• No results found

William_Gibson Νευρομάντης

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "William_Gibson Νευρομάντης"

Copied!
292
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)

ΒΡΑΒΕΙΑ

lιΙΕΒυLΑ,

ΗυGο,ΦΙΛΙπ

θτΙΚ

(2)
(3)

WILLIAM GIBSON

(4)

Τίτλος πρωτοτύπου NEUROMANCER

Copyright © 1984 by William Gibson All rights reserved

Translation Copyright © 1989 by Aquarius Publishing Co. Cover art by Stanislaw Fernandes

Προσαρμογή εξώφυλου A.D. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βι-βλίου αυτού, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό μέσο χωρίς την άδεια του εκδότη. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ AQUARIUS ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ευάγγελος Γεώργας & Σια Ο.Ε. ISBN 960-7002-50-4 Βελβενδού 2, Αθήνα 113 63 Βαλτετσίου 39, Αθήνα 106 81 - Τηλ.: 36.42.354 - Fax: 88.26.060 AQUARIUS PUBLISHING COMPANY

2, Velvendou Street, Athens 113 63 39, Valtetsiou Street, Athens 106 81

Tel: 32.42.354 - Fax: 88.26.060 Printed in Greece

(5)

WILLIAM GIBSON

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ

(6)
(7)

Για την Ντεμπ

που με βοήθησε πολύ, με αγάπη

(8)

οι ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΜΟΥ

στον Μπριούς Στέρλινγκ, στον Λιούι Σάινερ, στον Τζον Σέρ-λι, Helden. Και στον Τομ Μάντοξ, τον εττινοητή του «πά-γου» (ICE). Και στους άλλους, που ξέρουν το γιατί.

(9)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

(10)
(11)

ο ουρανός πάνω από το λιμάνι θύμιζε τηλεόραση συντο-νισμένη σε κανάλι χωρίς εκπομπή. Καθώς άνοιγε δρόμο σπρώχνοντας ανάμεσα στο πλήθος που συνωστιζόταν στην πόρτα του "Τσατ", ο Κέις άκουσε κάποιον να λέει: «Όχι πως χτυπάω ναρκωτικά, μα κάποια σκόνη χρειάζεται το κορμί μου». Τόσο η προφορά όσο και το χιούμορ θύμιζαν την Παροικία. Το «Τσατσούμπο» ήταν μπαρ για επαγγελματίες εξορίστους. Θα μπορούσες να πί-νεις μια βδομάδα εκεί μέσα και να μην ακούσεις μήτε λέξη στα γιαπωνέζικα. Ο Ρατζ διαφέντευε το μπαρ με το τεχνητό του μπράτσο να πηγαινοέρχεται ρυθμικά, καθώς γέμιζε ποτήρια με βαρε-λίσια μπίρα. Χαμογέλασε βλέποντας τον Κέις. Τα δόντια του ήταν ένα σύμπλεγμα από ατσάλι Ανατολικής Ευρώπης και σαπίλα. Ο Κέις βρήκε μια θέση μπροστά στο μπαρ, ανάμε-σα σε μια αφύσικα μαυρισμένη πόρνη που δούλευε για τον Λόνι Ζον και σ' έναν ψηλό Αφρικανό με ναυτική στολή και πρόσωπο σημαδεμένο με τις παραδοσιακές ουλές της φυ-λής του. «Ο Γουέιτζ πέρασε από δω νωρίτερα με δυο μπράβους», είπε ο Ρατζ σερβίροντάς του μια μπίρα με το καλό του χέρι. «Ίσως να σε ήθελε για καμιά δουλειά». Ο Κέις σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Το κορίτσι δίπλα του χαχάνισε και τον σκούντησε με νόημα. Το χαμόγελο του μπάρμαν έγινε πλατύτερο. Η ασχήμια 11

(12)

WILLIAM GIBSON του ήταν κάτι το απίστευτο. Σε μια εποχή που η ομορφιά ήταν προσιτή σε όλους, εκείνος έδειχνε να την αρνείται προ-κλητικά. Το παμπάλαιο μηχανικό μπράτσο περιστράφηκε για να πιάσει άλλο ένα ποτήρι. Ήταν ένας ρωσικός στρατιω-τικός μηχανισμός, με υδραυλική αμφίδρομη κίνηση για επτά διαφορετικές λειτουργίες, καλυμμένος μ' ένα φύλλο από φθαρμένο ροζ πλαστικό. «Είσαι πολύ καλλιτέχνης, Χερ Κέις», είπε ο Ρατζ μ' ένα βραχνό γέλιο κι έξυσε την κοιλιά του με το μηχανικό χέρι. «Είσαι ο καλλιτέχνης της συμφωνίας του χιού-μορ». «Βέβαια», είπε ο Κέις πίνοντας την μπίρα του. «Κάποιος πρέπει να κάνει τον παλιάτσο εδώ γύρω, κι εσύ, γαμώτο, δεν τα καταφέρνεις». Το χαχάνισμα της πόρνης ανέβηκε μια οκτάβα. «Άκου δω, αδερφούλα, μήτε το δικό σου χιούμορ μου πολυγουστάρει. Λοιπόν στρίβε, εντάξει; Ο Ζον είναι κολλητός μου». Τον κοίταξε κατάματα κι έφτυσε χωρίς θόρυβο στο πάτω-μα αλλά έφυγε. «Χριστέ μου», είπε ο Κέις, «το μαγοζί σου έχει γίνει αυλή των θαυμάτων ούτε ένα ποτό δεν μπορεί κανείς να πιει». «Χα», είπε ο Ρατζ σκουπίζοντας τον ξύλινο πάγκο μ' ένα πανί, ο Ζον μου δίνει ποσοστά, ενώ εσένα ο' αφήνω να δου-λεύεις τσάμπα, έτσι, για το θέαμα». Καθώς ο Κέις σήκωνε το ποτήρι του, ξαφνικά έπεσε σιωπή. Ήταν μια από κείνες τις παράξενες στιγμές όπου μύριες δια-φορετικές συζητήσεις μοιάζουν να σταματούν ταυτόχρονα. Μετά, αντήχησε ξανά το υστερικό χάχανο της πόρνης. «Πέρασε ένας άγγελος», γρύλισε ο Ρατζ. «Οι Κινέζοι», μουρμούρισε ένας μεθυσμένος Αυστραλός. «Οι Κινέζοι ανακάλυψαν τη νευρική επανασύνδεση. Αν ήταν να κάνω νευροχειρουργική επέμβαση, θα πήγαινα τρέχοντας στην Κίνα. Αυτοί κάνουν καλή δουλειά, φίλε...» «Αυτό», είπε ο Κέις κοιτάζοντας το ποτήρι του καθώς όλη η κατασταλαγμένη πίκρα φούντωνε μέσα του, «είναι μεγάλη μαλακία». Οι Γιαπωνέζοι βρίσκονταν δεκαετίες μπροστά από τους Κινέζους στη νευροχειρουργική. Οι παράνομες κλινικές της Σίμπα ήταν οι καλύτερες. Κάθε μήνα τελειοποιούσαν και 12

(13)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ μια νέα τεχνική. Οατόσο, δεν είχαν καταφέρει να του διορ-θώσουν τη ζημιά που είχε πάθει ο' εκείνο το ξενοδοχείο του Μέμφις. Είχε ένα χρόνο εδώ κι ακόμα ονειρευόταν το ηλεκτροού-μπαν, ενώ οι ελπίδες του έσβηναν μέρα με τη μέρα. Έπαιρνε παραισθησιογόνα και περιπλανιόταν με τις ώρες στην Πόλη της Νύχτας, κι όμως στον ύπνο του έβλεπε ακόμη τη μή-τρα, φωτεινά πλέγματα άυλης πληροφορίας που ξεδιπλώ-νονταν στο άχρωμο κενό... Τώρα, η πατρίδα του, η Παροι-κία, βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, κι εκείνος δεν ήταν πια τεχνοχειριστής, καουμπόι του ηλεκτροσύμπα-ντος, αλλά ένας απλός λαθρέμπορος που προσπαθούσε να επιβιώσει. Αλλά τα όνειρα συνέχιζαν να τον βασανίζουν μέ-σα στη γιαπωνέζικη νύχτα μέ-σαν κατάρες κάποιας μαύρης μαγείας, κι εκείνος έκλαιγε και παρακάλαγε στον ύπνο του - και ξυπνούσε μόνος σε μια κάψουλα ύπνου σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο με τα δάχτυλα μπηγμένα βαθιά μέσα στο στρώμα από αφρολέξ, ψάχνοντας την κονσόλα που δεν ή-ταν εκεί. «Είδα το κορίτσι σου χτες βράδυ», είπε ο Ρατζ, ενώ έδινε στον Κέις τη δεύτερη μπίρα του. «Δεν έχω κορίτσι», είπε ο άλλος και κατέβασε μια γουλιά. «Τη Λίντα Αη». Ο Κέις κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχεις κορίτσι; Δεν έχεις τίποτε; Μόνο τη δουλειά σου, φίλε καλλιτέχνη; Αφιερωμένος στο εμπόριο;» Τα μικρά μαύ-ρα μάτια του μπάρμαν ήταν χωμένα βαθιά στις κόγχες τους. «Σε προτιμούσα όταν ήσουν μαζί της. Γελούσες πε-ρισσότερο. Τώρα, κάποιο βράδυ θα το ρίξεις πολύ στην τέ-χνη και θα καταλήξεις στην κλινική, στον τομέα των ανταλ-λακτικών». «Σταμάτα, Ρατζ, μου ματώνεις την καρδιά». Τέλειωσε την μπίρα του, πλήρωσε κι έφυγε σκυφτός με το λερωμένο χακί αδιάβροχο να κρέμεται άχαρα από τους ώ-μους του. Περπατούσε σαν χαμένος ανάμεσα στο πλήθος, έχοντας στα ρουθούνια του την ξινή μυρουδιά του δικού του ιδρώτα. 13

(14)

WILLIAM GIBSON Ο Κέις ήταν είκοσι τεσσάρων ετών. Στα είκοσι δύο του ήταν ήδη κάουμποί, ένας από τους καλύτερους κλέφτες της Παροικίας. Είχε εκπαιδευτεί από τους καλύτερους δασκά-λους,τον Μακκόυ Πόλεϊ και τον Μπόμπι Κουίν, πραγματι-κούς θρύλους στο επάγγελμα. Δούλευε σε συνεχή υπερδιέ-γερση, υποπροϊόν της νιότης και της τέλειας γνώσης, συνδε-δεμένος σε μια κονσόλα του ηλεκτροσύμπαντος, που εκτό-ξευε την άυλη συνείδησή του στην τεχνητή παραίσθηση της μήτρας. Ένας κλέφτης, που δούλευε για άλλους, πλουσιό-τερους κλέφτες. Οι εργοδότες του τον εφοδίαζαν με τα απα-ραίτητα προγράμματα για να διαπερνάει τους κωδικούς των πολυεθνικών συνεταιριστικών συστημάτων και να βάζει χέρι σε πλούσια αποθέματα πληροφοριών. Είχε κάνει το κλασικό λάθος, αυτό που είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ: είχε κλέψει τους εργοδότες του. Κράτησε κάτι για τον εαυτό του και προσπάθησε να το πλασάρει στη μαύ-ρη αγορά στο Άμστερνταμ. Ακόμη δεν ήξερε πώς τον είχαν ανακαλύψει, αν και δεν είχε πια σημασία. Νόμισε πως θα τον σκότωναν, αλλά εκείνοι, απλώς, χαμογέλασαν. Φυσικά, είπαν, μπορούσε να κρατήσει τα χρήματα. Και θα τα είχε ανάγκη. Γιατί, συνέχισαν χαμογελώντας πάντα, θα φρόντι-ζαν να μην μπορεί να ξαναδουλέψει ποτέ στη ζωή του. Κατέστρεψαν το νευρικό του σύστημα με μια ρωσική μυ-κοτοξίνη απ' τον καιρό του πολέμου. Πέρασε τριάντα ώρες μέσα σε παραισθήσεις, δεμένος σ' ένα κρεβάτι κάποιου ξενοδοχείου στο Μέμφις, ενώ το «ταλέ-ντο» του καιγόταν χιλιοστό με χιλιοστό, Η καταστροφή γινόταν με λεπτά και τέλεια αποτελεσματι-κά μέσα ακρίβειας. Πα τον Κέις, που ζούσε αποκλειστικά για τη νοητική έκ-σταση του ηλεκτροσύμπαντος, αυτό ισοδυναμούσε με τελι-κή πτώση. Στα μπαρ όπου σύχναζε, ως έμπειρος χειριστής, κυριαρχούσε μια ελιτίστικη περιφρόνηση της σάρκας. Το σώμα ήταν απλώς κρέας. Ο Κέις βρέθηκε φυλακισμένος στην ίδια του τη σάρκα. Όλη η περιουσία του μετατράπηκε γρήγορα σε νέα γιεν, ένα πάκο παλιά χαρτονομίσματα από το συνάλλαγμα που ανακυκλωνόταν στο κλειστό κύκλωμα της παγκόσμιας μαύ-14

(15)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ ρης αγοράς, σαν τα κοχύλια των νησιών του Ειρηνικού. Στην Παροικία ήταν δύσκολο να κάνεις αλισβερίσι με ρευ-στό νόμισμα. Στην Ιαπωνία είχε ήδη απαγορευτεί τελείως. Ήταν σίγουρος πως εκεί, στην Ιαπωνία, θα 'βρίσκε για-τρειά. Στη Σίμπα. Είτε σε κάποια νόμιμη κλινική είτε στο σκοτεινό κόσμο της παράνομης ιατρικής. Η ονομασία της Σίμπα ήταν συνώνυμη με εμφυτεύσεις, νευρολογικές επα-νασυνδέσεις, μικροβιονικά συστήματα, και η πόλη τραβού-σε σαν μαγνήτης τις τεχνικο-εγκληματικές υποκουλτούρες της Παροικίας. Στη Σίμπα, μέσα σε δυο μήνες, ξόδεψε όλα του τα νέα γιεν σε εξετάσεις και γνωματεύσεις. Οι γιατροί των «μαύρων» κλινικών, η τελευταία του ελπίδα, είχαν θαυμάσει την τελει-ότητα της καταστροφής που είχε υποστεί, κουνώντας μ' απογοήτευση το κεφάλι τους. Τώρα κοιμόταν στα φτηνότερα κρεβάτια, κοντά στο λι-μάνι, κάτω από τους σωλήνες κρυστάλλων αλογόνου που φώτιζαν ολονυχτίς τις αποβάθρες. Εκεί, η αντανάκλαση του γκρίζου ουρανού έκρυβε τα φώτα του Τόκιο, ακόμη και το πανύψηλο ολογραφικό σήμα της Fuji Electric Company. Η παραλία του Τόκιο ήταν μια έρημη έκταση όπου οι γλά-ροι πετούσαν πάνω από σωρούς άχρηστου φελιζόλ. Πίσω από το λιμάνι ήταν η πόλη, ένα σύμπλεγμα από θόλους εργοστασίων και γυάλινους πύργους που στέγαζαν τα γρα-φεία των πολυεθνικών. Το λιμάνι και η πόλη χωρίζονταν από μια στενή λωρίδα με παλιά κτίρια, μια περιοχή χωρίς επίσημη ονομασία. Η Πόλη της Νύχτας, και στο κέντρο της η συνοικία του Νίνσεϊ. Την ημέρα, τα μπαρ του Νίνσεί ήταν κλειστά και έρημα, οι λάμπες νέον σβηστές και τα ολογρα-φήματα ακίνητα, σε αναμονή κάτω από το δηλητηριώδη γκρίζο ουρανό. Ο Κέις κατάπιε το πρώτο χαπάκι της βραδιάς μ' ένα δι-πλό εσπρέσο, σ' ένα καφενείο δυο τετράγωνα μακριά από το «Τσατ». Ήταν ένα επίπεδο οκτάγωνο χάπι που περιείχε ισχυρή δόση βραζιλιανικής αμφεταμίνης και που το είχε α-γοράσει από μια πόρνη του Ζον. Το καφενείο λεγόταν «Ζαρ ντε Τε» και ήταν καλυμμένο με καθρέφτες καδραρισμένους με κόκκινο νέον. 15

(16)

WILLIAM GIBSON Στην αρχή, όταν βρέθηκε μόνος στη Σίμπα, με ελάχιστα λεφτά και ακόμα λιγότερες ελπίδες να θεραπευτεί, είχε πέ-σει με τα μούτρα να μαζεύει χρηματικά ποσά, με μια ψυ-χραιμία πρωτόγνωρη γΓ αυτόν. Τον πρώτο μήνα σκότωσε δυο άντρες και μια γυναίκα για ποσά που πριν από ένα χρόνο θα του φαίνονταν γελοία. Το Νίνσεϊ τον έφθειρε σιγά σιγά, ώσπου οι δρόμοι έφτασαν να μοιάζουν με ένα χώρο καταστροφής δικής του επινόησης, λες και κουβαλούσε μέ-σα του κάποιο μυστικό δηλητήριο χωρίς να το ξέρει. Η Πόλη της Νύχτας έμοιαζε με εκτροχιασμένο πείραμα κοινωνικού δαρβινισμού, με?ιετημένο από κάποιον βαριε-στημένο ερευνητή που πατούσε αδιάκοπα το πλήκτρο της γρήγορης κίνησης. Αν σταματούσες να κινείσαι, βούλιαζες χωρίς να αφήσεις ίχνη· αν όμως το παράκανες, κινδύνευες να σπάσεις την ευ-αίσθητη «επιφάνεια» της μαύρης αγοράς. Έτσι κι αλλιώς ήσουν χαμένος και το μόνο που θα απόμενε από σένα ήταν μια θολή ανάμνηση στο μυαλό κάποιου χαμένου σαν τον Ρατζ. Ωστόσο, η καρδιά, τα πνευμόνια ή τα νεφρά σου μπορεί να επιζούσαν στο κορμί κάποιου άλλου, που είχε αρκετά νέα γιεν για να πληρώσει τις τράπεζες οργάνων. Οι μπίζνες, εδώ, ήταν μια ατέλειωτη βαβούρα και ρ θάνα-τος μια αποδεκτή τιμωρία για την τεμπελιά, την απροσεξία, τη στενομυαλιά, την αδυναμία να υπακούσεις στις προστα-γές ενός άγραφου νόμου. Μονάχος ο' ένα τραπέζι του «Ζαρ ντε Τε» ο Κέις ένιωσε την επίδραση του χαπιού καθώς σταγόνες ιδρώτα μούσκε-ψαν τις παλάμες των χεριών του και κάθε τρίχα στα μαλλιά και στο σώμα του απέχτησε ξαφνικά ζωή. Ήξερε πως, κά-ποια στιγμή, είχε αρχίσει ένα παιχνίδι με τον εαυτό του, το πανάρχαιο παιχνίδι, το χωρίς ονομασία, το μοναχικό και τελεσίδικο. Δεν κρατούσε πια όπλο και δεν έπαιρνε ούτε τις βασικές προφυλάξεις. Έκλεινε τις πιο σύντομες και τις πιο αβέβαιες δουλειές στην αγορά κι είχε αποχτήσει τη φήμη πως μπο-ρούσε να κάνει οτιδήποτε του ζητούσαν. Ένα κομμάτι του εαυτού του, ήξερε πως η φλόγα της αυτοκαταστροφής του ήταν φανερή στα μάτια των πελατών, που γίνονταν όλο και λιγότεροι και επαναπαυόταν στην ιδέα πως τώρα πια ήταν ζήτημα χρόνου. Και γΓ αυτό ακριβώς μισούσε τη Λίντα Λη. 16

(17)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ Την είχε βρει, μια βροχερή νύχτα, σε μια αίθουσα παιχνι-διών. Ανάμεσα σε φωτεινές φιγούρες που έλαμπαν μέσα στη γαλάζια ομίχλη των τσιγάρων, στα ολογραφήματα του Μαγεμένου Κάστρου, των τανκ στον πόλεμο της Ευρώπης, της αερομαχίας στη Νέα Υόρκη... Έτσι τη θυμόταν και τώ-ρα, με το πρόσωπο λουσμένο στο αεικίνητο φως των λέι-ζερ: τα μάγουλά της να λάμπουν στο πορφυρό φως καθώς το Μαγεμένο Κάστρο καιγόταν, το μέτωπο φωτισμένο γα-λάζιο όταν το Μόναχο έπεφτε κάτω από τα τανκ και στο στόμα της χρυσαφιές λάμψεις καθώς ένα αερόπλοιο τίναζε καυτές σπίθες στην πρόσοψη κάποιου ουρανοξύστη. Εκεί-νο το βράδυ είχε τα κέφια του. Ένα κιλό κεταμίνη του Γου-έιτζ βρισκόταν στο δρόμο για τη Γιοκοχάμα κι εκείνος είχε κιόλας το χρήμα στην τσέπη. Είχε μπει γιά να προστατευτεί από τη χλιαρή βροχή που άχνιζε στα πεζοδρόμια του Νίν-σεϊ και το βλέμμα του έπεσε αμέσως πάνω της, κι ας ήταν απλώς ένα άτομο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα, απορροφημέ-νο απ' το παιχνίδι που έπαιζε. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση που την ξαναείδε ώρες αργότερα, όταν εκείνη κοι-μόταν στο λιμάνι. Το πάνω χείλι της θύμιζε πουλί σε παιδι-κή ζωγραφιά. Διέσχισε την αίθουσα και στάθηκε δίπλα της χαρούμενος για την επιτυχία της δουλειάς του. Εκείνη σήκωσε το κεφά-λι. Γκρίζα μάτια, βαμμένα με μαύρο μολύβι, μάτια ενός α-γριμιού παγιδευμένου στη δέσμη των προβολέων περαστι-κού αυτοκινήτου. Έμειναν μαζί ως το πρωί. Πήγαν στο Φέρι, αγόρασαν ει-σιτήρια και έκανε το πρώτο του ταξίδι στην άλλη πλευρά του κόλπου. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει και οι στγόνες της έλαμπαν σαν μαργαριτάρια πάνω στα άσπρα α-διάβροχα των παιδιών του Τόκιο, που συνωστίζονταν μπροστά στις βιτρίνες των περίφημων μαγαζιών του Χαρα-τζούκου. Εκείνη στεκόταν δίπλα του και τον κρατούσε από το χέρι, σαν παιδί. Χρειάστηκε ένας μήνας για να γίνουν εκείνα τα λαμπερά μάτια δυο μαύρα πηγάδια, όπου μέσα τους καθρεφτιζόταν η αχόρταγη δίψα για ναρκωτικά. Είδε την προσωπικότητά της να κομματιάζεται, να λειώνει σαν παγόβουνο και να α-λυσοδένεται με τα δεσμά της εξάρτησης. Την είδε να αναζη-17

(18)

WILLIAM GIBSON τάει τη δόση της με μια αυτοσυγκέντρωση που του θύμιζε τους προσευχόμενους μάντεις που πουλούσαν στα μαγαζιά στη Σίγκα, δίπλα σε γαλάζιους μεταλλαγμένους κυπρίνους και τριζόνια σε κλουβιά από μπαμπού. Το βλέμμα του έπεσε στα κατακάθια του άδειου φλιτζα-νιού. Το ναρκωτικό στον οργανισμό του τον έκανε να νομί-ζει πως γυαλίζουν. Η μαύρη επιφάνεια του τραπεζιού ήταν σημαδεμένη με χιλιάδες μικρά γδαρσίματα. Με την αμφετα-μίνη να κυλάει στο αίμα του, ζωντάνεψε στο μυαλό του τα αμέτρητα τυχαία χτυπήματα που χρειάζονται για να κατα-ντήσει έτσι μια επιφάνεια. Το καφενείο ήταν διακοσμημένο με ένα παλιομοδίτικο απρόσωπο στιλ του περασμένου αιώ-να. Ήταν ένα συνονθύλευμα γιαπωνέζικου παραδοσιακού και μιλανέζικου πλαστικού. Καθετί εκεί μέσα έμοιαζε καλυμ-μένο από ένα αχνό πέπλο, λες και η κακή διάθεση ενός εκα-τομμυρίου πελατών να είχε μουντώσει τους καθρέφτες και το άλλοτε γυαλιστερό πλαστικό, αφήνοντας πάνω στις επι-φάνειες μια ανεξίτηλη θαμπάδα. «Ε! Κέις, παλιόφιλε...» Σήκωσε το κεφάλι και συνάντησε τα γκρίζα μάτια με τις μαύρες μολυβιές. Φορούσε μια ξεθωριασμένης ολόσωμη φόρμα και καινούργια άσπρα πέδιλα. «Σ' έψαχνα, ρε φίλε». Κάθησε απέναντί του και ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι. Τα μανίκια της φόρμας της ήταν κομμένα από τους ώμους. Άθελά του έψαξε με τα μάτια τα μπράτσα της για σημάδια από βελόνες ή στικ. «Θέλεις τσιγάρο;» Έβγαλε ένα τσαλακωμένο πακέτο Γιεχεγούγιαν από την τσέπη της και του προσέφερε ένα τσιγάρο. Το πήρε, κι εκεί-νη του το άναψε μ' έναν κόκκινο αναπτήρα. «Κοιμάσαι κα-λά, Κέις; Φαίνεσαι κουρασμένος». Η προφορά της ήταν από τη νότια Παροικία, κοντά στην Ατλάντα. Το δέρμα κάτω α-πό τα μάτια της ήταν χλομό και αρρωστημένο, αλλά το πρόσωπό της ήταν ακόμη νεανικό. Ήταν είκοσι ετών. Γύρω από το στόμα της άρχιζαν να σχηματίζονται λεπτές ρυτί-δες. Είχε τα μαύρα της μαλλιά τραβηγμένα πίσω και δεμένα με μια πολύχρωμη μεταξωτή κορδέλα. Τα σχέδια έμοιαζαν με τυπωμένο μικροκύκλωμα ή με χάρτη κάποιας πόλης. «Όταν θυμάμαι να πάρω τα χάπια μου, κοιμάμαι», είπε καθώς μέσα του φούντωναν ο πόθος και η μοναξιά πολλα-18

(19)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ πλασιασμένα από την αμφεταμίνη. Θυμόταν τη μυρουδιά της στο αποπνικτικό σκοτάδι κάποιας «κάψουλας», κοντά στο λιμάνι, ΐΙ|τε που περνούσαν ολόκληρες νύχτες σφιχτα-γκαλιασμένοι. Η σάρκα, σκέφτηκε, και οι απαιτήσεις της. Η Λίντα μισόκλεισε τα μάτια και είπε: «Ο Γουέιτζ θέλει να σε δει νεκρό με μια τρύπα στο μέτωπο». «Ποιος σου το είπε; Ο Ρατζ; Μίλησες με τον Ρατζ;» «Όχι. Η Μόνα. Ο νέος φίλος της είναι ένας από τους μπράβους του Γουέιτζ». «Δεν του χρωστάω πολλά. Έτσι κι αλλιώς, αν με σκοτώ-σει δεν θα πάρει πίσω τα λεφτά του», είπε σηκώνοντας τους ώμους. «Πολύς κόσμος του χρωστάει λεφτά, Κέις. Ίσως να θέλει να δώσει ένα παράδειγμα σε όλους. Καλύτερα να προσέ-χεις». «Εντάξει. Εσύ τι γίνεσαι, Λίντα; Βρήκες κάποιο μέρος να κοιμάσαι;» «Να κοιμάμαι». Κούνησε το κεφάλι της. «Ναι, βέβαια». Α-νατρίχιασε κι έσκυψε πάνω από το τραπέζι. Το πρόσωπό της ήταν ιδρωμένο. «Να, πάρε», είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλα-κωμένο πενηντάρικο. Το δίπλωσε μηχανικά στα τέσσερα και της το 'δωσε κάτω από το τραπέζι. «Όχι, μωρό μου, το χρειάζεσαι, δώσε το καλύτερα στον Γουέιτζ». Προσπάθησε να διαβάσει τα γκρίζα της μάτια, αλ-λά μέσα τους ξεχώρισε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. «Αυτά που χρωστάω στον Γουέιτζ είναι πολύ περισσότε-ρα. Πάρ' το. Έχω κι άλλα», της είπε ψέματα, καθώς τα νέα γιεν εξαφανίζονταν σε μια τσέπη με φερμουάρ. «Πάρε τα λεφτά σου και πήγαινε γρήγορα να βρεις τον Γουέιτζ, Κέις». «Θα σε ξαναδώ, Λίντα», είπε και σηκώθηκε. «Βέβαια», απάντησε εκείνη κοιτάζοντας το ταβάνι. «Να προσέχεις, φίλε». Κούνησε το κεφάλι του, ανυπομονώντας να φύγει. Καθώς η πλαστική πόρτα έκλεινε πίσω του, κοίταξε και είδε τα μάτια της να καθρεφτίζονται ο' ένα πλαίσιο από κόκκινο νέον. 19

(20)

WILLIAM GIBSON Παρασκευή βράδυ, στο Νίνσεϊ. Πέρασε μπροστά από μερικούς πλανώδιους πωλητές, από αίθουσες μασάζ, από ένα γαλλικό καφε^ίο που λεγό-ταν Beautiful Girl και από το ηλεκτρονικό κομφούζιο μιας αίθουσας παιχνιδιών. Παραμέρισε για να κάνει τόπο ο' ένα μαυροντυμένο τύπο που είχε χαραγμένο στο δεξί του χέρι με τατουάζ το σήμα της Mitsubishi Genentech. Να ήταν άραγε αυθεντικό; σκέφτηκε. Αν ναι, τότε πάει γυρεύοντας για μπελάδες. Αν όχι, καλά να πάθει. Οι υπάλ-ληλοι της M-G από ένα βαθμό και πάνω είχαν εμφυτευμένα μικροκυκλώματα που έλεγχαν τα μεταλλαξιγόνα επίπεδα στο αίμα. Αν κυκλοφορούσες στη Πόλη της Νύχτας με τέ-τοιο θησαυρό πάνω σου, θα κατέληγες στην τράπεζα ορ-γάνων κάποιας "μαύρης κλινικής". Ο άνδρας ήταν Γιαπωνέζος αλλά το πλήθος που γέμιζε τους δρόμους του Νίνσεϊ ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι. Πα-ρέες ναυτικών από το λιμάνι, μοναχικοί τουρίστες που ζη-τούσαν διασκεδάσεις που δεν αναφέρονταν στους τουριστι-κούς οδηγούς, μάγκες από την Έκταση που έκαναν επίδει-ξη των ηλεκτρονικών μοσχευμάτων τους και καμιά δεκαριά διαφορετικά είδη λαθρεμπόρων. Όλοι αυτοί συνωστίζο-νταν στους δρόμους σ' ένα αφάνταστο μπαλέτο λαχτάρας και εμπορικών συναλλαγών. Υπήρχαν αμέτρητες θεωρίες που προσπαθούσαν να εξη-γήσουν γιατί η πόλη της Σίμπα ανεχόταν την ύπαρξη του Νίνσεϊ, αλλά ο Κέις είχε καταλήξει να πιστεύει πως οι Για-κούζα δπατηρούσαν το μέρος σαν ένα είδος ιστορικού πάρ-κου που τους θύμιζε την ταπεινή καταγωγή τους. Μια άλλη λογική θεωρία ήταν πως η τεχνολογική έκρηξη χρειαζόταν παράνομες ζώνες, πως η Πόλη της Νύχτας δεν διατηρού-νταν για χάρη των κατοίκων της αλλά ως μια αφύλαχτη περιοχή πειραματισμού για χάρη της ίδιας της τεχνολογίας. Να είχε άραγε δίκιο η Αίντα; σκέφτηκε κοιτώντας τα φώ-τα του δρόμου. Ήφώ-ταν δυνατό να τον σκότωνε ο Γουέιτζ μό-νο και μόμό-νο για παραδειγματισμό; Δεν του φαινόταν και πο-λύ λογικό, αλλά, πάλι, ο Γουέιτζ δούλευε κυρίως με απαγο-ρευμένα βιολογικά παρασκευάσματα και όλοι έλεγαν πως έπρεπε να είσαι τρελός για να κάνεις κάτι τέτοιο. Η Αίντα, όμως, είχε πει πως ο Γουέιτζ ήθελε να τον σκο-τώσει. Η διαίσθησή του και η πείρα του απ' την πιάτσα του 20

(21)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ έλεγαν πως ούτε ο πωλητής ούτε ο αγοραστής τον είχαν ανάγκη. Η δουλειά ενός μεσάζοντα κάνει τους άλλους να τον θεωρούν σαν ένα αναγκαίο κακό. Η αβέβαιη θέση που είχε κατακτήσει ο Κέις μέσα στο εγκληματικό συνάφι της Πόλης της Νύχτας στηριζόταν σε ψέματα και πρόσκαιρες προδοσίες. Τώρα, καθώς την ένιωθε να καταρρέει, είχε αρ-χίσει να τον κυριεύει μια παράλογη ευφορία. Την προηγούμενη βδομάδα είχε αργοπορήσει τη μεταβί-βαση ενός συνθετικού αδενικού παρασκευάσματος και είχε κρατήσει μεγαλύτερο ποσοστό από το συνηθισμένο. Αυτό είχε δυσαρεστήσει τον Γουέιτζ, και το ήξερε. Ο Γουέιτζ ήταν χοντρέμπορος, ένας από τους λίγους μετανάστες που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν δεσμούς με το σκληρό υπόκο-σμο που λειτουργούσε έξω από τα όρια της Πόλης της Νύ-χτας. Γενετικό υλικό και ορμόνες έφταναν στο Νίνσεϊ ακο-λουθώντας μια πολύπλοκη διαδρομή γεμάτη «βιτρίνες» και παραπλανήσεις. Μια φορά μονάχα, ο Γουέιτζ είχε καταφέ-ρει με κάποιο τρόπο να ανακαλύψει την προέλευση ενός εμπορεύματος και τώρα διέθετε σταθερές διασυνδέσεις σε μια ντουζίνα πόλεις. Ο Κέις στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλούσε σουβενίρ για τους ναυτικούς. Ρολόγια, σουγιά-δες, αναπτήρες, βίντεο τσέπης, συσκευές υπνοϋποβολής, αλυσίδες και σούρικεν. Τα σούρικεν τον μάγευαν από τα μικράτα του* ατσάλινα αστέρια με μύτες κοφτερές σαν του μαχαιριού. Άλλα ήταν ασημιά, άλλα μαύρα και άλλα περα-σμένα με ένα υλικό που ιρίδιζε σαν λάδι πάνω στο νερό! Περισσότερο απ' όλα του άρεσαν εκείνα που ήταν καλυμμέ-να με νίκελ. Ήταν καρφιτσωμέκαλυμμέ-να πάνω σε κόκκινο βελούδο στο κέντρο τους είχαν εικόνες δράκων ή το σύμβολο του Γινγκ-Γιανγκ. Αντανακλούσαν τα φώτα του δρόμου μ' έναν περίεργο τρόπο και του φάνηκε πως αυτά ήταν τ' αστέρια της μοίρα του, γραμμένης ο' ένα Γαλαξία από φτηνό νίκελ. «Είναι καιρός να πάω να δω τον Τζούλι», μουρμούρισε, «αυτός θα ξέρει». Ο Τζούλιους Ντην ήταν εκατόν τριάντα πέντε ετών. Είχε επιβραδύνει το μεταβολισμό του με τη βοήθεια ορών και ορμονών που του στοίχιζαν κάθε βδομάδα μια μικρή πε-21

(22)

WILLIAM GIBSON ριουσία. To κύριο όπλο του για την καταπολέμηση του γή-ρατος ήταν ένα ετήσιο προσκήνυμα στο Τόκιο, όπου οι γε-νετικοί χειρουργοί ξαναρύθμιζαν το γενετικό του κώδικα, μια διαδικασία που δεν γινόταν στη Σίμπα. Κατόπιν, πήγαι-νε στο Χονγκ-Κονγκ και αγόραζε καινούργια κοστούμια και πουκάμισα για όλη τη χρονιά. Ήταν δίχως σεξουαλικό φύ-λο, υπεράνθρωπα υπομονετικός και η κύρια ευχαρίστησή του φαινόταν να είναι η αδυναμία του στα παλιά ρούχα. Ο Κέις δεν τον είχε δει ποτέ να φοράει το ίδιο κοστούμι δυο φορές, παρ' όλο που η γκαρνταρόμπα του είχε αποκλειστι-κά λεπτομερείς απομιμήσεις ενδυμασιών του περασμένου αιώνα. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα κομμένα γυαλιά με λεπτό χρυσό σκελετό και φακούς από ροζ συνθετικό κρύσταλλο. Τα γραφεία του βρίσκονταν σε μια αποθήκη πίσω από το Νίνσεί και ήταν διακοσμημένα, εδώ και χρόνια, με άσχετα μεταξύ τους ευρωπαϊκά έπιπλα που έδιναν την εντύπωση πως είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει το χώρο για κατοικία. Ένας τοίχος της αίθουσας αναμονής ήταν καλυμμένος με σκονισμένες βιβλιοθήκες νεο-αζτεκικού ρυθμού. Ένα ζευγά-ρι σφαιζευγά-ρικές λάμπες στηρίζονταν αδέξια σ' ένα χαμηλό τρα-πεζάκι σε στιλ Καντίνσκι από κόκκινο λακέ μέταλλο. Ανάμε-σα στις βιβλιοθήκες κρεμόταν ένα ρολόι του τοίχου σε στιλ Νταλί με το παραμορφωμένο καντράν του να γέρνει προς το τσιμεντένιο δάπεδο. Οι δείκτες ήταν ολογραφικές εικόνες που άλλαζαν μορφή ώστε, καθώς γύριζαν, να ακολουθούν την ανώμαλη επιφάνεια* δεν έδειχνε όμως ποτέ τη σωστή ώρα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από πλαστικά δοχεία που ανάδιναν μια μυρωδιά κίτρου και συντηρητικού. «Φαίνεσαι καθαρός, αγόρι», ακούστηκε η φωνή του Ντην. «Έλα μέσα». Οι μαγνητικές κλειδαριές της βαριάς πόρτας, κατασκευα-σμένης από απομίμηση ξύλου, άνοιξαν αυτόματα. Επάνω της υπήρχε η επιγραφή «ΤΖΟΥΑΙΟΥΣ ΝΤΗΝ, Ε1ΣΑΓΩΓΕΣ-ΕΞΑΓΟΓΕΣ», με πλαστικά αυτοκόλλητα γράμματα. Ενώ τα έπιπλα στην αίθουσα αναμονής θύμιζαν τα τέλη του περα-σμένου αιώνα, το ίδιο το γραφείο έμοιαζε σαν να είχε κατα-σκευαστεί εντελώς στην αρχή του. Ο Ντην, με το αρυτίδωτο ροδαλό πρόσωπο, κοίταξε τον Κέις δίπλα στο φως μιας παμπάλαιας μπρούντζινης λά-μπας με τετράγωνο αμπαζούρ από θαμπό πράσινο γυαλί. 22

(23)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ Ο εισαγωγέας ήταν οχυρωμένος πίσω από ένα τεράστιο με-ταλλικό γραφείο. Στα πλάγια υπήρχαν δυο ψηλά έπιπλα από άσπρο ξύλο, με συρτάρια σαν αυτά που χρησιμοποι-ούσαν παλιά για να κρατούν αρχεία. Το γραφείο ήταν γεμά-το με παλιές κασέτες, ρολά κιτρινισμένου μηχανογραφικού χαρτιού και διάφορα εξαρτήματα κάποιας παλιάς μηχανο-κίνητης γραφομηχανής που ο Ντην προσπαθούσε εδώ και χρόνια να συναρμολογήσει. «Πώς από δω, μικρέ;» ρώτησε ο Ντην, ενώ του προσέφε-ρε μια καραμέλα τυλιγμένη σε μπλε χαρτί. «Δοκίμασε. Είναι Τινγκ Τινγκ Τζέιν οι καλύτερες». Ο Κέις αρνήθηκε, κάθησε σε μια περιστρεφόμενη πολυθρόνα που βρισκόταν μπρο-στά στο γραφείο και έτριψε τις παλάμες του στο φθαρμένο μαύρο τζιν του. «Τζούλι, άκουσα πως ο Γουέιτζ θέλει να με σκοτώσει». «Μπα, σοβαρά; Και πού το άκουσες, αν επιτρέπεται;» «Φήμες». «Και ποιος σου τις μετέφερε αυτές τις φήμες;», είπε ο Ντην πιπιλώντας μια καραμέλα. «Κάποιος φίλος;» Ο Κέις κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις ποιος είναι φίλος και ποιος δεν είναι. Έτσι;» «Η αλήθεια είναι πως του χρωστάω κάτι χρήματα, Ντην. Μήπως σου είπε τίποτε;» «Δεν τον έχω δει τελευταία. Φυσικά, και να ήξερα κάτι, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δεν είναι σίγουρο πως θα σου το έλεγα· ελπίζω να με καταλαβαίνεις». «Ποια πράγματα;» «Ο Γουέιτζ είναι σημαντικός συνεργάτης για μένα». «Μάλιστα. Αλλά πες μου, θέλει να με σκοτώσει;» «Απ' ό,τι ξέρω, όχι», είπε ο Ντην λες και συζητούσε την τιμή ενός κίτρου. «Αν, τελικά, η φήμη είναι αβάσιμη, έλα σε καμιά βδομάδα να σου δώσω μια δουλίτσα από τη Σιγκα-πούρη».

«Αες για το Nan Hai Hotel στη Bencoolen Street;»

«Ο κόσμος δεν ξέρει να κρατάει κλειστό το στόμα του, μικρέ», χαμογέλασε ο Ντην.

«Θα τα ξαναπούμε, Τζούλι. Θα πω χαιρετίσματα στον Γουέιτζ».

(24)

WILLIAM GIBSON Ο Ντην έφερε το χέρι του στον κόμπο της άσττρης μετα-ξωτής γραβάτας του. Ένα τετράγωνο πιο πέρα από το γραφείο του Ντην, ένιω-σε ξαφνικά εκείνο το περίεργο συναίσθημα. Μια έκτη αί-σθηση του έλεγε πως κάποιος τον παρακολουθούσε. Ο Κέις θεωρούσε απαραίτητη, για την επιβίωσή ίου, την καλλιέργεια μιας ελεγχόμενης παράνοιας. Το κόλπο ήταν να μην την αφήσεις να ξεφύγει από τον έλεγχό σου. Αυτό όμως είναι δύσκολο όταν βρίσκεσαι κάτω από την επήρεια της αμφεταμίνης. Προσπάθησε να υπερνικήσει το κύμα α-δρεναλίνης που τον πλημμύρισε και να πάρει βαριεστημένο ύφος, αφήνοντας το πλήθος να τον παρασύρει. Μόλις είδε μια σκοτεινή βιτρίνα, σταμάτησε και έκανε πως την κοίταζε. Ήταν ένα κατάστημα χειρουργικών, κλειστό λόγω ανακαί-νισης. Με τα χέρια στις τσέπες κοίταζε έναν επίπεδο ρόμβο επεξεργασμένου δέρματος, απλωμένο πάνω σ' ένα βάθρο από τεχνητό νεφρίτη. Το χρώμα του δέρματος θύμιζε την επιδερμίδα των πορνών του Ζον. Επάνω του ήταν φυτεμέ-νος ένας ψηφιακός δείκτης ρολογιού, συνδεδεμέφυτεμέ-νος με υπο-δόριο μικροκύκλωμα. Γιατί να μπερδεύεσαι με εγχειρήσεις, σκέφτηκε αφού μπορείς να έχεις ένα ρολόι στην τσέπη σου; Χωρίς να κουνήσει το κεφάλι, σήκωσε τα μάτια και παρα-τήρησε το πλήθος που καθρεφτιζόταν στο σκοτεινό τζάμι. Εκεί. Πίσω από κάτι ναύτες με κοντομάνικα χακί πουκάμισα. Μαύρα μαλλιά, γυαλιά με καθρέφτες, σκούρα ρούχα, λε-πτός... Προτού προλάβει να συνεχίσει, ο άγνωστος είχε εξαφανι-στεί. Την επόμενη στιγμή, ο Κέις έτρεχε, σκυφτός, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στους περαστικούς. «Μου νοικιάζεις ένα όπλο, Τσιν;» Το αγόρι χαμογέλασε. «Δυο ώρες». Βρίσκονταν στο πίσω μέρος ενός μικρού μαγαζιού που πούλαγε «σούσι» στο Σί-γκα. Ο χώρος μύριζε έντονα ψάρι. «Εσύ έρθεις ξανά, δυο ώρες». 24

(25)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ «Τώρα το θέλω, ρε φίλε. Έχεις τίποτε για τώρα;» Ο Τσιν έψαξε πίσω από μερικά άδεια βαρέλια που κάποτε ήταν γεμάτα από ραδίκια σε σκόνη. Έβγαλε ένα λεπτό πα-κέτο τυλιγμένο σε γκρίζο πλαστικό. «Σπαθί. Μια ώρα, είκο-σι νέα γιεν. Τριάντα για εγγύηση». «Σκατά. Δεν θέλω τέτοιο πράγμα. Χρειάζομαι ένα όπλο. Ας πούμε πως θέλω να πυροβολήσω κάποιον, κατάλαβες;» Ο νεαρός σήκωσε τους ώμους και ξανάβαλε το ξίφος πί-σω από τα βαρέλια. «Δυο ώρες». Μπήκε στο μαγαζί χωρίς καν να κοιτάξει τα σούρικεν. Δεν είχε πετάξει ποτέ του τέτοιο πράγμα. Αγόρασε δυο πακέτα τσιγάρα με μια μαγνητική κάρτα της Mitsubishi Bank στο όνομα Τσαρλς Ντέρεκ Μέι. Ήταν καλύτερη από το διαβατήριο που είχε καταφέρει να φτιάξει στο όνομα Τρούμαν Σταρ. Η Γιαπωνέζα που καθόταν πίσω από το τερματικό έμοια-ζε λίγο μεγαλύτερη από τον Ντην και χωρίς τη βοήθεια της επιστήμης. Έβγαλε ένα λεπτό ρολό νέα γιεν από την τσέπη του και της τα έδειξε. «Θέλω να αγοράσω ένα όπλο». Εκείνη έδειξε ένα κασόνι γεμάτο μαχαίρια. «Όχι», είπε. «Δεν μου αρέσουν τα μαχαίρια». Έβγαλε ένα μακρόστενο κουτί κάτω από τον πάγκο. Το καπάκι ήταν από ξύλο και είχε ζωγραφισμένη μια κόμπρα σε κίτρινο φόντο. Μέσα υπήρχαν οκτώ όμοιοι κύλινδροι τυ-λιγμένοι σε χαρτί. Την παρακολούθησε καθώς ξεδίπλωνε έ-ναν από δαύτους. Σήκωσε το αντικείμενο και του το έδειξε. Ήταν ένας χαλύβδινος κύλινδρος με ένα δερμάτινο λουρί στη μια άκρη και μια μικρή μπρούντζινη πυραμίδα στην άλ-λη. Έσφιξε με το ένα χέρι τον κύλινδρο και με το άλλο τρά-βηξε την πυραμίδα. Τρία λαδωμένα ελατήρια πετάχτηκαν έξω. «Κόμπρα» είπε. Πέρα από το φωτεινό πανδαιμόνιο του Νίνσεί, ο ουρανός είχε το ίδιο εκείνο γκρίζο χρώμα. Ο άνεμος είχε δυναμώσει, ήταν παγωμένος και οι μισοί από τους πεζούς φορούσαν μάσκες για τη μόλυνση. Ο Κέις σπατάλησε δέκα λεπτά μέσα ο' ένα ουρητήριο 25

(26)

WILLIAM GIBSON προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να κρύψει την κό-μπρα του. Τελικά, αποφάσισε να τυλίξει το λουρί γύρω από τη ζώνη του τζιν του και να βάλει τον κύλινδρο μέσα από το μπουφάν, μπροστά στο στομάχι του. Είχε την αίσθηση πως σε κάθε βήμα, το όπλο κινδύνευε να πέσει, αλλά ένιωθε κα-λύτερα τώρα που το είχε. Το «Τσατ» δεν ήταν πραγματικό μπαρ για λαθρεμπόρους, αλλά μέσα στη βδομάδα τραβούσε αρκετούς από δαύτους. Τα Σαββατοκύριακα ήταν κάτι διαφορετικό. Το μέρος γέμιζε από ναυτικούς και όλους όσους τους απομυζούσαν. Μπαίνοντας, ο Κέις έψαξε με τα μάτια για τον Ρατζ αλλά ο μπάρμαν έλειπε. Ο Λόνι Ζον, ο μόνιμος νταβατζής του μαγαζιού, παρακολουθούσε με πατρικό ύφος μια από τις κοπέλες του που πλησίαζε ένα νεαρό ναύτη. Ο Ζον έπαιρνε συνήθως ένα υπνωτικό μείγμα που οι Γιαπωνέζοι ονόμαζαν Χορευτή της Ομίχλης. Ο Κέις συνάντησε το βλέμμα του ά-ντρα και του έγνεψε να έρθει στο μπαρ. Ο Ζον πλησίασε περνώντας ανάμεσα από το πλήθος αργά, με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο. «Μήπως είδες τον Γουέιτζ απόψε, Λόνι;» Ο Ζον τον κοίταξε με το συνηθισμένο ήρεμο ύφος του και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Σίγουρα, φίλε;» «Ίσως στο Νάμπαν. Ίσως, πριν από δυο ώρες». «Είχε κάτι μπράβους μαζί του; Ο ένας, μελαχρινός με μαύρο μπουφάν;» «Όχι», είπε τελικά ο Ζον σμίγοντας τα φρύδια για να δεί-ξει πόση προσπάθεια έβαζε για να θυμηθεί όλες αυτές τις άχρηστες λεπτομέρειες. «Μεγαλόσωμοι, μπρατσάδες». Οι κόρες των ματιών του Ζον ήταν διεσταλμένες και τεράστιες. Κοίταξε τον Κέις στα μάτια για αρκετή ώρα και, μετά, χαμή-λωσε το βλέμμα. Είδε το εξόγκωμα του μεταλλικού σωλήνα. «Κόμπρα», είπε σηκώνοντας το ένα φρύδι, «θέλεις να γα-μήσεις κανέναν;» «θα τα πούμε, Λόνι», έκανε ο Κέις κι έφυγε. Τον παρακολουθούσαν ξανά. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Ένιωσε ένα κύμα έξαρσης καθώς η αδρεναλίνη ανακατευό-ταν με τις αμφεταμίνες στο αίμα του. Είμαι τρελός, σκέφτη-κε* το διασκεδάζω. Ήταν παράξενο, μα αυτό που συνέβαινε έμοιαζε με μια 26

(27)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ κούρσα στη μήτρα/Επρεπε να χαραμίσει εδώ τη ζωή του και να μπλέξει σε τούτη την παράλογη φασαρία για να δει τον Νίνσεϊ σαν μια τράπεζα πληροφοριών, σαν ένα αντί-γραφο της μήτρας που του έλειπε τόσο. Τώρα θα μπορού-σε να ξεχυθεί μπορού-σε μια ξέφρενη κούρσα με σκαμπανεβάσματα και αποκλίσεις, τελείως απορροφημένος, αφήνοντας γύρω του να συνεχίζεται ο ξέφρενος χορός των μπίζνες, η αλλη-λεπίδραση των πληροφοριών, στη μάζα της μαύρης αγο-ράς. Εμπρός, Κέις, είπε στον εαυτό του. Πήδα τους. Είναι το τελευταίο πράγμα που περιμένουν. Βρισκόταν μισό τετρά-γωνο μακριά από την αίθουσα παιχνιδιών όπου είχε γνωρί-σει τη Λίντα Λη. Τινάχτηκε σαν σφαίρα, σπρώχνοντας μια παρέα περαστι-κούς ναυτιπεραστι-κούς. Ένας απ' αυτούς φώναξε κάτι στα ισπανι-κά. Πέρασε απ' την πόρτα και βρέθηκε καταμεσής στο παν-δαιμόνιο της αίθουσας. Το στομάχι του παλλόταν από ή-χους χαμηλής συχνότητας. Εκείνη τη στιγμή κάποιος πέτυ-χε μια βολή των δέκα μεγατόνων στον Πόλεμο των Τανκ και η αίθουσα τραντάχτηκε από τον ήχο της έκρηξης καθώς ένα σκοτεινό ολογραφικό μανιτάρι υψωνόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Έστριψε δεξιά και ανέβηκε μια εξωτερική ξύ-λινη σκάλα. Είχε έρθει εδώ μια φορά με τον Γουέιτζ για να συζητήσουν για μια δουλειά με απαγορευμένα ορμονικά α-ναβολικά, μ' έναν τύπο που τον έλεγαν Ματσούγκα. Θυμό-ταν το διάδρομο: στένευε στην άκρη και οδηγούσε σε μια σειρά από μικρά γραφεία. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή. Μια Γιαπωνέζα με μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι καθόταν πίσω από ένα άσπρο τερματικό. Πίσω της υπήρχε ένα μεγάλο τουριστικό πόστερ της Ελλάδας.Καλλιγραφικά ιδεογράμμα-τα ήιδεογράμμα-ταν σπαρμένα πάνω στο γαλάζιο του Αιγαίου. «Φώναξε αμέσως τους άνδρες της ασφάλειας», της είπε ο Κέις. Κατόπιν συνέχισε να τρέχει στο διάδρομο. Οι δυο τελευ-ταίες πόρτες ήταν κλειστές και κλειδωμένες. Στριφογύρισε και έριξε μια καλοζυγισμένη κλοτσιά στην πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Ήταν από φτηνό υλικό και ξεκόλλησε τε-λείως από το σάπιο πλαίσιο. Σκοτάδι, και στο βάθος η ά-σπρη φιγούρα ενός τερματικού. Μετά έπιασε με τα δυο του χέρια το διαφανές πόμολο της 27

(28)

WILLIAM GIBSON δεξιάς πόρτας κι έσττρωξε με όλη του τη δύναμη. Κάτι έσπασε και κείνος βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο. Εδώ ήταν που είχε συναντήσει τον Ματσούγκα, αλλά η εταιρία-φάντασμα που στεγαζόταν εδώ είχε εξαφανιστεί από καιρό. Ούτε τερματι-κό, ούτε τίποτε. Από το παράθυρο έμπαινε λιγοστό φως και ο Κέις κατάφερε να διακρίνει μια κουλούρα από οπτικές ίνες που προεξείχε από έναν τοίχο, μια στοίβα παλιές κονσέρβες και το χωρίς πτερύγια κουφάρι ενός ηλεκτρικού ανεμιστήρα. Το παράθυρο ήταν ένα απαλό φύλλο από φτηνό πλαστι-κό. Έβγαλε το μπουφάν του, το τύλιξε στη γροθιά του και χτύπησε. Το παράθυρο έσπασε, και με άλλα δυο χτυπήματα είχε βγει τελείως από το πλαίσιό του. Ένας συναγερμός άρχι-σε να χτυπάει και ο ήχος του σκέπαάρχι-σε για μια στιγμή το θόρυβο της αίθουσας παιχνιδιών. Είχε μπει σε λειτουργία είτε από το σπάσιμο του παράθυρου είτε από την κοπέλα του διπλανού γραφείου. Ο Κέις γύρισε, φόρεσε το μπουφάν του και ξεδίπλωσε την κόμπρα. Είχε κλείσει την πόρτα και έλπιζε πως ο διώκτης του θα νόμιζε ότι βγήκε από την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, που τώρα κρεμόταν μισοσπασμένη στους μεντεσέδες της, Η μπρούντζινη πυραμίδα της κόμπρας άρχισε να χοροπηδάει στην άκρη του ελατηρίου. Δεν έγινε τίποτε. Ακουγόταν μόνο η σειρήνα του συναγερ-μού, ο θόρυβος των παιχνιδιών και οι χτύποι της καρδιάς του. Όταν ένιωθε το φόβο, ήταν σαν να 'ξανάβρισκε έναν παλιό φίλο. Δεν ήταν ο ψυχρός, γρήγορος μηχανισμός της παράνοιας των ναρκωτικών, αλλά ένας απλός ζωώδης φό-βος. Ζούσε συνέχεια για τόσο πολύ καιρό στα όρια του άγ-χους, που είχε σχεδόν ξεχάσει τι σήμαινε αληθινός φόβος. Το δωμάτιο ήταν ένα από κείνα τα μέρη όπου πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ίσως να πέθαινε κι εκείνος. Ίσως να είχαν πυρο-βόλα... Από το βάθος του διαδρόμου ακούστηκε κάτι να σπάει. Ύστερα, ένας άντρας φώναξε κάτι στα Γιαπωνέζικα. Μια κραυγή τρόμου. Κι άλλο σπάσιμο. Βήματα πλησίαζαν βιαστικά. Προσπέρασαν την κλειστή πόρτα. Σταμάτησαν για λίγο και γύρισαν πίσω. Ένα, δύο, τρία. Κάτι σκληρό χτύπησε πάνω στον τοίχο. 28

(29)

ΝΕΥΡΟΜΑΝΤΗΣ Η ψυχραιμία του πήγε ξαφνικά κατά διαβόλου κι έτρεξε στο παράθυρο κλείνοντας την κόμπρα. Ο τρόμος τον τύ-φλωνε και τα νεύρα του πήγαιναν να σπάσουν. Ανέβηκε, βγήκε και πήδηξε προτού συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έκα-νε. Η επαφή με το έδαφος έστειλε ένα κύμα πόνου στα πό-δια του. Μια λεπτή αχτίδα φωτός από ένα μισάνοιχτο παράθυρο στο ισόγειο φώτιζε αμυδρά μια μάζα από πεταμένες οπτι-κές ίνες και το σασί μιας σπασμένης κονσόλας. Είχε πέσει με τα μούτρα επάνω σ' ένα μουσκεμένο κόντρα πλακέ. Κύλησε γρήγορα στη σκιά της κονσόλας. Το παράθυρο από όπου είχε βγει φωτιζόταν αμυδρά από κάπου στο βάθος. Στο ση-μείο που βρισκόταν, η σειρήνα του συναγερμού ακουγόταν ακόμη δυνατότερα γιατί ο τοίχος μείωνε το θόθυβο των παιχνιδιών. * Στο πλαίσιο του παραθύρου εμφανίστηκε ένα κεφάλι και μετά χάθηκε. Ξαναφάνηκε σε λίγο αλλά ο Κέις δεν μπορού-σε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά. Είδε μόνο μια ασημιά λάμψη στο ύψος των ματιών και άκουσε μια γυναικεία φω-νή να λέει «σκατά» με την προφορά της Βόρειας Παροικίας. Ύστερα, το κεφάλι χάθηκε. Ο Κέις έμεινε κάτω από την κονσόλα γύρω στα είκοσι δευτερόλεπτα. Μετά, σηκώθηκε όρθιος. Στο χέρι του κρατορσε ακόμη την κόμπρα. Την κοί-ταξε για λίγο σαν να μην ήξερε τι ήταν και ύστερα ξεμάκρυ-νε κουτσαίνοντας καθώς έτριβε τον ποξεμάκρυ-νεμένο αριστερό του αστράγαλο. Το πιστόλι που του νοίκιασε ο Τσιν ήταν μια βιετναμική απομίμηση νοτιοαμερικανικής αντιγραφής του Walter ΡΡΚ με επαναληπτικό επικρουστήρα και πολύ σκληρή σκανδά-λη. Το διαμέτρημά του ήταν για βλήματα των 0,22 και ο Τσιν του είχε δώσει μαζί ένα κουτί με σφαίρες κινεζικής κατα-σκευής. Ο Κέις θα προτιμούσε να είχε μερικά εκρηκτικά τρο-χιοδεικτικά βλήματα αντί για κοινές σφαίρες, αλλά τουλάχι-στον τώρα είχε ένα πυροβόλο και εννέα γεμιστήρες. Η λαβή ήταν από κόκκινο πλαστικό μ' έναν ανάγλυφο δράκο στην κάθε πλευρά. Ο Κέις το έριξε στην τσέπη του τζάκετ του και ξεκίνησε για τη Σίγκα. Στο δρόμο πέταξε την κόμπρα & ένα σκουπιδοτενεκέ και κατάπιε άλλο ένα οκτάγωνο χάπι. 29

References

Related documents

In this study, we investigated the role of different O and K antigens in mediating resistance to serum and whole blood, and colonization of the urinary tract, using a novel set of

socioeconomic background and cognitive development. Here we go again: A dynamic systems perspective on emotional rigidity across parent–adolescent conflicts.

4 – 8 Furthermore, Atiyeh 9 created a temporary arteriovenous J-loop fistula from patent popliteal artery to the greater saphenous vein at the ankle level using contralateral

a.  The  Division  Chief  assigned  to  Program  Management  of  the  Firefighter  Certification  programs  will  be  responsible  for  ensuring  the  quality 

As Mapple praises Jonah for his repentance and humble obedience, so Ishmael, through his relationship with Queequeg, comes to a new mindset and understanding as to what true

In applying the International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights (United Nations Office of the High Commissioner for Human Rights, 1995), General Comment 6 (GC6)

In situations where a conflict is between a staff person and the Executive Director, the board may need to get involved either to mediate or arbitrate7. Boards are

The activities that are being organized for World Young Doctors’ Day will not only highlight the positive aspects of the internet and social media for medicine, but will