• No results found

Ο γιός-Jo Nesbo

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Ο γιός-Jo Nesbo"

Copied!
944
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)
(3)
(4)

Ψηφιακή έκδοση Φεβρουάριος 2015

ίτλος πρωτοτύπου Jo Nesbø, Sønnen, Η. Αschehoug & Co. (W. Nygaard), Oslo Φιλολογική επιμέλεια Κατερίνα Λελούδη Σχεδιασμός εξωφύλλου Βάσω Αβραμοπούλου/Α4 Art Design © 2014, Jo Nesbø © 2014, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-618-03-0112-0

(5)

Κατόπιν συμφωνίας με το Salomonsson Agency. Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποια​δήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562

(6)

http://www.metaixmio.gr • e-mail: metaixmio@metaixmio.gr Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581

Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

(7)

Jo Nesbo

Ο γιος

Μετάφραση από τα νορβηγικά Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

(8)

κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και την ένδοξον βασιλείαν του

(9)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ————

(10)

1

O

Ρόβερ κοίταξε το λευκοβαμμένο τσιμεντένιο πάτωμα του ορθογώνιου κελιού, εμβαδού έντεκα τετραγωνικών μέτρων, κι έσφιξε τα δόντια του, τους μεγάλους κεντρικούς κοπτήρες της κάτω γνάθου, που ήταν από χρυσό. Είχε φτάσει στο δύσκολο μέρος της εξομολόγησης. Το μόνο που ακουγόταν στο κελί ήταν τα νύχια του, που έξυναν τώρα το τατουάζ της Παναγίας στον πήχη του χεριού του. Το αγόρι που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι απέναντί του δεν είχε βγάλει μιλιά από τη στιγμή που ο Ρόβερ μπήκε στο κελί. Απλώς έγνεφε καταφατικά και είχε το ικανοποιημένο χαμόγελο του Βούδα, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε

(11)

κάποιο ακαθόριστο σημείο πάνω στο μέτωπο του άνδρα απέναντί του. Το φώναζαν Σόνι κι έλεγαν ότι στα δέκα είχε σκοτώσει ήδη δύο ανθρώπους, ότι ο πατέρας του ήταν ένας διεφθαρμένος αστυνομικός κι ότι είχε υπερφυσικές ικανότητες. Δύσκολο να πει κανείς αν τόση ώρα είχε ακούσει τίποτα: Τα πράσινα μάτια και το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του ήταν κρυμμένα πίσω από τα μακριά βρόμικα μαλλιά του. Αλλά δεν είχε σημασία. Το μόνο που ήθελε ο Ρόβερ ήταν άφεση αμαρτιών, την ευλογία του, ώστε να διαβεί την επομένη τις πύλες των φυλακών υψίστης ασφαλείας με την αίσθηση ότι είχε εξιλεωθεί. Όχι ότι ήταν άνθρωπος θρησκευόμενος. Αλλά λίγη πίστη δεν βλάπτει όταν κανείς αποφασίζει ν’ αλλάξει τα πράγματα και να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό του να πάρει τον ίσιο δρόμο. Για την ώρα ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Νομίζω πως ήταν Λευκορωσίδα. Εκεί δεν βρίσκεται το Μινσκ; Στη Λευκορωσία, ε;» είπε και σήκωσε απότομα το βλέμμα, αλλά το αγόρι δεν του απάντησε. «Ο Νέστορ της είχε δώσει το παρατσούκλι Μινσκ» είπε ο Ρόβερ. «Αυτός μου ’πε ότι έπρεπε να την πυροβολήσω». Το πλεονέκτημα του να εξομολογείται κανείς σε κάποιον

(12)

με καμένο εγκέφαλο ήταν ότι ο ακροατής δεν θυμόταν κατόπιν ούτε ονόματα ούτε γεγονότα· ήταν λες και μιλούσε στον ίδιο του τον εαυτό. Ίσως γι’ αυτό κι οι κρατούμενοι προτιμούσαν το αγόρι αντί για κάποιον παπά ή ψυχολόγο. «Ο Νέστορ την είχε μαζί με άλλα οκτώ κορίτσια σε κάτι κλουβιά κάτω στο Ενερχάουγκεν. Ανατολικοευρωπαίες και Ασιά​τισσες. Μικρές. Έφηβες. Έτσι ήθελε να πιστεύει τουλάχιστον. Αλλά η Μινσκ ήταν μεγαλύτερη. Δυνατότερη. Κατάφερε να δραπετεύσει. Πρόλαβε κι έφτασε μέχρι το πάρκο Τέγεν πριν η σκύλα του Νέστορ την προλάβει. Ένα αργεντίνικο ντόγκο, τα ξέρεις;» Το βλέμμα του νεαρού δεν άλλαξε, απλώς το χέρι του σηκώθηκε, βρήκε τη γενειάδα του κι άρχισε να τη χτενίζει αργά αργά με τα δάχτυλά του. Το μανίκι του βρόμικου μεγάλου πουκαμίσου του γλίστρησε κι αποκάλυψε σημάδια και κοψίματα. Ο Ρόβερ συνέχισε: «Μια θεόρατη αλμπίνα σκύλα, ρε φίλε. Σκότωνε ό,τι της έδειχνε ο κύριός της. Κι άλλα τόσα. Στη Νορβηγία απαγορεύο​νται, ξέρεις. Ο Νέστορ την είχε φέρει από την Τσεχία, μέσω ενός κυνοκομείου στο Ράλινγκεν όπου την είχαν καταγράψει ως λευκό μπόξερ. Πήγαμε μαζί και την

(13)

αγοράσαμε όταν ήταν ακόμη κουτάβι. Πενήντα χιλιάρικα κολλαριστά μάς κόστισε. Κι ανάθεμά την, ήταν τόσο χαριτωμένη, που σου ήταν αδύνατον να φανταστείς πώς…». Ο Ρόβερ σταμάτησε απότομα. Ήξερε ότι εξηγούσε τα της σκύλας μόνο και μόνο για να καθυστερήσει να πει τα υπόλοιπα. «Τέλος πάντων…» Τέλος πάντων. Κοίταξε το τατουάζ που είχε στον άλλο του πήχη. Έναν καθεδρικό ναό με δύο καμπαναριά. Ένα για κάθε ποινή που είχε εκτίσει. Καμιά τους δεν είχε, τέλος πάντων, σχέση με τα τατουάζ του. Ο Ρόβερ είχε φέρει στη λέσχη μοτοσικλετιστών ένα περίστροφο λαθραία. Τροποποιούσε διάφορα τέτοια στο ιδιωτικό του συνεργείο. Ήταν καλός σ’ αυτά. Υπερβολικά καλός. Tόσο καλός, που στο τέλος η δουλειά του έπαψε να περνάει απαρατήρητη και τον τσάκωσαν. Τόσο καλός, τέλος πάντων, που, με το που βγήκε την πρώτη φορά από τη φυλακή, τον ψάρεψε ο Νέστορ με τη μία. Κι έγινε δικός του μέχρι το κόκαλο, μιας κι οι άνθρωποι του Νέστορ –σε αντίθεση με τη συμμορία των μηχανόβιων ή όποιους άλλους ανταγωνιστές– έπρεπε πάντα να ’χουν τα καλύτερα όπλα. Για λίγους μήνες δουλειάς ο Νέστορ τον είχε πληρώσει παραπάνω απ’ όσα θα ’βγαζε δουλεύοντας στο

(14)

συνεργείο μια ολόκληρη ζωή. Αλλά του είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα πολλά. Πάρα πολλά. «Ήταν ξαπλωμένη στο δασάκι με τα αίματα να τρέχουν. Εκεί ακίνητη να μας κοιτάζει. Η σκύλα τής είχε φάει ένα ολόκληρο κομμάτι απ’ το πρόσωπο, μπορούσες να δεις μέσα απ’ τα δόντια». Ο Ρόβερ έκανε μια γκριμάτσα. Είχε φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης. «Ο Νέστορ μάς είπε πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν ένα μάθημα και τα υπόλοιπα κορίτσια, να καταλάβουν τι διακινδύνευαν. Κι ότι η Μινσκ δεν είχε πια καμιά αξία, σαν το πρόσωπό της…» Ο Ρόβερ ξεροκατάπιε. «Και μου ζήτησε να το κάνω, να τελειώσω εγώ την υπόθεση. Είπε ότι έτσι θα αποδείκνυα την αφοσίωσή μου, καταλαβαίνεις; Είχα πάνω μου ένα Ρούγκερ ΜΚ2, λίγο πειραγμένο. Και ήθελα να το κάνω. Πραγματικά ήθελα. Δεν ήταν αυτό…» Ο Ρόβερ ένιωσε ένα σφίξιμο στον λαιμό. Πόσο συχνά δεν τα ’χε σκεφτεί όλα αυτά, πόσες φορές δεν είχε ξαναπαίξει στο μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα στο πάρκο Τέγεν εκείνο το βράδυ; Εκατό φορές; Χίλιες; Σ’ επανάληψη· η κοπέλα, ο Νέστορ κι αυτός σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κι όλοι οι υπόλοιποι σιωπηλοί μάρτυρες. Ακόμα κι η σκύλα το είχε βουλώσει τότε. Κι όμως ήταν τώρα που το ομολογούσε

(15)

πρώτη φορά στα φωναχτά, τώρα καταλάβαινε ότι δεν ήταν όνειρο, ότι είχε συμβεί στην πραγματικότητα. Ή μάλλον ήταν λες και το σώμα του το κατανοούσε για πρώτη φορά· και προσπάθησε να τον κάνει ν’ αναγουλιάσει. Ο Ρόβερ πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη για να διώξει ένα αίσθημα ναυτίας. «Αλλά δεν μπόρεσα. Παρόλο που ήξερα ότι θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Εκείνοι περίμεναν, με τη σκύλα έτοιμη, κι εγώ σκεφτόμουν ότι στη θέση της από σφαίρα θα διάλεγα να πάω. Αλλά η σκανδάλη έμοιαζε σαν να ήταν από μπετόν. Δεν μπορούσα να την τραβήξω με τίποτα». Ο νεαρός φάνηκε να γνέφει αδύναμα. Είτε προς αυτά που έλεγε ο Ρόβερ είτε στον ρυθμό μιας μουσικής που μόνο εκείνος άκουγε. «Ο Νέστορ είπε ότι δεν γινόταν να περιμένουμε για πάντα.Εξάλλου ήμασταν στη μέση ενός δημόσιου πάρκου. Κι έτσι έβγαλε από τη θήκη που είχε στο πόδι του ένα μικρό κυρτό μαχαίρι, έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τα μαλλιά, σήκωσε λίγο το κεφάλι της και της έσχισε τον λαιμό με τη μία. Λες και καθάριζε ψάρι. Το αίμα πετάχτηκε τρεις, πέντε φορές κι ύστερα άδειασε. Αλλά ξέρεις τι μου ’χει μείνει στο μυαλό; Η σκύλα. Πώς άρχισε να ουρλιάζει με το που

(16)

πετάχτηκε το αίμα απ’ τον λαιμό της κοπέλας». Ο Ρόβερ έγειρε προς τα εμπρός πάνω στην καρέκλα του, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. «Κι εγώ δεν έκανα τίποτα. Απλώς καθόμουν και κοιτούσα. Τίποτα δεν έκανα, γαμώ το κέρατό μου. Τους κοιτούσα απλώς που την τύλιξαν σ’ ένα χαλί και τη μετέφεραν μέχρι το αμάξι. Την πήγαμε ως το δάσος, στην Εστμάρκα, στο δασικό περίπτερο. Κατεβήκαμε την πλαγιά και την κουβαλήσαμε ως τη λίμνη Ουλσρουντβάνε. Πολλά σκυλιά βγαίνουν βόλτα εκεί κάτω, κι έτσι τη βρήκαν την επομένη κιόλας. Ακριβώς αυτό ήθελε κι ο Νέστορ, να τη βρουν, καταλαβαίνεις; Για να δει τις φωτογραφίες στις εφημερίδες, που έδειχναν τι της συνέβη. Για να τις δείξει στα υπόλοιπα κορίτσια». Ο Ρόβερ πήρε τα χέρια από τ’ αυτιά του. «Σταμάτησα να κοιμάμαι. Κάθε φορά που κοιμόμουν έβλεπα μόνο εφιάλτες. Την κοπέλα, χωρίς σαγόνι, να μου χαμογελάει με τα γυμνά της δόντια. Πήγα λοιπόν στον Νέστορ και του ’πα ότι αυτό ήταν, φεύγω. Τέρμα το λιμάρισμα των Ούζι και των Γκλογκ, από εδώ και πέρα θα βίδωνα βίδες μόνο σε μοτοσικλέτες. Ήθελα να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου, χωρίς να πρέπει ν’

(17)

ανησυχώ για τους μπάτσους κάθε τρεις και λίγο. Ο Νέστορ είπε εντάξει, είχε, λέει, καταλάβει ότι δεν είχα ίχνος από bad guy μέσα μου. Αλλά μου εξήγησε λεπτομερώς τι θα πάθαινα έτσι κι άνοιγα το στόμα μου. Εγώ καταχάρηκα και ξανάρχισα τη ζωή μου. Αρνήθηκα κάθε προσφορά, παρόλο που μου ’χαν μείνει διάφορα γαμάτα Ούζι. Αλλά είχα μονίμως την αίσθηση ότι κάτι μαγειρευόταν, καταλαβαίνεις; Ότι ήθελαν να με καθαρίσουν. Ναι, τόσο πολύ μάλιστα, που σχεδόν ανακουφίστηκα όταν μ’ έπιασαν οι μπάτσοι και μ’ έχωσαν μέσα, σ’ ένα ασφαλές κελί. Για μια παλιά υπόθεση ήταν, όπου είχα δευτερεύοντα ρόλο, αλλά τσάκωσαν δυο τύπους που μαρτύρησαν ότι εγώ τους είχα προμηθεύσει τα όπλα. Κι έτσι κι εγώ ομολόγησα επιτόπου». Ο Ρόβερ έσκασε στα γέλια. Έβηξε. Έσκυψε μπροστά. «Βγαίνω αποδώ σε οκτώ ώρες. Δεν έχω ιδέα τι σκατά με περιμένει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Νέστορ ξέρει ότι εγώ θα βγω, παρόλο που είμαι τέσσερις βδομάδες πρώιμος. Ξέρει ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα κι ό,τι τρέχει με την μπατσαρία. Απ’ ό,τι κατάλαβα, έχει κόσμο παντού. Οπότε, αν ήταν να με καθαρίσει, μπορούσε να το κάνει κι εδώ μέσα αντί να περιμένει να βγω έξω πρώτα. Εσύ τι λες;»

(18)

Ο Ρόβερ περίμενε. Σιωπή. Ο νεαρός δεν φαινόταν να πολυσκέφτεται. «Τέλος πάντων» είπε ο Ρόβερ. «Μια ευλογία δεν βλάπτει, βλάπτει;» Με το άκουσμα της λέξης ευλογία ήταν λες και τα μάτια του άλλου άστραψαν· σήκωσε το δεξί του χέρι κάνοντας νόημα στον Ρόβερ να έρθει πιο κοντά και να γονατίσει. Αυτός γονάτισε πάνω στο μικρό χαλάκι που βρισκόταν μπροστά στο κρεβάτι. O Φρανκ δεν άφηνε κανέναν άλλο κρατούμενο να ’χει χαλί στο πάτωμα – μέρος του ελβετικού μοντέλου που χρησιμοποιούσαν στη φυλακή: Απαγορευόταν καθετί περιττό. Κάθε κρατούμενος μπορούσε να έχει μόνο είκοσι υπάρχοντα. Αν ήθελες ένα ζευγάρι παπούτσια, έπρεπε να στερηθείς δυο σώβρακα ή δυο βιβλία, παραδείγματος χάριν. Ο Ρόβερ κοίταξε το πρόσωπο του νεαρού. Η άκρη της γλώσσας του ύγραινε τα ξηρά σκασμένα χείλη του. Η φωνή του ήταν αναπάντεχα λεπτή όταν ακούστηκε και, παρόλο που οι λέξεις έβγαιναν αργά και ψιθυριστά, ήταν πεντακάθαρες: «Όλοι της γης και τ’ ουρανού οι θεοί σε ελεούν κι οι αμαρτίες σου συγχωρούνται. Θα πεθάνεις, αλλά του μετανοημένου η ψυχή στον παράδεισο και πάλι καταλήγει.

(19)

Αμήν». Ο Ρόβερ έσκυψε το κεφάλι. Ένιωσε το αριστερό χέρι του άλλου πάνω στο ξυρισμένο του κρανίο. Το αγόρι ήταν αριστερόχειρας, αλλά δεν χρειαζόταν να είσαι στατιστικολόγος για να ξέρεις ότι είχε μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους δεξιό​χειρες. Ο θάνατος από υπερβολική δόση μπορεί να ερχόταν αύριο, μπορεί σε δέκα χρόνια· κανείς δεν ήξερε. Αλλά αυτό που έλεγαν, ότι το αριστερό του χέρι θεράπευε, ο Ρόβερ δεν το έχαβε. Εδώ δεν πίστευε καλά καλά σε όλα αυτά περί ευλογίας… Τότε τι δουλειά είχε εδώ πέρα; Τα γνωστά. Τι θρησκεία, τι ασφάλεια πυρός: Πολύ πιθανόν να μην τη χρειάζεσαι, αλλά, όταν όλοι σού λένε ότι το αγόρι μπορεί να σε ξελαφρώσει από τα βάσανά σου, γιατί να μην πεις κι εσύ ένα ναι στην ψυχική γαλήνη; Ο Ρόβερ απορούσε περισσότερο με το πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος τύπος να έχει σκοτώσει εν ψυχρώ. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Ίσως τελικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε: Ο διάβολος φορά πολλά κοστούμια. «Σαλάαμ Αλέκουμ» είπε η φωνή και το χέρι αποτραβήχτηκε.

(20)

Ο Ρόβερ παρέμεινε καθιστός με το κεφάλι του σκυμμένο. Πιέζοντας τη λεία πίσω επιφάνεια των χρυσών του δοντιών με τη γλώσσα. Ήταν έτοιμος άραγε; Έτοιμος να συναντήσει τον Δημιουργό του, αν η μοίρα του τον περίμενε εκεί έξω; Σήκωσε το κεφάλι του. «Το ξέρω ότι δεν ζητάς ποτέ πληρωμή, αλλά…» Κοίταξε το γυμνό πόδι του νεαρού, που ήταν διπλωμένο από κάτω του. Eίδε την κατατρυπημένη μεγάλη φλέβα του ταρσού. «Την προηγούμενη φορά ήμουν στην Μπότσεν κι όλοι εκεί μέσα έβρισκαν ντόπα εύκολα, no problem. Αλλά δεν ήταν και υψίστης ασφαλείας. Εδώ λένε ότι ο Φρανκ έχει καταφέρει να κλείσει όλα τα κανάλια. Αλλά…» –ο Ρόβερ έχωσε το χέρι του στην τσέπη– «…δεν είναι αλήθεια». Έβγαλε έξω ένα αντικείμενο στο μέγεθος κινητού τηλεφώνου, μια επίχρυση θήκη που έμοιαζε με μίνι πιστόλι. Πάτησε τη μικροσκοπική σκανδάλη. Μια μικρή φλόγα ξεπήδησε από την κάννη. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα; Σίγουρα έχεις δει. Οι φρουροί που με ξάφρισαν όταν πρωτομπήκα ήξεραν τι είναι. Μου είπαν μάλιστα ότι πουλούσαν φτηνά λαθραία τσιγάρα αν ενδιαφερόμουν. Και μ’ άφησαν να κρατήσω αυτό τον

(21)

μικρό αναπτήρα. Προφανώς, δεν είχαν διαβάσει όλο μου το μητρώο. Δεν έχει ενδιαφέρον που η χώρα λειτουργεί, τη στιγμή που τόσο πολλοί άνθρωποι κάνουν τσαπατσοδουλειές όλη την ώρα;» O Ρόβερ ζύγισε τον αναπτήρα στο χέρι του. «Έφτιαξα δυο τέτοια πριν από οκτώ χρόνια. Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι κανείς σ’ αυτή τη χώρα δεν κάνει καλύτερη δουλειά από μένα. Έμαθα από τον μεσάζοντα ότι ο πελάτης ήθελε ένα όπλο που δεν χρειαζόταν καν να το κρύψει· ήθελε να μοιάζει, λέει, με κάτι άλλο. Κι έτσι έφτιαξα αυτό. Το μυαλό των ανθρώπων λειτουργεί παράξενα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτονται όταν βλέπουν τούτο δω είναι, φυσικά, πιστόλι. Αλλά, αν τους δείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναπτήρας, ξεχνούν αμέσως την πρώτη τους σκέψη. Μπορεί να είναι ανοιχτοί ακόμα και στην ιδέα ότι χρησιμοποιείται ως οδοντόβουρτσα ή ως κατσαβίδι. Αλλά ως πιστόλι, με τίποτα πια. Κι όμως…» Ο Ρόβερ γύρισε μια βίδα στο κάτω μέρος της λαβής. «Παίρνει δύο σφαίρες των εννιά χιλιοστών. To ονόμασα γυναικοσκοτώστρα». Ο Ρόβερ έστρεψε την κάννη προς το αγόρι. «Μία για σένα, αγάπη μου…» Κι ύστερα προς τον

(22)

κρόταφό του. «Και μία για μένα…» Το γέλιο του ακούστηκε παράξενο, μοναχικό μες στο μικρό κελί. «Τέλος πάντων. Βασικά, έπρεπε να ’χω φτιάξει μόνο ένα, ο πελάτης δεν ήθελε να ξέρει κανείς άλλος το μυστικό αυτής της εφεύρεσης. Αλλά εγώ έφτιαξα ένα ακόμα. Και το πήρα μαζί μου προληπτικά, σε περίπτωση που ο Νέστορ έστελνε κάποιον να με καθαρίσει εδώ μέσα. Αλλά, μιας και βγαίνω αύριο και δεν μου χρειάζεται πια, είναι δικό σου. Να, πάρε κι αυτό…» Ο Ρόβερ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την άλλη του τσέπη. «Θα ’ναι πολύ περίεργο αν δεν έχεις και τσιγάρα, ε;» Έβγαλε το πλαστικό απ’ την κορυφή του πακέτου, το άνοιξε, τράβηξε μια ξεθωριασμένη κάρτα που έγραφε Συνεργείο Μηχανών «Ο Ρόβερ» και την έχωσε μέσα. «Έτσι έχεις και τη διεύθυνσή μου σε περίπτωση που χρεια​-στείς επιδιόρθωση σε καμιά μηχανή. Ή αν θες κάνα γαμάτο Ούζι. Όπως σου ’πα, έχω μερικά…» Η πόρτα άνοιξε και μια φωνή βρυχήθηκε: «Ρόβερ! Έξω τώρα!».

(23)

O Ρόβερ γύρισε προς τη φωνή. Του αξιωματικού που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας τού έπεφτε το παντελόνι, λόγω της μεγάλης αρμαθιάς κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη του, μισοκρυμμένη από την κοιλιά του, που ξεχείλιζε πάνω από τη ζώνη του σαν φουσκωμένη ζύμη. «Η Αγιότητά Του έχει επισκέψεις. Από έναν στενό συγγενή, μπορείς να πεις». Ο αξιωματικός γέλασε χλιμιντρίζοντας και γύρισε προς το μέρος κάποιου που στεκόταν πίσω από την πόρτα. «Θα το αντέξεις, Περ;» Ο Ρόβερ έχωσε το πιστόλι και τα τσιγάρα κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του αγοριού, σηκώθηκε και τον κοίταξε για τελευταία φορά. Ύστερα βγήκε γρήγορα έξω. Ο ιερέας της φυλακής ίσιωσε το νέο του λευκό κολάρο που ποτέ δεν έμοιαζε να κάθεται σωστά. Ένας στενός συγγενής. Θα το αντέξεις, Περ; Πόσο θα ’θελε να φτύσει το γελαστό, χοντρό και λιπαρό πρόσωπο του φύλακα! Αντ’ αυτού, κατένευσε φιλικά προς τον κρατούμενο που έβγαινε από το κελί, προσποιούμενος ότι τον αναγνώριζε. Είδε τα τατουάζ στους πήχεις των χεριών του. Την Παναγία και τον καθεδρικό

(24)

ναό. Αλλά όχι· είχε δει τόσα και τόσα τατουάζ και πρόσωπα τόσα χρόνια τώρα, που του ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Ο ιερέας πέρασε μέσα. Μύριζε λιβάνι. Κάτι, τέλος πάντων, που θύμιζε θυμίαμα. Ίσως και καμένη φούντα. «Καλημέρα, Σόνι». O νεαρός στο κρεβάτι δεν σήκωσε το κεφάλι του, μα κατένευσε αργά. Ο Περ Βολάν υπέθεσε ότι η παρουσία του καταγράφηκε κι αναγνωρίστηκε. Kαι εγκρίθηκε. Κάθισε στην καρέκλα, νιώθοντας λίγο άβολα όταν αισθάνθηκε τη θέρμη από το σώμα που καθόταν εκεί προηγουμένως. Ακούμπησε την Αγία Γραφή που είχε φέρει μαζί του πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο αγόρι. «Πήγα κι άφησα λουλούδια στον τάφο των γονιών σου σήμερα» είπε. «Το ξέρω ότι δεν μου το ζήτησες, αλλά…» Ο Περ Βολάν προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα του νεαρού. Είχε κι ο ίδιος δύο γιους, ενήλικες· είχαν φύγει κι οι δύο από το σπίτι. Όπως κι αυτός. Με τη διαφορά ότι εκείνοι ήταν ευπρόσδεκτοι να ξαναγυρίσουν. Στα πρακτικά της δίκης

(25)

ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ένας δάσκαλος, είχε καταθέσει ότι ο Σόνι ήταν υπόδειγμα μαθητή· ταλαντούχος παλαιστής, δημοφιλής, πάντα εξυπηρετικός και, ναι, αλήθευε ότι το αγόρι είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει αστυνομικός σαν τον πατέρα του. Μόνο που ο Σόνι δεν ξαναπάτησε στο σχολείο από την ημέρα που βρήκαν το σημείωμα αυτοκτονίας του πατέρα του, όπου παραδεχόταν τη διαφθορά του. Ο ιερέας προσπάθησε να φανταστεί τι ντροπή μπορεί να είχε νιώσει ένας δεκαπεντάχρονος. Προσπάθησε να φανταστεί την ντροπή και των δικών του γιων αν μάθαιναν ποτέ τι έκανε ο πατέρας τους. Ίσιωσε το κολάρο του. «Ευχαριστώ» είπε το αγόρι. Ο Περ σκέφτηκε πόσο παράξενα νέος έμοιαζε ο Σόνι. Θα πρέπει πια να ήταν γύρω στα τριάντα. Είχε μπει εδώ μέσα στα δεκαοκτώ κι είχαν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια. Ίσως έφταιγαν τα ναρκωτικά που τον είχαν μουμιοποιήσει, δεν τον άφηναν να μεγαλώσει. Μόνο τα μαλλιά κι η γενειάδα του μάκραιναν, ενώ αυτός κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα ίδια αθώα παιδικά μάτια. Έναν κόσμο κακό. Γιατί ο Θεός ήξερε ότι ήταν κακός. Ο Περ Βολάν ήταν ιερέας των φυλακών για πάνω από σαράντα χρόνια κι είχε δει τον κόσμο να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το κακό ήταν σαν καρκινικό

(26)

κύτταρο, που πολλαπλασιαζόταν κι έκανε τα υγιή κύτταρα άρρωστα, τα δάγκωνε σαν βρικόλακας και τα εκφύλιζε. Kαι κανένα δεν γλίτωνε από τη στιγμή που δαγκωνόταν το πρώτο. Κανένα. «Πώς είσαι, Σόνι; Πώς πήγε η άδεια; Είδες τη θάλασσα;» Καμία απάντηση. Ο Περ Βολάν ξερόβηξε. «Ο αξιωματικός μού είπε ότι είδατε και τη θάλασσα. Μάλλον το διάβασες στις εφημερίδες, ε; Βρήκανε μια γυναίκα δολοφονημένη κοντά στο μέρος που πήγατε, την επόμενη μέρα. Τη βρήκαν στο κρεβάτι της, μες στο σπίτι της. Το κεφάλι της ήταν… ναι. Οι πληροφορίες βρίσκονται εδώ…» Χτύπησε με τον δείκτη του τη ράχη της Αγίας Γραφής. «Ο αξιωματικός έχει ήδη αναφέρει ότι το έσκασες όταν ήσαστε δίπλα στη θάλασσα κι ότι σε βρήκε μια ώρα αργότερα στον δρόμο. Κι ότι δεν ήθελες να του πεις πού είχες πάει. Είναι σημαντικό να μην πεις κάτι που θα διαψεύσει την κατάθεσή του, καταλαβαίνεις; Θα πεις, ως συνήθως, όσο το δυνατόν λιγότερα. Σύμφωνοι, Σόνι;» Ο Περ Βολάν συνάντησε το βλέμμα του αγοριού. Τα μάτια του δεν αποκάλυπταν τι συνέβαινε εντός του, αλλά ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι ο Σόνι Λόφτχους θα ακολουθούσε τις

(27)

οδηγίες του. Δεν θα έλεγε τίποτα περιττό ούτε στους αστυνομικούς επιθεωρητές ούτε στους εισαγγελείς. Θα έλεγε απλώς ένα απαλό, ελαφρύ ναι όταν τον ρωτούσαν αν παραδεχόταν την ενοχή του. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο Περ παρατηρούσε καμιά φορά έναν σκοπό, μια βούληση, ένα ένστικτο επιβίωσης σ’ αυτό τον τοξικομανή, που τον έκαναν να διαφέρει από τους υπόλοιπους, όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν μονίμως ελεύθεροι, που δεν είχαν ποτέ τους άλλα σχέδια, που μονίμως βρίσκονταν με το ένα πόδι εδώ μέσα. Κι αυτή η βούληση μπορούσε ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μέσα από μια ξαφνική καθαρότητα στο βλέμμα του, μια ερώτηση που έδειχνε ότι ήταν τελικά παρών όλη την ώρα, ότι είχε ακούσει κι είχε αντιληφθεί τα πάντα. Ή ακόμα κι από τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε άξαφνα να σηκωθεί, με έναν συντονισμό, μια ισορροπία και μια ευκινησία που δεν συναντούσες σε άλλους χρήστες. Ενώ άλλες φορές, όπως τώρα, κανείς δεν μπορούσε να πει αν το αγόρι είχε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Βολάν κουνήθηκε ανυπόμονα στην καρέκλα του. «Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι δεν πρόκειται να πάρεις άλλη άδεια για μερικά χρόνια από τώρα. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν σ’ αρέσει να είσαι απέξω, έτσι δεν είναι; Άσε που τώρα έχεις

(28)

δει και τη θάλασσα». «Ποτάμι ήταν. Ο σύζυγός της το ’κανε;» Ο ιερέας αναπήδησε. Όπως όταν αναπηδάει κανείς στην αναπάντεχη θέα κάποιου πράγματος που ξεπηδάει μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του νερού. «Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;» Καμία απάντηση. Ο Βολάν αναστέναξε. Ξανάνιωσε ναυτία. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν κι έφευγε ανά διαστήματα. Ίσως θα έπρεπε να κλείσει ραντεβού με τον γιατρό και να ελέγξει το σώμα του. «Μην το σκέφτεσαι, Σόνι. Το σημαντικό είναι ότι εκεί έξω άλλοι σαν κι εσένα ψάχνουν όλη μέρα για να βρουν μια δόση. Ενώ εδώ μέσα σου παρέχονται τα πάντα. Και να θυμάσαι ότι ο καιρός περνάει. Όταν οι προηγούμενες δολοφονίες παλιώσουν, παύεις να τους είσαι χρήσιμος. Με αυτήν εδώ τουλάχιστον πήρες παράταση της προθεσμίας». «Ο σύζυγός της το ’κανε. Είναι πλούσιος;» Ο Βολάν τού έδειξε την Αγία Γραφή. «Το σπίτι στο οποίο μπήκες περιγράφεται εδώ μέσα. Είναι μεγάλο και πλήρως εξοπλισμένο. Αλλά ο συναγερμός που θα έπρεπε να

(29)

προστατεύει όλον αυτό τον πλούτο δεν λειτουργούσε, η πόρτα δεν ήταν καν κλειδωμένη. Το όνομά του είναι Μούρσαν. Ο εφοπλιστής με την καλύπτρα στο μάτι. Μήπως τον έχεις δει στις εφημερίδες;» «Ναι». «Σοβαρά; Δεν πιστεύεις πως…» «Ναι, εγώ τη σκότωσα. Και, ναι, θα διαβάσω για να δω πώς το έκανα». Ο Περ Βολάν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει καλώς. Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες στον τρόπο που σκοτώθηκε, τις οποίες πρέπει να προσέξεις». «Εντάξει». «Η κορυφή του κεφαλιού της… ήταν κομμένη. Θα πρέπει να χρησιμοποίησες πριόνι, με κατάλαβες;» Τις λέξεις του ακολούθησε μια μακρά σιωπή, την οποία ο Περ Βολάν αναρωτήθηκε αν έπρεπε να καλύψει κάνοντας εμετό. Ναι, καλύτερα ο εμετός παρά οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του. Κοίταξε τον νεαρό άνδρα. Τι αποφασίζει πώς θα είναι η ζωή του καθενός; Μια σειρά από τυχαία

(30)

γεγονότα, των οποίων κύριος δεν είναι κανείς, ή κάποια κοσμική βαρύτητα που, άθελά σου, σε τραβάει προς τα εκεί που πρέπει να πας; Ο Περ Βολάν ξαναπίεσε το νέο, περιέργως άκαμπτο κολάρο του μες στο πουκάμισό του. Έσπρωξε μακριά το αίσθημα ναυτίας, προετοιμάστηκε ψυχικά. Σκέφτηκε αυτό που θα επακολουθούσε. Σηκώθηκε όρθιος. «Αν θες να επικοινωνήσεις μαζί μου, μένω πια στην πανσιόν της πλατείας Αλεξάντερ Χιέλαντς». Συνάντησε το απορημένο βλέμμα του νεαρού. «Προσωρινά μόνο». Γέλασε κοφτά. «Με πέταξε έξω η γυναίκα μου και ξέρω τα παιδιά στην πανσιόν, οπότε…» Σταμάτησε απότομα. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει γιατί τόσο πολλοί κρατούμενοι αναζητούσαν τον νεαρό για να του μιλήσουν. Για τη σιωπή του. Αυτό το απορροφητικό κενό των ανθρώπων που μόνο ακούνε, δίχως ν’ αντιδρούν ή να καταδικάζουν. Που, χωρίς να κάνουν τίποτα, σε ωθούν να βγάζεις από μέσα σου λέξεις και μυστικά. Είχε προσπαθήσει να κάνει κι αυτός το ίδιο σαν ιερέας, αλλά ήταν λες κι οι κρατούμενοι οσμίζονταν ότι είχε κάποια κρυφή ατζέντα. Δεν ήξεραν τι ακριβώς, μόνο ότι θα χρησιμοποιούσε τα μυστικά τους για να επιτύχει κάτι. Πρόσβαση στην ψυχή τους ίσως, κι

(31)

ένα καλό πριμ στον ουρανό αργότερα. Ο ιερέας είδε το αγόρι ν’ ανοίγει την Αγία Γραφή. Ήταν τόσο αναμενόμενο, που έμοιαζε σχεδόν αστείο: Οι σελίδες είχαν κοπεί για να δημιουργήσουν μια κοιλότητα. Και μέσα στην κοιλότητα, διπλωμένα, υπήρχαν τα χαρτιά με τις οδηγίες που χρειαζόταν το αγόρι για να ομολογήσει. Και τρία μικρά σακουλάκια με ηρωίνη.

(32)

2

Ο

Άριλ Φρανκ γάβγισε κοφτά «Περάστε!» δίχως να σηκώσει το βλέμμα από τα χαρτιά του. Άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει. Η Ίνα, η γραμματέας του αναπληρωτή διευθυντή της φυλακής, ανακοίνωσε την άφιξη του εφημέριου και για μια στιγμή ο Άριλ Φρανκ σκέφτηκε να προσποιηθεί στον επισκέπτη του ότι ήταν απασχολημένος. Δεν θα ’λεγε δα και κανένα ψέμα: Είχε όντως ραντεβού με τον διοικητή της αστυνομίας στα κεντρικά σε μισή ώρα. Μόνο που τώρα τελευταία ο εφημέριος Περ Βολάν δεν ήταν και τόσο σταθερός όσο θα ήθελαν και καλό θα ήταν να ελέγξει

(33)

τις αντοχές του. Δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη σε τούτη την υπόθεση· για κανέναν τους. «Μην κάθεσαι» είπε ο Άριλ Φρανκ, υπογράφοντας ένα έγγραφο μπροστά του. Σηκώθηκε όρθιος. «Θα τα πούμε καθ’ οδόν». Προχώρησε προς την πόρτα, πήρε το πηλήκιό του από τον καλόγερο κι άκουσε τον εφημέριο να σέρνει τα βήματά του ξοπίσω του. Ενημέρωσε την Ίνα ότι θα επέστρεφε σε μιάμιση ώρα και πίεσε τον δείκτη του χεριού του στον αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων δίπλα στις σκάλες. Η φυλακή ήταν διώροφη και δεν διέθετε ασανσέρ. Ασανσέρ σήμαινε φρεάτιο, το οποίο με τη σειρά του σήμαινε διέξοδο, κι άρα αποκλεισμό αυτής σε περίπτωση πυρκαγιάς. Και μια πυρκαγιά, με επακόλουθη εκκένωση του κτιρίου, ήταν μόνο μία από τις μεθόδους διαφυγής που είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν διάφοροι ιδιοφυείς κρατούμενοι. Για τον ίδιο λόγο καλώδια ηλεκτρικού, πίνακες ασφαλείας και σωλήνες νερού είχαν τοποθετηθεί σε απρόσιτα για τους κρατούμενους σημεία· εκτός κτιρίου ή στο εσωτερικό των τσιμεντένιων τοίχων. Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη. Ή μάλλον ο Άριλ Φρανκ δεν είχε αφήσει τίποτα στην τύχη. Κάθισε με τους αρχιτέκτονες και τους διεθνείς εμπειρογνώμονες φυλακών

(34)

και σχεδίασαν τις φυλακές Στάτεν, εμπνεόμενοι από τις φυλακές Λέντσμπουργκ στο καντόνι Άαργκαου της Ελβετίας: Υπερσύγχρονες κι όμως απλές, εστίαζαν στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα παρά στην άνεση. Η Στάτεν ήταν ο Άριλ Φρανκ κι ο Άριλ Φρανκ ήταν η Στάτεν. Κι επομένως ένας Θεός μόνο ήξερε γιατί εκείνος ήταν αναπληρωτής διευθυντής, ενώ ο μαλάκας από τις φυλακές Χάλερν έγινε διευθυντής, γαμώ το συμβούλιό μου, γαμώ. Εντάξει, μπορεί ο Φρανκ να ήταν ακατέργαστο διαμάντι και να μην έγλειφε τους πολιτικούς, όπως τόσοι άλλοι που κάναν τούμπες κάθε φορά που κάποιος πρότεινε αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος, τη στιγμή που οι προηγούμενες αλλαγές δεν είχαν καν εφαρμοστεί. Ήξερε όμως τη δουλειά του: πώς να κρατάει τους ανθρώπους πίσω απ’ τα κάγκελα χωρίς να του αρρωσταίνουν, να του πεθαίνουν ή να χειροτερεύουν ως χαρακτήρες. Ήταν πιστός σ’ αυτούς που το άξιζαν και φρόντιζε τους δικούς του – πράγμα που δεν έλεγες και για τους ανωτέρους του σ’ αυτή τη σάπια πολιτικάντικη ιεραρχία. Πριν τον αγνοήσουν επιδεικτικά για τη θέση του διευθυντή, ο Άριλ Φρανκ ονειρευόταν, στα γεράματά του, μια μικρή προτομή στο φουαγέ των φυλακών, όσο κι αν η γυναίκα του έλεγε ότι ο χοντροκομμένος του λαιμός, το κεφάλι του σαν του μπουλντόγκ κι οι λιγοστές τρίχες που έκρυβαν την

(35)

καράφλα του μόνο για προτομή δεν έκαναν. Όταν όμως οι άλλοι δεν σε ανταμείβουν όσο αξίζεις –πίστευε ο Άριλ Φρανκ–, ε, τότε καλά θα κάνεις ν’ ανταμείψεις εσύ τον εαυτό σου. «Δεν αντέχω άλλο, Άριλ» ακούστηκε η φωνή του Περ Βολάν ξοπίσω του καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο. «Τι δεν αντέχεις;» «Εφημέριος είμαι. Δεν αντέχω αυτό που κάνουμε στον μικρό, που τον βάζουμε να πληρώσει για τ’ αμαρτήματα άλλων. Για έναν σύζυγο που…» «Σσσς!» Έξω απ’ την πόρτα της αίθουσας ελέγχου –της «γέφυρας», όπως την αποκαλούσε ο Φρανκ– συναντήθηκαν μ’ έναν ηλικιωμένο άνδρα που σταμάτησε το σφουγγάρισμα κι έγνεψε φιλικά προς το μέρος τους. Ο Γιουχάνες ήταν ο γηραιότερος έγκλειστος της φυλακής, από εκείνους τους κρατούμενους που ο Φρανκ συμπαθούσε πολύ: μια ευγενική ψυχή που, κάποια στιγμή τον προηγούμενο αιώνα, είχε συλληφθεί –σχεδόν τυχαία– να εμπορεύεται ναρκωτικά, δίχως να ’χει πειράξει στη ζωή του ούτε κουνούπι. Τόσα

(36)

χρόνια μέσα, είχε γίνει πια μέρος της φυλακής· ζούσε τη ρουτίνα και την ηρεμία της και το μόνο που τον τρόμαζε ήταν η μέρα που θα αποφυλακιζόταν. Αν και μια φυλακή σαν τη Στάτεν δεν είχε φτιαχτεί για ν’ αντιμετωπίσει τη μηδενική πρόκληση κρατούμενων σαν και του λόγου του. «Αισθάνεσαι ενοχές, Βολάν;» «Ναι, αυτό ακριβώς, Άριλ». Ο Φρανκ δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε οι υπάλληλοί του είχαν αρχίσει να απευθύνονται στους ανωτέρους τους με το μικρό τους όνομα, ούτε πότε οι διευθυντές των φυλακών είχαν αρχίσει να φορούν ρούχα καθημερινά αντί για τις στολές τους. Σ’ ορισμένα μέρη ακόμα κι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι φορούσαν πολιτικά. Κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης στη φυλακή Φρανσίσκο ντε Μαρ στο Σάο Πάολο, πολλοί φύλακες είχαν πυροβοληθεί από συναδέλφους που δεν κατάφεραν να τους ξεχωρίσουν ανάμεσα σε τόσους κρατούμενους. «Θέλω να φύγω» παρακάλεσε ο εφημέριος. «Σοβαρά;» Ο Φρανκ κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Για άνδρα δέκα χρόνια πριν από τη συντάξιμη ηλικία, κρατιόταν

(37)

μια χαρά. Γιατί προπονούνταν – μια ξεχασμένη αρετή σε μια δουλειά όπου η παχυσαρκία είχε γίνει από εξαίρεση κανόνας. Κι όταν η κόρη του έκανε ακόμη πρωταθλητισμό, είχε υπάρξει προπονητής της τοπικής ομάδας κολύμβησης. Κι ήταν και εθελοντής στον ελεύθερό του χρόνο, προσφέροντας κι αυτός σ’ ετούτη την κοινωνία, που είχε κάνει τόσο πολλά για τόσο πολλούς. Άντε, μην τα πάρει τώρα. «Και δεν μου λες, Βολάν, οι ενοχές σου πού πάνε όταν κακοποιείς τα αγοράκια που ξέρουμε αποδεδειγμένα ότι κακοποιείς;» Πάτησε τον αισθητήρα αποτυπωμάτων δίπλα στην επόμενη πόρτα κι εκείνη άνοιξε σ’ έναν διάδρομο που δυτικά οδηγούσε προς τα κελιά και ανατολικά προς τα αποδυτήρια των υπαλλήλων και την έξοδο προς το πάρκινγκ. «Σε συμβουλεύω να δεις τον Σόνι Λόφτχους ως εξιλαστήριο θύμα και για τις δικές σου αμαρτίες, Βολάν». Κι άλλη πόρτα, κι άλλος αισθητήρας. Ο Φρανκ ακούμπησε πάνω του τον δείκτη του χεριού του. Πόσο του άρεσαν αυτοί οι αισθητήρες: Είχε κλέψει την ιδέα από τις φυλακές Ομπιχίρο στο Κουσίρο της Ιαπωνίας. Αντί για κλειδιά, που μπορούσαν ν’ αντιγραφούν ή να χαθούν, τα αποτυπώματα όσων είχαν έγκριση να μπαινοβγαίνουν από τις πόρτες αποθηκεύονταν σε βάση δεδομένων. Κι έτσι όχι

(38)

μόνο είχαν πάψει να φοβούνται την απώλεια των κλειδιών αλλά και είχαν αυτομάτως ολόκληρο αρχείο για το ποιος είχε περάσει ποια πόρτα και πότε. Υπήρχαν φυσικά και κάμερες ασφαλείας, αλλά πολλές φορές τα πρόσωπα δεν ήταν αναγνωρίσιμα στο γυαλί – σε αντίθεση με τα δακτυλικά αποτυπώματα. Η πόρτα άνοιξε μ’ έναν αναστεναγμό κι οι δυο άνδρες μπήκαν σ’ ένα δωμάτιο-θυρόφραγμα, όπου για ν’ ανοίξει η μία πόρτα έπρεπε πρώτα να κλείσει η άλλη. «Σου λέω πως δεν αντέχω πια, Άριλ». Ο Φρανκ έφερε το δάχτυλο στα χείλη. Εκτός από τις κάμερες ασφαλείας που κάλυπταν όλη τη φυλακή, τα δωμάτια-θυροφράγματα είχαν και αμφίδρομη ηχητική επικοινωνία με τη «γέφυρα», έτσι ώστε να μπορείς να επικοινωνήσεις με το κέντρο ελέγχου σε περίπτωση αποκλεισμού. Βγήκαν από το θυρόφραγμα και προχώρησαν προς τ’ αποδυτήρια, όπου υπήρχαν ντους και λόκερ για κάθε υπάλληλο της φυλακής. Για όλα αυτά τα λόκερ ο αναπληρωτής διευθυντής είχε ένα πασπαρτού. Μα δεν υπήρχε λόγος να το γνωρίζουν αυτό οι υπάλληλοί του, πίστευε ο Άριλ Φρανκ. Το αντίθετο μάλιστα. «Νόμιζα ότι ήξερες με τι είχες να κάνεις» είπε ο Φρανκ.

(39)

«Δεν γίνεται να σηκωθείς και να φύγεις έτσι απλά. Για κάτι τέτοιους ανθρώπους η αφοσίωση είναι ζήτημα ζωής και θανάτου». «Το ξέρω» απάντησε ο Περ Βολάν. Η ανάσα του είχε γίνει τραχιά. «Μα εδώ πρόκειται για ζήτημα αιώνιας ζωής ή θανάτου». Ο Φρανκ κοντοστάθηκε πριν από την έξοδο και κοίταξε στα πεταχτά τα λόκερ προς τ’ αριστερά του, να σιγουρευτεί ότι ήταν εντελώς μόνοι τους. «Ξέρεις τι ρισκάρεις;» «Μάρτυς μου ο Θεός, δεν πρόκειται να βγάλω μιλιά. Αυτό ακριβώς να τους πεις, Άριλ. Να τους πεις ότι θα το πάρω στον τάφο μου. Το μόνο που θέλω είναι να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Θα με βοηθήσεις; Σε παρακαλώ». Ο Φρανκ κοίταξε το έδαφος. Ύστερα τον αισθητήρα. Να ξεφύγω. Δυο τρόποι υπήρχαν μόνο να ξεφύγει κανείς από εδώ μέσα. Αυτός εδώ, η πίσω έξοδος· κι η κεντρική είσοδος των φυλακών, στην αίθουσα υποδοχής. Ούτε φρεάτια εξαερισμού ούτε έξοδοι κινδύνου ούτε αποχετευτικά δίκτυα που να χωρούσαν ανθρώπινα σώματα, τίποτα.

(40)

«Ίσως» είπε κι ακούμπησε το δάχτυλό του στον αισθητήρα. Ένα κόκκινο φωτάκι αναβόσβησε πάνω από το χερούλι της πόρτας, δείχνοντας ότι αναζητούσε το αποτύπωμα στη βάση δεδομένων. Το φωτάκι έσβησε και δίπλα του άναψε ένα πράσινο. Ο Άριλ Φρανκ πίεσε το χερούλι κι έσπρωξε την πόρτα. Το δυνατό φως του ήλιου τούς τύφλωσε. Οι δύο άνδρες φόρεσαν τα γυαλιά του ηλίου τους καθώς διέσχιζαν το μεγάλο πάρκινγκ. «Θα τους πω ότι θέλεις να ξεφύγεις απ’ όλο αυτό» είπε ο Φρανκ κι έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κοιτάζοντας στο πλάι το φυλάκιο ασφαλείας. Δυο ένοπλοι φρουροί κρατούσαν σκοπιά είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, δίπλα σε κάτι ατσάλινες μπάρες που ούτε η νέα Πόρσε Καγέν του Φρανκ δεν μπορούσε να παραβιάσει. Ίσως ένα Χάμερ Η1 να τα κατάφερνε –κι ο Φρανκ το είχε σκεφτεί να τ’ αγοράσει–, μόνο που το Χάμερ ήταν τόσο φαρδύ, που θα φράκαρε στους τοίχους, που ήταν κατασκευασμένοι επίτηδες στενοί, ώστε να μην επιτρέπουν τη διέλευση ακριβώς σε τέτοια μεγάλα οχήματα. Με την ίδια σκέψη είχε τοποθετήσει ατσάλινα οδοφράγματα εντός του εξάμετρου φράχτη που περιέφραζε τη φυλακή. Είχε ζητήσει μάλιστα ο φράχτης να είναι ηλεκτροφόρος, αλλά η πολεοδομία απέρριψε την αίτησή του με τη δικαιολογία ότι η Στάτεν ήταν στο κέντρο του Όσλο και

(41)

μπορεί να τραυματίζονταν αθώοι πολίτες. Τι αθώοι και κουραφέξαλα; Για ν’ ακουμπήσεις τον φράχτη απέξω έπρεπε να ξεπεράσεις πρώτα έναν πεντάμετρο τοίχο με αγκαθωτό σύρμα στην κορυφή. «Πού πας, παρεμπιπτόντως;» «Στην πλατεία Αλεξάντερ Χιέλαντς» είπε ο Περ Βολάν ελπιδοφόρα. «Α, συγγνώμη. Δεν πάω προς τα εκεί». «Μην ανησυχείς. Υπάρχει και λεωφορείο, σταματάει ακριβώς απέξω». «Ωραία. Τα λέμε λοιπόν». Ο αναπληρωτής διευθυντής των φυλακών κάθισε στο τιμόνι του αυτοκινήτου του και οδήγησε μέχρι το φυλάκιο ασφαλείας. Σύμφωνα με τους κανόνες, όλα τα οχήματα, μηδενός εξαιρουμένου, έπρεπε να σταματούν στο φυλάκιο και να ελέγχονται μαζί με τους επιβάτες τους. Μόνο τώρα, επειδή τον είχαν δει να βγαίνει από το κτίριο και να μπαίνει στο αμάξι του, τον άφησαν οι φρουροί να περάσει σηκώνοντας τις μπάρες. Ο Φρανκ τούς ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.

(42)

Σταμάτησε στα φανάρια της διασταύρωσης με τον κεντρικό δρόμο, εκατό μέτρα παρακάτω. Γύρισε το βλέμμα στον καθρέφτη και κοίταξε την αγαπημένη του Στάτεν. Δεν ήταν τέλεια, μα δεν απείχε και πολύ. Για την απόκλιση θεωρούσε υπεύθυνους την πολεο​δομία, τους καινούργιους, ηλίθιους νόμους του υπουργείου και το ημιδιεφθαρμένο γραφείο ανθρώπινων πόρων. Τι ζητούσε κι αυτός; Το μόνο που ήθελε ήταν ό,τι καλύτερο για τους πάντες, για τους εργατικούς και έντιμους κατοίκους του Όσλο που άξιζαν μια άνετη κι ασφαλή ζωή. Εντάξει, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν κι αλλιώς· ούτε σ’ εκείνον άρεσε αυτό που γινόταν. Όμως – όπως έλεγε πάντα στους μαθητές του στην κολύμβηση– ή κολυμπάς ή βουλιάζεις· κανείς δεν είναι εδώ για να σου κάνει τα χατίρια. Οι σκέψεις του επέστρεψαν στα επερχόμενα: Είχε ένα μήνυμα να παραδώσει. Και καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμα. Το φανάρι έγινε πράσινο κι ο Άριλ Φρανκ πάτησε το γκάζι.

(43)

3

Ο

Περ Βολάν διέσχισε το πάρκο δίπλα στην πλατεία Αλεξάντερ Χιέλαντς. Αυτός ο Ιούλης ήταν ασυνήθιστα κρύος και υγρός, μα να που ο ήλιος ξανάβγαινε τώρα και το πάρκο άστραφτε καταπράσινο λες κι ήταν άνοιξη. Το καλοκαίρι είχε επιστρέψει· οι άνθρωποι τριγύρω γυρνούσαν το πρόσωπο στον ήλιο κι απολάμβαναν τη λιακάδα σχεδόν απελπισμένα, λες κι ήταν με το δελτίο. Βουητό από σκέιτμπορντ και κλαγγές από εξάδες μπίρας καθ’ οδόν προς τα μπάρμπεκιου της πόλης, στα πάρκα της και στα μπαλκόνια. Κι υπήρχαν κι αυτοί που χαίρονταν ακόμα περισσότερο με την άνοδο της θερμοκρασίας: άνθρωποι

(44)

μπαρουτοκαπνισμένοι απ’ την κίνηση των δρόμων γύρω απ’ την πλατεία, κουρελιάρικες φιγούρες κουλουριασμένες σε παγκάκια, που φώναζαν στον Βολάν καθώς περνούσε με φωνές χαρούμενες και τραχιές, σαν κρωξίματα γλάρων. Ο Περ Βολάν στάθηκε στο φανάρι στη διασταύρωση των οδών Ουελαντσγκάτε και Βάλντεμαρ Τράνες Γκάτε, όπου φορτηγά και λεωφορεία περνούσαν ξυστά από μπροστά του. Κοίταξε τις προσόψεις των κτιρίων από την απέναντι μεριά να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ανάμεσά τους. Τα παράθυρα του περιβόητου μπαρ Τράνεν, που είχε ξεδιψάσει τους πιο διψασμένους κατοίκους της πόλης από το 1921, ήταν καλυμμένα με πλαστικό. Τα τελευταία τριάντα χρόνια βασιλιάς του Τράνεν ήταν ο Άρνι «Skiffle Joe» Νορς, που έπαιζε την κιθάρα του ντυμένος καουμπόης πάνω σ’ ένα μονόκυκλο, συνοδευόμενος από έναν ηλικιωμένο τυφλό οργανοπαίχτη και μια Ταϊ​λανδή με ταμπουρίνο και κλάξον. Ο Περ Βολάν άφησε το βλέμμα του να πέσει στην πρόσοψη ενός κτιρίου που έγραφε Ξενώνας Ίλα με μεγάλα σιδερένια γράμματα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος φιλοξενίας γυναικών με εξώγαμα παιδιά. Τώρα στέγαζε τους πλέον ευαίσθητους τοξικομανείς της πόλης: αυτούς που δεν ήθελαν να απεξαρτηθούν. Τερματικός σταθμός.

(45)

Ο Περ Βολάν διέσχισε τον δρόμο, σταμάτησε έξω από την είσοδο του κτιρίου, χτύπησε το κουδούνι και κοίταξε την κάμερα κλειστού κυκλώματος. Άκουσε τον βόμβο της πόρτας, την έσπρωξε και μπήκε. Το κέντρο τού είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο για δύο εβδομάδες, έτσι, για τον παλιό, καλό καιρό. Από τότε είχε περάσει ήδη ένας μήνας. «Γεια σου, Περ» είπε η νεαρή καστανομάτα γυναίκα που κατέβηκε να ξεκλειδώσει την καγκελόφραχτη πόρτα που οδηγούσε στις σκάλες. Κάποιος είχε πειράξει την κλειδαριά και δεν μπορούσες να βάλεις πια κλειδί από έξω. «Το καφέ έχει κλείσει, αλλά προλαβαίνεις να φας βραδινό αν πας κατευθείαν μέσα». «Σ’ ευχαριστώ, Μάρτα, αλλά δεν πεινάω». «Κουρασμένος φαίνεσαι». «Ήρθα με τα πόδια από τη Στάτεν». «Σοβαρά; Μα δεν έχει λεωφορείο;» Η γυναίκα άρχισε να ξανανεβαίνει τις σκάλες κι ο Περ έσυρε τα πόδια του ξοπίσω της. «Είχα να ξεκαθαρίσω διάφορα πράγματα στο μυαλό μου»

(46)

απάντησε εκείνος. «Ήρθε κάποιος και σε ζητούσε πριν από λίγο». Ο Περ κοκάλωσε. «Ποιος;» «Δεν ρώτησα. Μπορεί να ήταν κι η αστυνομία». «Γιατί το λες αυτό;» «Φαινόταν να θέλει να σου μιλήσει πάση θυσία κι άρα σκέφτηκα πως μάλλον είχε σχέση με κάποιον από τους κρατούμενους που ξέρεις. Ή κάτι τέτοιο». Ήδη, σκέφτηκε ο Περ. Με ψάχνουν ήδη. «Μάρτα, πιστεύεις σε τίποτα;» Εκείνη έκανε μεταβολή. Χαμογέλασε. Ο Περ σκέφτηκε ότι ένας νεαρός θα μπορούσε εύκολα να ερωτευτεί αυτό το χαμόγελο. «Στον Θεό ή στον Χριστό, ας πούμε;» ρώτησε η Μάρτα, σπρώχνοντας την πόρτα προς τη ρεσεψιόν, ένα απλό παράθυρο στον τοίχο, μ’ ένα γραφείο από πίσω του.

(47)

«Στη μοίρα. Στην τύχη, αντί για την κοσμική βαρύτητα». «Πιστεύω στην τρελο-Γκρέτα» μουρμούρισε η Μάρτα ξεφυλλίζοντας κάτι εφημερίδες. «Τα φαντάσματα δεν…» «Η Ίνγκερ είπε ότι άκουσε το κλάμα ενός μωρού χτες». «Η Ίνγκερ έχει σπασμένα νεύρα, Μάρτα». Η Μάρτα πέρασε πίσω από τον τοίχο κι έβγαλε το κεφάλι της από το άνοιγμα. «Περ, πρέπει να μιλήσουμε…» Εκείνος αναστέναξε. «Ξέρω. Είστε πλήρεις και…» «Μας πήραν από το κέντρο στη Σπουρβαϊσγκάτα να μας πουν ότι λόγω της πυρκαγιάς θα παραμείνουν κλειστοί για ακόμα δυο μήνες. Τουλάχιστον σαράντα από τους ενοίκους μας μοιράζονται δωμάτια. Δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι. Ο ένας κλέβει τον άλλο και μετά πιάνονται στα χέρια. Ζήτημα χρόνου είναι να ’χουμε τραυματίες». «Εντάξει, εντάξει, δεν θα μείνω για πολύ ακόμα εδώ». Η Μάρτα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε

(48)

απορημένη. «Γιατί δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς σπίτι σου; Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι; Σαράντα;» «Τριάντα οκτώ. Το σπίτι τής ανήκει και… είναι μεγάλο μπλέξιμο» είπε χαμογελώντας πικρά ο Περ. Άφησε τη γυναίκα στη ρεσεψιόν και προχώρησε στον διάδρομο. Πίσω από δύο πόρτες ακουγόταν εκκωφαντική μουσική. Αμφεταμίνες. Δευτέρα σήμερα: Το Γραφείο Επιδομάτων μόλις είχε ανοίξει μετά το Σαββατοκύριακο και γινόταν ο κακός χαμός. Ο Περ ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου του. Το μικροσκοπικό, κακοσυντηρημένο δωμάτιο με το μονό κρεβάτι του και τη μοναδική ντουλάπα κόστιζε έξι χιλιάδες κορόνες τον μήνα. Με τα ίδια λεφτά μπορούσες να νοικιάσεις ολόκληρο διαμέρισμα έξω από το Όσλο. Κάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε έξω από το βρόμικο παράθυρο. Η κίνηση απέξω βούιζε, σαν υπνωτισμένη. Ο ήλιος έλαμπε μέσ’ από τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες. Μια μύγα πάλευε να επιβιώσει πάνω στο περβάζι. Σύντομα θα πέθαινε. Έτσι είναι η ζωή. Όχι ο θάνατος, η ζωή. Ο θάνατος δεν είναι τίποτα. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που το πρωτοσυνειδητοποίησε αυτό; Πως όλα τα υπόλοιπα, ό,τι κήρυττε, δεν ήταν παρά μια ανθρώπινη ασπίδα ενάντια στον

References

Related documents

This study found that female migrants in Myanmar report better health outcomes compared to non-migrant women in regards to family planning and maternal health.. Myanmar is

6 Other important features of post-colonial Indian democracy like universal adult suffrage; federalism, particularly, the administrative division of India on the basis of

The purpose of this project was to develop an evidence-based exercise program, later titled Simply Strong, for reducing fall risk and improving mobility in elderly adults

Isolated ulnar shaft fractures that are not displaced by more than 50 percent of the bone diameter and that are angulated less than 10 degrees can be treated with

Automotive Industrialization European Manufacturing During the 2007 economic recession, American banks and businesses, including Ford, General Motors and Chrysler, were

This European Standard specifies the requirements for base compartments, cableways and earthing terminals of lighting columns having nominal heights u  20 m for post top columns and

5 Decide if you want to use a specific port to allow AccountEdge workstations to access the company file on the host computer, or if you want to allow FileConnect to choose a port

While these arguments make for a compelling case against the efficacy of the ACA's rate review process, this Article does not advocate abandoning rate review for