώναξε η Παντοκράτειρα, ζαλισμένη, σαστισμένη. Έκανε ένα βήμα πίσω και κάθισε, απότομα, στον θρόνο της. «Πρόσταξε να τον συλλάβουν, Αρχόντισσά μας.» «Με έχεις ήδη συλλάβει,» της είπε ο Ορείχαλκος. «Είμαι ήδη εδώ. Να μιλήσουμε θέλω. Οι δυο μας.» «Θα σε σκοτώσω ο ίδιος, αποστάτη!» γρύλισε η απόκοσμη φωνή του Ελκράσ’ναρχ, γεμίζοντας τ’αφτιά του Ορείχαλκου, το κρανίο του, προ-σπαθώντας να κάνει τη θέλησή του να λυγίσει, προπρο-σπαθώντας να βά-λει το μυαλό του να γονατίσει μπροστά σε μια δαιμονική ισχύ ανείπω-των διαστάσεων. Ο Ορείχαλκος δεν μετακινήθηκε. Είχε αφήσει τη σκιά του κάπου στον Αιθέρα. «Δεν είπα κανένας να τον αγγίξει!» ήχησε ξαφνικά η φωνή της Πα-ντοκράτειρας, και η Αγαρίστη κοίταξε μια τον έναν Υπερασπιστή μια τον άλλο, ξαφνιασμένη από τα λόγια τους.

(24)

«Όπως επιθυμείς, Αρχόντισσά μας…» Η Αγαρίστη είπε, κοιτάζοντας τον Ορείχαλκο, καθώς σηκωνόταν πά-λι από τον θρόνο: «Θα έρθεις μαζί μου, και θα μιλήσουμε.» 6. Τον οδήγησε στα διαμερίσματά της, τα οποία ήταν τόσο μεγάλα όσο ορισμένα ξενοδοχεία. Δωμάτια κι άλλα δωμάτια κι άλλα δωμάτια κι άλλα δωμάτια. Η Παντοκράτειρα σταμάτησε σ’ένα σαλόνι στρωμένο με παχύ χαλί. Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι ζωγραφικούς πίνακες, και πολύφωτα κρέ-μονταν από το ταβάνι. Στράφηκε ν’αντικρίσει τον Ορείχαλκο. «Κάθι-σε,» του είπε, κάνοντας μια ημικυκλική χειρονομία. Ολόγυρά τους υ-πήρχαν καθίσματα. Ο Ορείχαλκος κάθισε σε μια πολυθρόνα. Η Παντοκράτειρα κάθισε στον βραχίονα της πολυθρόνας, ακουμπώ-ντας το σαγόνι της στη γροθιά της και τον αγκώνα της στο γόνατό της. «Λοιπόν;» τον ρώτησε, νιώθοντας παράδοξα ενθουσιασμένη από την όλη κατάσταση. Καθώς έφερνε τον Ορείχαλκο προς τα διαμερίσματά της, είχε σκεφτεί ότι ήταν πραγματικά συναρπαστικό που, παρότι φαινόταν για αποστάτης, είχε έρθει εδώ επιμένοντας να μείνει μόνος μαζί της. Ήταν κάτι που ο Ορείχαλκος θα έκανε, έτσι δεν είναι; Η Αγα-ρίστη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν αυτός, ότι ήταν κάποιος άλλος, μεταμφιεσμένος με κάποιον τρόπο. Τον αναγνώριζε. Και το γε-γονός ότι της έλεγε πως γι’αυτόν η Συμπαντική Παντοκρατορία και εκείνη δεν ήταν το ίδιο πράγμα έκανε να ξυπνήσει εντός της κάτι που η Αγαρίστη δεν ήξερε ότι υπήρχε. Κάποια παράδοξη… μουσική στην ψυ-χή της. «Λοιπόν;» τον ρώτησε πάλι. «Θα μου πεις, τώρα που είμαστε οι δυο μας;» Και μετά, πρόσθεσε ακούσια με το μυαλό της, τι άλλα μπορούμε να κάνουμε; Τι άλλα μπορούμε να κάνουμε; Ο Ορείχαλκος ήταν ο καλύ-τερος εραστής που είχε γνωρίσει· κι αυτό δεν νόμιζε να είχε αλλάξει, είτε είχε στρέψει τη Σάρντλι εναντίον της Παντοκρατορίας είτε όχι. «Δεν είμαστε οι δυο μας, Αγαρίστη.» Εκείνη συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. «Τι εννοείς;»

(25)

Είναι τυφλή; αναρωτήθηκε ο Ορείχαλκος. Και κοίταξε, έντονα, τους Υπερασπιστές γύρω τους. Τέσσερις. Ένας σε κάθε γωνία του δωματί-ου. «Αυτοί τι είναι;» «Εννοείς τους Υπερασπιστές μου; Είναι οι Υπερασπιστές μου, Ορεί-χαλκε! Ό,τι ξέρω το ξέρουν· δεν υπάρχει πρόβλημα.» Κι όμως, αυτοί είναι το μεγαλύτερό σου πρόβλημα. «Δεν θα είναι η πρώτη φορά που μας έχουν αφήσει μόνους,» της είπε, αγγίζοντας το γόνατό της. Η Αγαρίστη μειδίασε. «Διαφέρει ο σκοπός, αγάπη μου…» «Αρχόντισσά μας, προσπαθεί να σε απομονώσει από εμάς.» Πάλι, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος από τους Υπερασπιστές μιλούσε. «Σ’το είπαμε ότι πρόκειται για κάποιο δόλιο κόλπο. Είναι αποστάτης. Δεν είναι πια ο άν-θρωπος που ήξερες.» Η Αγαρίστη ατένιζε το πρόσωπο του Ορείχαλκου. Γιατί, τότε, μου φαίνεται ο ίδιος; Αλλά οι Υπερασπιστές της είχαν δίκιο: δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Όχι ώσπου να βεβαιωθεί γι’αυτόν. «Πες μου,» επέμεινε. «Θεώρησε πως είμαστε μόνοι.» Δεν είμαστε, όμως, σκέφτηκε ο Ορείχαλκος· και ήταν βέβαιος πως τώρα, ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Ελκράσ’ναρχ ποτέ δεν θα τον άφηνε μόνο μαζί της. Το αντιλαμβάνεται ότι θέλω να τη στρέψω εναντίον του. Κά-πως, το αντιλαμβάνεται. «Θέλεις ένα ποτό;» τον ρώτησε η Αγαρίστη, βλέποντάς τον συλλογι-σμένο. Ο Ορείχαλκος κατένευσε. Η Αγαρίστη κατέβηκε απ’τον βραχίονα της πολυθρόνας. «Τι ποτό;» «Ό,τι πιεις κι εσύ.» Η Αγαρίστη πήγε στην κάβα, γέμισε δύο ποτήρια με Αργυρό Νεφέ-λωμα, κι επέστρεψε για να καθίσει στον βραχίονα της πολυθρόνας. Ο Ορείχαλκος πήρε το ένα ποτήρι και ήπιε μια γουλιά από το ελαφρύ ποτό. Δεν είχε καταλάβει, ώς τώρα, πόσο διψούσε. «Θα μου πεις, ή θα πρέπει να σου κάνω βασανιστήρια;» ρώτησε η Παντοκράτειρα μεταξύ αστείου και σοβαρού, και ήπιε κι εκείνη μια γουλιά από το ποτό της. «Θα ήταν καλύτερα αν ήμασταν τελείως μόνοι.» «Αυτό δεν γίνεται. –Πες μου,» επέμεινε.

(26)

Δε φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος… συμπέρανε ο Ορείχαλκος. «Κατ’αρχήν, ήξερες ότι ο θείος μου ο Όνυχας είχε αντικατασταθεί από ένα Δημιούργημα;» Η Αγαρίστη κούνησε το κεφάλι. «Όχι.» «Δεν είναι παράξενο που η Παντοκράτειρα δεν ήξερε κάτι τέτοιο;» «Δε μπορώ να ξέρω τα πάντα, αγάπη μου! Η επικράτειά μου είναι τε-ράστια. Τι είχε κάνει ο θείος σου και τον είχαν αντικαταστήσει;» «Δεν είμαι βέβαιος. Αλλά ήμουν σύζυγός σου, Αγαρίστη· κανονικά δεν θα έπρεπε να ήξερες ότι ένα Δημιούργημα ήταν τόσο κοντά μου;» «Πού θέλεις να καταλήξεις; Γι’αυτό στράφηκες εναντίον μου; Επειδή θεώρησες το Δημιούργημα προσβολή;» «Δεν είμαι εναντίον σου. Ποτέ δεν θα είμαι. Και δεν είναι αυτός ο λό-γος για τον οποίο επαναστάτησα.» «Ποιος είναι, τότε;» «Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος ήρθε και με βρήκε–» «Το ήξερα!» φώναξε η Παντοκράτειρα καθώς πεταγόταν όρθια. «Αυ-τός ξανά! Σου είπε ψέματα, ό,τι κι αν σου είπε!» «Δεν το νομίζω–» «Πιστεύεις αυτόν κι όχι εμένα;» Η Παντοκράτειρα εκτόξευσε το πο-τήρι της προς τον τοίχο, κάνοντάς το να σπάσει επάνω σ’έναν πίνακα, καταστρέφοντάς το κέντρο του. «Ο Ανδρόνικος μού μίλησε για μια… ανακάλυψη που ίσως θα ήθελες να μάθεις κι εσύ,» είπε ο Ορείχαλκος, νηφάλια. «Δεν έχει τίποτα να μου πει αυτός που θα ήθελα να μάθω!» «Αγαρίστη, θα ακούσεις τι έχω, τουλάχιστον, να πω εγώ;» «Σ’έχει επηρεάσει!» «Νομίζεις ότι επηρεάζομαι τόσο εύκολα;» «Δεν ξέρω πόσο εύκολα επηρεάζεσαι, αλλά ο Ανδρόνικος είναι δαιμο-νικός. Ειδικεύεται ακριβώς σε τέτοιες απάτες.» «Δεν ήταν απάτη αυτά που μου είπε, γιατί μου έχεις κι εσύ πει, εν μέ-ρει, τα ίδια.» Η Αγαρίστη συνοφρυώθηκε, μορφάζοντας. «Τι…;» «Κάθισε,» της πρότεινε ο Ορείχαλκος, που ήταν ακόμα καθισμένος. Η Αγαρίστη ήρθε και κάθισε στα γόνατά του, σχεδόν κάνοντας το ποτήρι με το Αργυρό Νεφέλωμα να φύγει από το χέρι του. Το

(27)

πρόσω-πό της τον ατένιζε σοβαρά. Θυμωμένα, ίσως. Αλλά πίσω απρόσω-πό αυτή τη μάσκα ο Ορείχαλκος εξακολουθούσε να μπορεί να νιώσει τον δεσμό τους που είχε δημιουργήσει ο Πύργος του Ήλιου και του Ανέμου. «Όταν ήμασταν στον πύργο,» της είπε, «μου διηγήθηκες μια ιστορία. Τη θυμάσαι; Μια ιστορία για μια κοπέλα που βρήκε ένα μαγικό κου-τί…» Η Αγαρίστη αισθάνθηκε ένα ρίγος να τη διατρέχει. «Τι… τι σχέση…;» «Θυμάσαι λοιπόν.» Η Αγαρίστη ξεροκατάπιε. «Γενικά.» Ο Ορείχαλκος τής έδωσε το ποτό του. Λέει ψέματα, σκέφτηκε. Θυμά-ται πολύ καλά. Αλλά δεν πειράζει. Η Αγαρίστη έπιασε το ποτήρι και ήπιε μια γουλιά. Ο Ορείχαλκος είπε: «Ο Ανδρόνικος μού μίλησε για μια ανακάλυψη που έχει κάνει. Σχετικά με μια οντότητα που ονομάζεται Ελ-κράσ’ναρχ.» Τα μάτια της του μαρτυρούσαν πως το όνομα δεν της έλεγε τίποτα. Με τις άκριες των δικών του ματιών, όμως, νόμιζε πως είδε τις μορ-φές των Υπερασπιστών να αναδεύονται στα άκρα του δωματίου. «Δεν το ανακάλυψε ο ίδιος ο Ανδρόνικος αυτό, βέβαια. Κάποιοι άλλοι το ανακάλυψαν–» «Αποστάτες;» «Θα μπορούσες να τους πεις ‘αποστάτες’, υποθέτω… Ο Ελκράσ’ναρχ, Αγαρίστη, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, είναι μια οντότητα από τον Ενιαίο Κόσμο. Έχεις ακούσει για τον Ενιαίο Κόσμο;» «Ναι. Είναι ένα φιλοσοφικό θέμα.» «Ίσως,» είπε ο Ορείχαλκος. «Ο Ελκράσ’ναρχ, πάντως, δεν μπορεί να υπάρξει στο σύμπαν μας έτσι όπως είναι τώρα διαμορφωμένο. Χρειά-ζεται έναν πλοηγό. Κάποιον από εδώ για να τον… οδηγεί, θα μπορού-σες να πεις.» «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει εγώ να τα μάθω όλ’αυτά.» «Διότι οι Υπερασπιστές σου είναι ο Ελκράσ’ναρχ, Αγαρίστη, κι εσύ είσαι η πλοηγός τους.» «Τι ανοησίες είναι αυτές, Αρχόντισσά μας;» αντήχησε η απόκοσμη φωνή των Υπερασπιστών μέσα στο δωμάτιο. «Σ’το είπαμε ότι θα προ-σπαθήσει να σου παίξει κάποιο παιχνίδι!»

References

Related documents

Probabilistic Routing Protocol using History of Encounters and Transitivity (PRoPHET) [7] is a well-known Context-based routing protocol based on the history of encounters.

A review of some of the core literature on the human rights/conflict resolution relationship (presented in full in Annex A), indicates that over the years the debate went

This study found that female migrants in Myanmar report better health outcomes compared to non-migrant women in regards to family planning and maternal health.. Myanmar is

To answer the final research question, is there a correlation between the amount of praise staff members receive from their administrator/district office and their

Based on the participants characteristics, the drivers are exposed to different scenarios and asked to choose one of the presented four modes of transport (Normal car,

The on-the-fly detection of confluent τ -transitions in Ltss can be done by encoding the problem as the local resolution of an alternation-free Boolean Equation System (Bes) [1,

Omnipresence is employed by deploying personnel during the times where maximum visual and communicated (pseudo-visual, radio media, etc.) presence is expected, whereby creates

With regards to general activities for procedural measures, to promote more efficient approaches for improving security and risk management processes, any initiatives or