• No results found

E.C.W. Myers - Ελληνική Περιπλοκή

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "E.C.W. Myers - Ελληνική Περιπλοκή"

Copied!
171
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)

E.C.W. Myers

Η ελληνική

περιπλοκή

The Greek Entanglement

(2)

Εξάντας – 1975

Θα πάμε με τον Άντονυ να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για τη διευθέτηση της Θα πάμε με τον Άντονυ να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για τη διευθέτηση της ελληνικής περιπλοκής ελληνικής περιπλοκής Ουίνστον Τσώρτσιλ, Θρίαμβος και Τραγωδία Ουίνστον Τσώρτσιλ, Θρίαμβος και Τραγωδία Σημείωμα του Συγγραφέως Το κείμενο που ακολουθεί είναι οι εμπειρίες μου από την καταχτημένη Ελλάδα του 1942 - 43, η εξιστόρηση των γεγονότων που επηρέασαν την ελληνική Αντίσταση και, ιδιαίτερα, εκείνων που προκάλεσαν την έκρηξη του εμφύλιου πολέμου το 1944. Όταν, μετά το τέλος του πολέμου, το έγραψα για πρώτη φορά εν περιλήψει, χρειάστηκε ν' απαλείψω ορισμένα αποσπάσματα από το τελευταίο, αμφισβητούμενο μέρος του βιβλίου, προκειμένου να μου επιτραπεί η δημοσίευσή του, ξέροντας ωστόσο ότι μ' αυτό τον τρόπο του αφαιρούσα την οποιαδήποτε ιστορική αξία που θα μπορούσε να έχει. Τώρα, ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια, μπορώ να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία που έγραψα τότε. Το βιβλίο δημοσιεύεται εν μέρει γιατί μπορεί να περιέχει στοιχεία που να συμβάλλουν στην ιστορική τοποθέτηση των γεγονότων και εν μέρει για ν' αποτίσει, καθυστερημένα έστω, φόρο τιμής στους ανθρώπους που εργάστηκαν κάτω από τις διαταγές μου και σε πολλούς ιπποτικούς έλληνες αντάρτες της ελληνικής Αντίστασης. Κυρίως όμως δημοσιεύεται για ν' αποτίσει φόρο τιμής στους άλλους, τους μεγαλύτερους ίσως, ήρωες της ελληνικής Αντίστασης: τον άοπλο λαό των βουνών· το λαό που άντεξε στην φοβερή τρομοκρατία των αντιποίνων του εχθρού, το λαό που δεν έβγαλε προδότες, το λαό που ανάμεσά του κινούμαστε πάντα ελεύθερα και που μας προμήθευε με τροφή, στέγη, οδηγούς και πληροφορίες για τον εχθρό. Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ ότι χωρίς την υποστήριξη αυτού του λαού, χωρίς το σχεδόν απίστευτο ψυχικό του σθένος, δεν θα μπορούσε να υπάρξει αποφασιστική Αντίσταση. Ε.C.W.M. Ε.C.W.M.

(3)

1. ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

20 Σεπτεμβρίου 1942. Θυμάμαι πολύ ζωηρά εκείνο το ζεστό βράδυ. Ο εχθρός, κάπου εκατό μίλια μακρυά, στεκόταν απέναντι μας στο Ελ Αλαμέιν. Με την ιδιότητά μου ως Ταξιάρχου του τμήματος Συνδυασμένων Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου του Καΐρου, καθόμουν στο γραφείο μου και μελετούσα ένα πρόβλημα που είχε σχέση με την ενίσχυση της Βόρειας Συρίας για την περίπτωση που ο εχθρός, παραβιάζοντας την ουδετερότητα της Τουρκίας, θα εισέβαλλε από τη Θράκη και την Ανατολία στη Μέση Ανατολή από το Βορρά. Παρά τα διαδοχικά κύματα δροσερού αέρα, με τα οποία με ρίπιζε ένας περιστρεφόμενος ανεμιστήρας, ο ιδρώτας δεν έπαυε να με περιλούει όταν η πόρτα άνοιξε και είδα να μπαίνει στο δωμάτιο ο φίλος μου αντισυνταγματάρχης Χάμιλτον, που είχα να τον δω από τη Στρατιωτική Σχολή της Χαϊάφας, έξι μήνες πρωτύτερα. Ο Χάμιλτον κάθησε δίπλα μου σε μια καρέκλα και μου είπε ότι είχε να συζητήσει μαζί μου ένα μάλλον εμπιστευτικό θέμα και ότι ήθελε τη συμβουλή μου. Ανήκε, είπε, στο προσωπικό μιας οργάνωσης η οποία κατεύθυνε τις επιχειρήσεις πίσω από τις γραμμές του εχθρού και η οποία, οπως ανακάλυψα κατόπιν, ονομαζόταν Ειδική Εκτελεστική Υπηρεσία.1 Ήθελε να μάθει ποιον θα έπρεπε να δει για να του δώσει τρεις εκπαιδευμένους στα αλεξίπτωτα αξιωματικούς του Μηχανικού για να προσγειωθούν στα καταχτημένα εδάφη του εχθρού και ν' ανατινάξουν μια γέφυρα, κάπου στα Βαλκάνια. Πρόσφατα είχα ασχοληθεί με την εκπαίδευση των πρώτων αεροπορικών μονάδων της Μέσης Ανατολής, αλλά ήξερα ότι δεν είχε αρχίσει ακόμα η εκπαίδευσή τους. Είπα στον Χάμιλτον ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βρει εκπαιδευμένους αλεξιπτωτιστές αξιωματικούς του Μηχανικού στη Μέση Ανατολή από τους οποίους να μπορεί να διαλέξει εθελοντές. Δεν ήξερα άλλους αλεξιπτωτιστές εκτός από μερικούς που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από την SAS (Ειδική Αεροπορική Υπηρεσία), η οποία τελούσε υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Ντέιβιντ Στίρλινγκ και η οποία έκανε επιδρομές στα αεροδρόμια και τις άλλες εγκαταστάσεις του εχθρού στην βορειοαφρικανική έρημο. Ο Χάμιλτον με κοίταξε. «Τι είναι αυτό το σήμα που φοράς;», ρώτησε. «Βλέπω πως είσαι αλεξιπτωτιστής». «Α, ναι», απάντησα, «αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος». Και του εξήγησα πως είχα μάθει να πηδάω από το αεροπλάνο, κατά τις ελεύθερες ώρες μου, όταν ήμουν εκπαιδευτής στη Σχολή Συνδυασμένων Επιχειρήσεων στο Κανάλι του Σουέζ, αναφέροντάς του μάλιστα ότι οι εκπαιδευτές μου του Κέντρου Εκπαίδευσης της SAS με κορόιδευαν λιγάκι γι' αυτό. Είχα κάμει το πρώτο μου πήδημα κυρίως για λόγους προπαγάνδας, θέλοντας να δώσω στους μαθητές της Σχολής Συνδυασμένων Επιχειρήσεων ν' αντιληφθούν ότι ένας από τους μελλοντικούς ρόλους των αεροπορικών μονάδων θα ήταν να συμπαραστέκονται στις ναυτικές μονάδες σε ενδεχόμενο αποβατικό εγχείρημα. Ύστερα από το πρώτο αυτό πήδημα, σκέφτηκα πως δεν υπήρχε λόγος να μην επιχειρήσω και τα υπόλοιπα (άλλα πέντε), πράγμα που θα μου επέτρεπε να φορώ το σήμα του αλεξιπτωτιστή και που θ' αποτελούσε μια ζωντανή, κατά κάποιον τρόπο, διαφήμιση για το σκοπό μου. Και το έκανα. «Κλείνω ακριβώς εφτά χρόνια στη Μέση Ανατολή», πρόσθεσα, «και επιστρέφω στην πατρίδα σε δεκαπέντε μέρες. Άλλωστε, δεν γνωρίζω καμιά

(4)

βαλκανική γλώσσα και οι γνώσεις μου για τα μέρη αυτά περιορίζονται σε μερικές ώρες που πέρασα στην Αθήνα και το Ντουμπρόβνικ». Ο Χάμιλτον τέντωσε τα μάτια του. «Μα δεν πειράζει καθόλου! Είσαι ακριβώς ο άνθρωπος που ψάχνουμε. Πώς θα σου φαινόταν ν' αναλάβεις αυτή την επιχείρηση; Είναι φοβερά ενδιαφέρουσα. Θα είσαι πίσω σε μερικές βδομάδες και τότε μπορείς να πας κατευθείαν στην πατρίδα». Είπα πως η υπόθεση δε μ' ενδιέφερε πραγματικά. Δεν ήταν στα πλαίσια των καθηκόντων μου. Ήμουν ένας μόνιμος στρατιώτης. Είχα ζήσει αρκετά στη Μέση Ανατολή και ήθελα να ασχοληθώ με κάτι στο Δεύτερο Μέτωπο. «Μόνιμος στρατιώτης! Να γιατί είσαι κατάλληλος γι' αυτή ειδικά την υπόθεση», απάντησε, «θέλουμε κάποιον που να είναι αξιωματικός του επιτελείου, που να \μπορεί να εντυπωσιάσει τους αρχηγούς των ανταρτών και που θα μπορέσει να οργανώσει τις δυνάμεις τους για μια συγκεντρωτική επίθεση». Τον ρώτησα αν μιλούσε σοβαρά. Μου το διαβεβαίωσε και μάλιστα επανειλημμένα. Εντελώς αναποφάσιστος ακόμα για το αν θα δεχόμουνα μια τέτοια αποστολή, απάντησα απερίσκεπτα: «Λοιπόν, πάμε δίπλα να δούμε τι λέει γι' αυτό ο προϊστάμενός μου, ο ναύαρχος Μάουντ». Και πήγαμε στο γραφείο του. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο ναύαρχος Μάουντ είπε πως δεν είχε αντίρρηση. Το θέμα εξαρτιόταν από μένα. Αυτός, έτσι κι αλλιώς, θα μ' έχανε σε δεκαπέντε μέρες. Δεν βρήκα τι ν' απαντήσω πάνω σ' αυτό. Μπερδεμένος, έσυρα τον Χάμιλτον έξω από το γραφείο, λέγοντας στα Ναύαρχο ότι πάμε να το συζητήσουμε εκτενέστερα. Έδωσα στον Χάμιλτον το όνομα ενός συναδέλφου αξιωματικού που βρισκόταν στο αρχηγείο του Μηχανικού. Του υπέδειξα να πάει πρώτα να τον δει και να ζητήσει τη βοήθειά του και μετά να μ' ενημερώσει σχετικά. Συμφώνησε κι έφυγε. Η επίσκεψη του, που δεν την είχα πάρει πράγματι σοβαρά, έφυγε από το μυαλό μου και συνέχισα την εργασία μου. Την άλλη μέρα, ο Χάμιλτον ξανάρθε στο γραφείο μου και μου είπε ότι είχε μιλήσει με τον επικεφαλής της μονάδας του Μηχανικού. Η συζήτησή τους ήταν πολύ εποικοδομητική. Επιπλέον, είπε, είχε μιλήσει και με τους δικούς του ανθρώπους και είχαν όλοι συμφωνήσει με τη γνώμη του, ότι ο άνθρωπος που γύρευαν ήμουν ακριβώς εγώ. Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Τελικά, έφτασα σ' ένα μάλλον ασαφές συμπέρασμα ότι, αν πραγματικά με είχαν ανάγκη, όφειλα να πάω. Του είπα λοιπόν ότι αν δεν υπήρχε κανένας να πάρει τη θέση μου, ήμουν έτοιμος ν' αναλάβω το εγχείρημα, αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν επρόκειτο να κουνήσω ούτε το μικρό μου δάχτυλο σχετικά. Αυτός θα έπρεπε να μου εξασφαλίσει την άδεια για να πάω. Καταλήγοντας του είπα ότι ο διοικητής του θα έπρεπε να δει τον αρχηγό του Επιτελείου και να συνεννοηθεί. «Θαυμάσια!», αποκρίθηκε ο Χάμιλτον. «Έχε όμως υπόψη σου ότι βρισκόμαστε στη

(5)

χάση του φεγγαριού και μέχρι την ερχόμενη βδομάδα θα πρέπει να έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Διαφορετικά, θα είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε το νέο φεγγάρι για ν' αναλάβουμε το εγχείρημα —πολύ αργά πιθανόν για το σκοπό μας. Θα σου πω αύριο αν θα μπορέσω να σου εξασφαλίσω άδεια για νάρθεις». Και το θέμα έμεινε εκεί. Δυο μέρες αργότερα, μη έχοντας νέα, τηλεφώνησα στον Χάμιλτον και τον ρώτησα πώς πήγαιναν τα πράγματα. Μου είπε πως δεν είχε ακόμα τελική απάντηση, αλλά νόμιζε πως ήταν εντάξει. Μέχρι το βράδυ θα με ειδοποιούσε. Εκείνη τη μέρα δεν είχα πολλή δουλειά και κάποιος φίλος μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα στην Αλεξάνδρεια με τ' αεροπλάνο του. Καθώς είχα να κάνω μια μικρή δουλειά εκεί, αποφάσισα να πάω. Τελείωσα τη δουλειά μου γρήγορα, πήρα ένα πλούσιο γεύμα στο ξενοδοχείο ΣέσιλΣέσιλ και μετά, καθώς είχα διαθέσιμο χρόνο, αποφάσισα να κάνω έναν μακρύ περίπατο στην παραλία. Κάθε άλλο παρά που ήμουν σε φόρμα για κάτι τέτοιο. Είχα περάσει τους τέσσερις τελευταίους μήνες κλεισμένος σ' ένα γραφείο κι εκτός από ένα συμπτωματικό μπάνιο στο κανάλι του Σουέζ, δεν είχα καμιά άλλη άσκηση. Περπάτησα με κόπο καμιά ώρα περίπου και κατόπι συνάντησα πάλι το φίλο που με είχε φέρει. Επιστρέψαμε στο Κάιρο χωρίς κανένα απρόοπτο. Μόλις μπήκα στο γραφείο μου, πήρα πάλι τηλέφωνο τον Χάμιλτον. «Εντάξει», είπε. «Τα καταφέραμε. Ο αρχηγός του Επιτελείου είπε ότι θάρθεις». «Πολύ καλά», απάντησα, «αλλά ξέρεις βέβαια ότι αυτή η δουλειά είναι εθελοντική και δεν μπαίνει θέμα διαταγής». «Μα, φυσικά», αποκρίθηκε ο Χάμιλτον. «Ήθελα να πω ότι ο αρχηγός του Επιτελείου είναι σίγουρος πως θα θελήσεις νάρθεις. Σε διαλέξαμε εμείς προσωπικά». Ένα πλήθος σκέψεις —σπίτι, γονείς, καθήκον και η μεγάλη επιθυμία μου να γυρίσω στην Αγγλία— με τύλιξαν. Αλλά αποκρίθηκα ήρεμα: «Εντάξει» και συμφωνήσαμε με τον Χάμιλτον να πάω την επομένη στο γραφείο του να τα πούμε. Το πρωί βρισκόμουν στα γραφεία της SOE Καΐρου, όπου μου είπαν ότι η επιχείρηση θα λάβαινε χώρα σε τέσσερις μέρες. Είχαν συγκεντρωθεί δεκατέσσερις εθελοντές. Μερικοί απ' αυτούς ήταν ακόμα στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών, που βρισκόταν κοντά στο κανάλι του Σουέζ και μόλις τότε μάθαιναν να πηδούν. Μου εξήγησαν τη δουλειά. Το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής σκόπευε να διασπάσει τη γραμμή του Ελ Αλαμέιν. Ήταν πολύ σημαντικό να παρεμποδίσουμε με κάθε τρόπο τις προσπάθειες του εχθρού να ενισχύσει τις βάσεις του κατά μήκος της βορειοαφρικανικής ακτής, φέρνοντας προμήθειες δια θαλάσσης από τη νότια Ευρώπη. Μια από τις οδούς ανεφοδιασμού, που τη χρησιμοποίησή της ήταν δύσκολο να παρεμποδίσει η αεροπορία και το ναυτικό μας, γιατί καλύπτονταν από τις βάσεις του εχθρού στα ελληνικά νησιά, ήταν εκείνη που οδηγούσε από τον Πειραιά στην Κρήτη. Ένας σημαντικός αριθμός πλοίων μπορούσε να ξεγλιστράει κάθε βράδυ από την Κρήτη για το Τομπρούκ και τη Βεγγάζη. Ο Πειραιάς εξυπηρετούνταν από μια μοναδική σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη, κατέβαινε προς το νότο διαμέσου του θεσσαλικού κάμπου και περνώντας ανάμεσα από τα απότομα βουνά της Ρούμελης και της Αττικής κατέληγε στην Αθήνα.

(6)

Στη Ρούμελη υπήρχαν τρεις μεγάλοι σιδηροδρομικοί κόμβοι προς την βορειοανατολική άκρη του ορεινού συγκροτήματος της Γκιώνας και η καταστροφή οποιουδήποτε απ' αυτούς θα διέκοπτε την σιδηροδρομική επικοινωνία για πολλές βδομάδες και πιθανόν για μήνες. Οι τρεις αυτοί κόμβοι (γέφυρες) ήταν — από Βορρά προς Νότο — ο Γοργοπόταμος, ο Ασωπός και η Παπαδιά. Αποστολή μας θα ήταν ν' ανατινάξουμε μια από τις τρεις αυτές γέφυρες. Η γέφυρα της Παπαδιάς είχε ήδη ανατιναχτεί μια φορά, κατά τη διάρκεια της υποχώρησης των Συμμαχικών Δυνάμεων το 1941, αλλά στο μεταξύ είχε επισκευαστεί. Μου εξήγησαν ότι κατά τη διάρκεια της εσπευσμένης αποχώρησής μας τον Απρίλιο του 1941, δεν είχαμε καιρό να προετοιμάσουμε με τους πατριώτες σαμποτάζ πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Την τελευταία στιγμή ωστόσο μερικοί έλληνες εθελοντές είχαν προσφερθεί να εργαστούν σαν πράκτορές μας στην Αθήνα. Ένας δυο απ' αυτούς βρίσκονταν τώρα σ' επικοινωνία μαζί μας κι έτσι μπορούσαμε να τους κατευθύνουμε και, μέσω αυτών, να κατευθύνουμε και τους άλλους πατριώτες σε συγκεκριμένες σαμποταριστικές δραστηριότητες. Ήδη οι πράκτορές μας αυτοί είχαν αποδείξει την ικανότητα και το θάρρος τους. Ένας σημαντικός αριθμός πλοίων είχαν υποστεί σαμποτάζ ή είχαν βυθιστεί στον Πειραιά και τα άλλα λιμάνια της Ελλάδας. Ο κύριος συντονιστικός μας παράγοντας στην Αθήνα ήταν ένας έλληνας αξιωματικός του ναυτικού, ονόματι Κουτσογιαννόπουλος, που είχε πάρει το ψευδώνυμο Προμηθέας. Εκείνη την εποχή, εξαιτίας της ισχνότητας της συσκευής του Κουτσογιαννόπουλου, τα μηνύματα με τον ασύρματο έφταναν ως εκείνον διαμέσου ενός σταθμού αναμετάδοσης που βρισκόταν στην Τουρκία και όπως ήταν φυσικό μερικές φορές καθυστερούσαν. Διαμέσου του Προμηθέα, είχαμε έρθει σ' επαφή με μερικές μικρές αντάρτικες ομάδες, που είχαν πρόσφατα σχηματιστεί στα βουνά, και είχαμε καταφέρει να τους ρίξουμε με αλεξίπτωτα μικρές ποσότητες εκρηκτικών υλών και μερικά όπλα για να τα χρησιμοποιήσουν σε σαμποτάζ. Αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν μερικές επιτυχημένες επιθέσεις των ομάδων αυτών ενάντια σε αποσπασμένα τμήματα του ιταλικού στρατού και σε απομονωμένους στόχους. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1942, η SOE Καΐρου είχε στείλει στον Προμηθέα ένα μήνυμα όπου του έλεγε ότι ο Αρχηγός των δυνάμεων της Μέσης Ανατολής στρατηγός Αλεξάντερ, θεωρούσε ζωτικής σημασίας την καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης — Αθηνών και τον ρωτούσε αν κάποια από τις αντάρτικες ομάδες με τις οποίες βρισκόταν σ' επαφή θα μπορούσε ν' ανατινάξει τη γέφυρα της Παπαδιάς. Είπαν στον Προμηθέα ότι είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε με αλεξίπτωτο τα αναγκαία εκρηκτικά στο πλησιέστερο προς την περιοχή των ανταρτών βουνό, τη Γκιώνα, και του ζήτησαν να μας πληροφορήσει σύντομα αν θεωρούσε το εγχείρημα εφικτό. Η απάντηση δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου. Μ' αυτή, γινόταν γνωστό ότι για τη διενέργεια σαμποτάζ σε οποιαδήποτε από τις γέφυρες της Γκιώνας, οι αντάρτες της περιοχής χρειάζονταν τη συμπαράσταση μιας ομάδας από δέκα περίπου βρετανούς αλεξιπτωτιστές ανάμεσα στους οποίους θα έπρεπε να υπάρχουν δυο τουλάχιστον ειδικοί σαμποτέρ, με τις αναγκαίες εκρηκτικές ύλες, και οι οποίοι θα μπορούσαν να προσεδαφιστούν μια οποιαδήποτε νύχτα από τις 28 Σεπτεμβρίου μέχρι 3 Οκτωβρίου. Θα τους περίμεναν μερικοί πατριώτες που τελούσαν υπό τις διαταγές ενός δικηγόρου, ονόματι Σεφεριάδη. Για να μπορέσει η ομάδα να προσεδαφιστεί στο κατάλληλο σημείο, οι άντρες του Σεφεριάδη θα άναβαν κάθε βράδυ, στις παραπάνω ημερομηνίες, μεγάλες φωτιές σε σχήμα σταυρού. Ταυτόχρονα, μας ζητούσαν να στείλουμε έναν ακόμα αξιωματικό με συσκευή

(7)

ασυρμάτου σ' έναν άλλο αντάρτη αρχηγό που τον έλεγαν συν)ρχη Ζέρβα και που είχε κάμει πρόσφατα την εμφάνισή του στην περιοχή του Βάλτου, στη Δυτική Ελλάδα. Ο αξιωματικός αυτός θα ενεργούσε σαν σύνδεσμος μεταξύ Ζέρβα και SOE Καΐρου. Δυστυχώς το όνομα της τοποθεσίας που θα προσεδαφιζόταν ο αξιωματικός ήταν δυσανάγνωστο στο σήμα. Πάνω σ' αυτά τα δεδομένα προετοιμάστηκε η επιχείρησή μας. Τρία, από τα τέσσερα όλα κι όλα, αεροπλάνα μάρκας LIBERATOR που είχαν διατεθεί για Ειδικές Επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, θα μετέφεραν μια ομάδα από εννιά αξιωματικούς και τρεις ασυρματιστές και θα τους άφηναν να πέσουν στους αντάρτες που θα περίμεναν. Η όλη επιχείρηση ανατέθηκε σε μένα. Ο ταγματάρχης (αργότερα συν)ρχης) Κρις Γούντχάουζ2, που είχε ήδη κάμει ένα διάστημα στην καταχτημένη από τον εχθρό Κρήτη, θα ήταν υποδιοικητής της αποστολής. Οχτώ από μας — μαζί κι εγώ — θα μπαίναμε σε δυο LIBERATOR και θα πέφταμε στην ομάδα του Σεφεριάδη, στη Γκιώνα. Οι υπόλοιποι τέσσερις, με επικεφαλής τον Κρις, θα πήγαιναν με το άλλο αεροπλάνο στο Ζέρβα. Ψάχνοντας σ' έναν χάρτη της Ελλάδας για να βρούμε ένα όνομα που να μοιάζει μ' αυτά που δεν μπορούσαμε να ξεκαθαρίσουμε ανάμεσα από τα φθαρμένα γράμματα του μηνύματος, ανακαλύψαμε τυχαία κάποιο που ήταν σχεδόν όμοιο: ενός χωριού που βρισκόταν κοντά στο βουνό Τυμφρηστός της Κεντρικής Ελλάδας, τριάντα περίπου μίλια βορειοδυτικά της Γκιώνας. Δεν είχαμε τον απαιτούμενο χρόνο για να ελέγξουμε την ακρίβεια της τοποθεσίας από τον Προμηθέα, γιατί ο έμμεσος τρόπος επικοινωνίας μαζί του εκείνη την εποχή απαιτούσε αρκετές μέρες. Η SOE Καΐρου έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο Ζέρβας είχε μεταφερθεί ανατολικά προς την περιοχή της Γκιώνας. Αποφασίστηκε να πέσουμε όλοι με τις στολές μας. Όσο γινόταν συντομότερα μετά την άφιξή μας, η δική μου με την ομάδα του Γούντχάουζ θα ενώνονταν με τις αντάρτικες δυνάμεις και θα επιχειρούσαν μια συνδυασμένη επίθεση σε μια από τις τρεις γέφυρες. Μετά την επιτυχή καταστροφή της γέφυρας, όλοι εμείς, εκτός από τον Κρις, έναν νεαρό έλληνα υπολοχαγό ονόματι «Θέμη» Μαρίνο (που συμμετείχε σε μια βρετανική αποστολή και μιλούσε τα αγγλικά με ευκολία), και δυο ασυρματιστές, θα μεταφερόμαστε προς τις δυτικές ελληνικές ακτές όπου και θα μας παρελάμβανε ένα υποβρύχιο. Θα καθορίζαμε το ακριβές σημείο μ' ένα σήμα που θα στέλναμε αργότερα. Μετά την αναχώρησή μας, γινόταν η σκέψη να μην αναπτυχθεί μεγάλη δραστηριότητα από τους αντάρτες στα βουνά και οι επιχειρήσεις να περιοριστούν σε σαμποτάζ από παράνομες ομάδες που θα δρούσαν στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Ο Κρις θα δρούσε σαν παρατηρητής με τους αντάρτες και σαν σύνδεσμος με οποιαδήποτε άλλη ομάδα που θα εντασσόταν πιθανόν στις γραμμές τους στο μέλλον. Μ' αυτή την προοπτική, ο Κρις διατάχθηκε να μείνει με τον συν)ρχη Ζέρβα, τον οποίο η SOE θεωρούσε προφανώς σαν πιθανό αρχηγό όλων των ελληνικών αντιστασιακών δυνάμεων του βουνού στο μέλλον. Μονάχα αν αποδειχνόταν αδύνατο για τον Κρις να μείνει με τον Ζέρβα, θα έψαχνε να βρει κάποιον άλλο καπετάνιο. Κατά τη διάρκεια αυτών των τεσσάρων τελευταίων ημερών στην Αίγυπτο είχαμε να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, Προσωπικά εγώ, έπρεπε να κατατοπιστώ για την εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας εκείνης της εποχής, να ετοιμάσω ένα σχέδιο και να ενημερώσω όλους τους άλλους. Κοντά σ' αυτά, έπρεπε να διαλέξω τα αναγκαία εφόδια για τον καθένα και ρουχισμό. Τις δυο πρώτες μέρες εργάστηκα συνέχεια στα Κάιρο, τις περισσότερες ώρες στα γραφεία της SOE. Ζήτησα σχεδιαγράμματα των γεφυρών. Για την Παπαδιά και τον

(8)

Γοργοπόταμο τα σχέδια ήταν έτοιμα και μου τα έδωσαν να τα μελετήσω. Τα σχέδια για τη γέφυρα του Ασωπού τα περιμέναμε να φτάσουν από το Λονδίνο μέσα στις δυο επόμενες μέρες. Μελέτησα τα σχεδιαγράμματα όσο καλύτερα μπορούσα. Συμβουλεύτηκα έναν ικανό αξιωματικό του Μηχανικού της Νέας Ζηλανδίας· μετά πήγα στα δικό μας τμήμα Μηχανικού και είδα το στρατηγό Τίκελ τον οποίο γνώριζα προσωπικά και ζήτησα και τη δική του συμβουλή (και στις δυο περιπτώσεις πήρα τη σχετική άδεια για τις ενέργειές μου) . Όταν κατέστρωσα ένα απλό σχέδιο για την καταστροφή της κάθε γέφυρας, υπολόγισα τα εκρηκτικά και όλα τα υλικά που θα χρειάζονταν και τα πολλαπλασίασα επί του τρία ώστε να υπάρχουν αρκετά στο κάθε αεροπλάνο για την ανατίναξη μιας από τις τρεις γέφυρες. Παρέδωσα τον κατάλογο και είπα να ετοιμάσουν τα υλικά. Το βράδυ της δεύτερης μέρας, κατέβηκα στο κανάλι του Σουέζ για να συναντήσω τους υπόλοιπους της ομάδας μου (που περιλάμβανε και δυο εφεδρικούς), οι οποίοι γυμνάζονταν, και να διαλέξω εκείνους που θα έρχονταν μαζί μου. Φτάνοντας διαπίστωσα ότι ο ένας απ' αυτούς είχε μπει στην ομάδα το απόγευμα εκείνης της μέρας και ότι οι υπόλοιποι, ύστερα από δυο ημερών προκαταρκτικά μαθήματα, είχαν επιχειρήσει την πρώτη τους πτώση με αλεξίπτωτο εκείνο το πρωί. Την πρώτη τους νυχτερινή πτώση θα την έκαναν το ίδιο βράδυ. Παρόλο που είχα κάνει στο παρελθόν δυο νυχτερινές πτώσεις κατά την εκπαίδευσή μου, αποφάσισα να πηδήσω κι εγώ μαζί τους. Ο αξιωματικός που μόλις είχε μπει στην ομάδα, προσφέρθηκε να κάνει κι αυτός το πρώτο του πήδημα μαζί μας. Οι ασκήσεις στο αλεξίπτωτο ήταν πολύ δύσκολες εκείνη την εποχή. Το αεροδρόμιο, απ' όπου θα ξεκινούσε το εκπαιδευτικό αεροπλάνο, ήταν γεμάτο από βομβαρδιστικά που είχαν αναγκαστεί ν' αποσυρθούν από τα προωθημένα αεροδρόμιά μας στην έρημο, ύστερα από τη γερμανική προέλαση στη γραμμή του Ελ Αλαμέιν. Τα αεροπλάνα αυτά βρίσκονταν σε λειτουργία ολόκληρο το εικοσιτετράωρο και σ' ένα αδιάκοπο σχεδόν πηγαινέλα, βομβαρδίζοντας τις εχθρικές θέσεις που βρίσκονταν σε δυο μόνο ώρες απόσταση από μας. Απογειωθήκαμε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα και επιχειρήσαμε το πήδημα. Προσεδαφιστήκαμε όλοι μ' επιτυχία και κανένας δεν έδειξε να είναι ακατάλληλος για το εγχείρημα. Αμέσως κατόπιν, και μια που ο Κρις είχε ήδη ζήσει μ' αυτούς τους ανθρώπους δυο ολόκληρες μέρες, τον πήρα παράμερα και του είπα να με βοηθήσει να κάνω την τελική μου εκλογή. Αυτόν, εμένα και τον ταγματάρχη Τζων Κουκ, έναν αξιωματικό των Κομμάντος, μας είχε ήδη επιλέξει η SOE Καΐρου σαν αρχηγούς, για το κάθε αεροσκάφος. Έπρεπε επίσης να πάρουμε μαζί μας τους τρεις χειριστές ασυρμάτου, τους λοχίες Βίλμοτ, Φίλιπς και Τσίτις, από έναν σε κάθε αεροσκάφος. Ο Κρις ήθελε να μείνει μαζί του στην Ελλάδα ο υπολοχαγός Θέμης Μαρίνος, μετά την δική μας αναχώρηση από εκεί. Οι λοχαγοί Ντένις Χάμσον και Νατ Μπάρκερ (αξιωματικοί κομμάντος, εκπαιδευμένοι στα εκρηκτικά), μιλούσαν ελληνικά. Πιθανόν, θα τους χρειαζόμαστε και τους δύο σαν διερμηνείς. Έμεναν οι πέντε αξιωματικοί του Μηχανικού από τους οποίους έπρεπε να διαλέξουμε τρεις. Είπα στον Κρις να μου υποδείξει ποιους θάπρεπε να αποκλείσουμε. Ο Κρις πίστευε πως ήταν όλοι πρώτης τάξεως, αλλά είχε την εντύπωση ότι ο ένας από τους πέντε δεν φαινόταν να έχει μεγάλη αντοχή και ένας δεύτερος, παρόλο που ήταν εξαιρετικά έξυπνος, έδειχνε υπερβολικά κορδωμένος. Έτσι διαλέξαμε τους υπόλοιπους τρεις: τους λοχαγούς Τομ Μπάρνες και Άρθουρ Έντμοντς (του νεοζηλανδικού Μηχανικού και οι δύο) και τον υπολοχαγό Ίντερ Τζιλ, του Βασιλικού Μηχανικού.

(9)

Οι άλλοι δύο έδειξαν μεγάλη απογοήτευση. Τους είπα να μην απομακρυνθούν από εκεί για κάθε ενδεχόμενο και τους βεβαίωσα ότι αν διαπίστωνα αργότερα πως μπορούσα να τους πάρω μαζί μου, θα τους ειδοποιούσα. Ύστερα από μερικές ώρες ύπνο, επιστρέψαμε όλοι στο Κάιρο για να κάνουμε τις τελευταίες προετοιμασίες για την αναχώρησή μας το επόμενο βράδυ. Την τελευταία μέρα, 28 Σεπτεμβρίου, ο Κρις κι εγώ κάναμε την κατανομή των δώδεκα μελών της ομάδας μας στα τρία αεροσκάφη, ως εξής: Τομ Μπάρνες, Ντένις Χάμσον, λοχίας Βίλμοτ κι εγώ στο ένα αεροσκάφος· Κρις Γούντχάουζ, Θέμης Μαρίνος και λογίας Τσίτις στο δεύτερο· Τζων Κουκ, Ίντερ Τζιλ, Νατ Μπάρκερ και λοχίας Φίλιπς στο τρίτο. Ύστερα απ' αυτό συνεχίσαμε την ενημέρωσή μας. Ο Κρις συναντήθηκε μ' ένα - δυο έλληνες επίσημους στο Κάιρο (ο έλληνας βασιλιάς και η κυβέρνηση βρίσκονταν ακόμα στο Λονδίνο) και πήρε μερικές ακόμα πληροφορίες για τους ανθρώπους που πιθανόν θα συναντούσε στην Ελλάδα. Εγώ δεν επεδίωξα τέτοιες συναντήσεις, μια που η αποστολή μου περιοριζόταν ειδικά στην καταστροφή μιας από τις τρεις γέφυρες που ανάφερα. Φύγαμε από το Κάιρο με αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς το αεροδρόμιό μας στη ζώνη του Καναλιού. Σε δυο ώρες περίπου είμαστε εκεί και σχεδόν αμέσως αρχίσαμε ν' αλλάζουμε τα λεπτά τροπικά μας ρούχα με ζεστές χειμωνιάτικες στολές που μας είχαν πει ότι θα μας χρειάζονταν όταν θα φτάναμε στα ελληνικά βουνά. Μας έδωσαν επίσης πέτσινες ζώνες - πορτοφόλια και αρκετές εκατοντάδες χρυσές κορώνες, τις οποίες μοίρασα στα μέλη της ομάδας, προκειμένου ο Κρις κι εγώ να τις χρησιμοποιήσουμε, κατά την κρίση μας, όταν θα βρισκόμαστε στον προορισμό μας. Νιώθαμε όλοι να πνιγόμαστε μέσα σ' εκείνα τα βαριά ρούχα που ήταν τόσο αταίριαστα για ένα καλοκαιρινό βράδυ της Αιγύπτου. Κατά τις οχτώ η ώρα, πήραμε ένα βιαστικό τελικό δείπνο στο εστιατόριο της RAF που βρισκόταν μέσα στο αεροδρόμιο. Μετά συμπληρώσαμε το ντύσιμό μας με πιο ζεστές ακόμα φόρμες και τελικά φορέσαμε τα αλεξίπτωτά μας. Εκτός από τα εκρηκτικά, είχαμε πάρει μαζί μας ντουφέκια, ελαφρά αυτόματα, πυρομαχικά και χειροβομβίδες για τους αντάρτες, που περιμέναμε να συναντήσουμε κατά την άφιξή μας, και λίγο ατομικό ρουχισμό και τροφή. Όλα τα υλικά είχαν τοποθετηθεί σε μετάλλινα κιβώτια εκείνο το απόγευμα. Δώδεκα δοχεία, που το καθένα περιείχε τρία κιβώτια, τοποθετήθηκαν κατόπιν στο χώρο των βομβών που διέθετε το κάθε αεροσκάφος. Οι ασύρματοι με τις μπαταρίες τους, που δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν κατάλληλα μέσα σε κιβώτια, συσκευάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να πέσουν μαζί μας, προσαρμοσμένες ειδικά πάνω στα αλεξίπτωτά μας. Με τον κανονικό τύπο αλεξιπτώτου, το μόνο που είχε να κάνει κανείς ήταν να καθήσει στο χείλος της οπής του αεροπλάνου και όταν του δοθεί το σήμα ν' αφεθεί να γλιστρήσει στο κενό. Λίγο πριν από το πήδημα, ένας ιμάντας γνωστός σαν «στατικός ιμάντας», προσαρμοσμένος σταθερά από ένα «δυνατό σημείο» στο εσωτερικό του αεροσκάφους, ενωνόταν με την κορυφή του αλεξιπτώτου που βρισκόταν στην πλάτη του αλεξιπτωτιστή. Αμέσως μετά το πήδημα, ο στατικός ιμάντας τεντωνόταν και τραβούσε το αλεξίπτωτο έξω από το κάλυμμά του. Όταν το αλεξίπτωτο είχε βγει ολόκληρο έξω, ένα σκοινί που ένωνε τον ιμάντα με το αλεξίπτωτο έσπαζε και το τελευταίο μπορούσε ν' ανοίξει πάνω από το κεφάλι του αλεξιπτωτιστή. Το σύστημα αυτό είχε τροποποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε, ανάμεσα στο αλεξίπτωτο και στον αλεξιπτωτιστή, δεμένο πάνω στα σκοινιά του αλεξιπτώτου, λίγα πόδια πάνω από το κεφάλι του, υπήρχε ένα πρόσθετο και βαρύ πακέτο, που έπρεπε να προσεδαφιστεί μαζί του. Σε σχέση με τον αλεξιπτωτιστή, η διαδικασία ήταν ακριβώς η ίδια, αλλά αμέσως μετά το πήδημά του ένας

(10)

«διεκπεραιωτής», που ταξίδευε με το αεροσκάφος, του φόρτωνε το πρόσθετο πακέτο πίσω του. Το αλεξίπτωτο, που ήταν συνδεμένο με το πακέτο, έβγαινε έξω από τη θήκη του με τον συνηθισμένο τρόπο του «στατικού ιμάντα». Κανένας μας δεν είχε πηδήσει μέχρι τότε με το τροποποιημένο αυτό σύστημα, και δεν υπήρχε αμφιβολία πως η επινόηση δεν ήταν καθόλου επιθυμητή, γιατί, αφενός μεν, υπήρχε κίνδυνος να φάει κανείς το πακέτο κατακέφαλα κατά την προσεδάφιση, αφετέρου δε, κατά τη διάρκεια της κατάβασης, κουνιόσουν σαν εκκρεμές από κάτω του, χωρίς να μπορείς να ελέγξεις την κίνηση ή την κατεύθυνσή σου, πράγματα που, ως ένα σημείο, τα καταφέρνεις μ' ένα κανονικό αλεξίπτωτο. Αργότερα, η επινόηση αυτή εγκαταλείφθηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Προς το παρόν, δύο στους τέσσερις από μας σε κάθε αεροπλάνο, είμαστε υποχρεωμένοι να την υποστούμε, ένας για να μεταφέρει κάποιον από τους ασυρμάτους, άλλος για να μεταφέρει δυο από τις βαριές μπαταρίες. Φορτώθηκα έναν ασύρματο. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν, ιδρωκοπώντας ολόκληροι, βγήκαμε από τις καμπίνες όπου ντυθήκαμε και προχωρώντας σαν πάπιες κατευθυνθήκαμε προς τα αεροσκάφη που μας περίμεναν λίγο πιο πέρα. Χωρίσαμε, πηγαίνοντας ο καθένας για το δικό του αεροπλάνο, με την ελπίδα ότι θα ανταμώναμε πάλι στην Ελλάδα σε λίγες ώρες. Θυμάμαι ακόμα ζωηρά την τελευταία μου συζήτηση με τον Ντέρεκ Λανγκ, τον αξιωματικό του Επιτελείου που μας είχε συνοδεύσει στο Κάιρο για να μας ξεπροβοδίσει, την ανυπομονησία μας έξω από το αεροπλάνο, καθώς η πρώτη και κατόπιν η δεύτερη από τις μηχανές του τεράστιου αεροσκάφους άρχιζαν να λειτουργούν, τις ξαφνικές λάμψεις της εξάτμισης που έμοιαζαν με γαλαζωπές φλόγες μέσα στο σούρουπο. Τελικά, οι τέσσερις μηχανές άρχισαν να λειτουργούν κανονικά και μας είπαν να μπούμε μέσα. Σκαρφαλώσαμε με κόπο από ένα μικρό άνοιγμα στο κάτω μέρος του αεροπλάνου, την τρύπα απ' όπου επρόκειτο να πηδήσουμε αργότερα. Μετά η τρύπα σκεπάστηκε και σε λίγο τ' αεροπλάνα αναχωρούσαν μ' ένα τέταρτο διαφορά το ένα από τ' άλλο. Φύγαμε πρώτοι. Είχαμε μπει και οι τέσσερις στην καμπίνα του πιλότου, για να εξισορροπήσουμε όσο ήταν δυνατό το βάρος της ουράς του αεροσκάφους κατά την απογείωση. Η κούρσα στο διάδρομο απογείωσης μου φάνηκε ατέλειωτη, αλλά απογειωθήκαμε θαυμάσια κι όταν πήραμε αρκετό ύψος, ο πιλότος μας κανόνισε την πορεία του που θα μας έφερνε κατευθείαν στην ανατολική ακτή της Κρήτης. Λίγο μετά την απογείωση, βγήκαμε από την καμπίνα οδηγήσεως του LIBERATOR και προσπαθήσαμε να βολευτούμε ανάμεσα στα κιβώτια με τα υλικά για το τετράωρο (ή πεντάωρο) ταξίδι μας. Βγάλαμε τ' αλεξίπτωτα και τις ζεστές φόρμες και ταχτοποιηθήκαμε όσο πιο άνετα μπορούσαμε. Σύντομα αφήσαμε πίσω μας τις αφρικανικές ακτές και το ταξίδι μας έγινε ομαλό και μονότονο. Μονάχα μια φορά, κάπου δυο ώρες αργότερα, χρειάστηκε να κάνουμε κάτι που φάνηκε σαν απότομη στροφή για ν' αποφύγουμε μερικά αντιαεροπορικά πυρά που μας έρχονταν από κάποιο νησί και περνούσαν στο πλευρό μας. Μιάμιση περίπου ώρα αργότερα, κοιτάζοντας κάτω, διακρίναμε καθαρά μέσα στο φεγγαρόφωτο τα ωραία, αλλά απόκρημνα βουνά της Ελλάδας. Η ώρα ήταν σχεδόν μία μετά τα μεσάνυχτα. Πήγα μπροστά και μίλησα με τον πιλότο. Μου είπε ότι, αν όλα πήγαιναν καλά, σε είκοσι πάνω - κάτω λεπτά θα βρισκόμαστε πάνω από το πεδίο προσγείωσης. Γύρισα στους άλλους και τους

(11)

διέταξα να φορέσουν τ' αλεξίπτωτά τους. Φορέσαμε γρήγορα τις φόρμες και τα κασκόλ μας κι ετοιμαστήκαμε για το πήδημα. Στο μεταξύ, κατάφερα ν' αποκαταστήσω ένα είδος εσωτερικής επικοινωνίας για να μπορώ ν' ακούω και να μιλώ στον πιλότο. Σε λίγο αρχίσαμε να κάνουμε κύκλους πάνω από μια περιοχή όπου, κατά τους υπολογισμούς μας, περιμέναμε να δούμε τα φωτερά σήματα να μας χαιρετούν. Κοιτάζοντας, άλλοτε από το μικρό παράθυρο και άλλοτε από την ήδη ανοιχτή τρύπα του αεροσκάφους, διέκρινα εδώ κι εκεί αρκετές φωτιές σκορπισμένες μέσα στις κοιλάδες, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω καμιά ομάδα από αυτές που να σχηματίζει σταυρό. Κάναμε κύκλους πάνω από εκεί για αρκετά λεπτά και κατόπιν στρίψαμε δυτικά προς τον Τυμφρηστό, με την ελπίδα ότι θα βρίσκαμε σ' αυτή την περιοχή τα σημάδια που περιμέναμε. Μη βλέποντας τίποτα, κατευθυνθήκαμε προς τις δυτικές ελληνικές ακτές, ψάχνοντας συνέχεια και κάνοντας κύκλους καθώς προχωρούσαμε. Ξαναγυρίσαμε πίσω κι όταν βρεθήκαμε πάνω από την Γκιώνα αρχίσαμε πάλι τους κύκλους. Ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας, ο πιλότος με φώναξε να πάω στην καμπίνα του. Ο διεκπεραιωτής έλυσε το αλεξίπτωτό μου από τον στατικό ιμάντα και προχώρησα. Ο πιλότος είπε ότι δεν είχε δει απολύτως τίποτε που να μοιάζει με το σήμα που περιμέναμε και, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαμε πάρει, δεν υπήρχε άλλη λύση από το να επιστρέψουμε στο Κάιρο. Δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω. Γύρισα στους άλλους και τους ενημέρωσα. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη. Βγάλαμε τ' αλεξίπτωτά μας και — μ' ευχαρίστηση πλέον γιατί έκανε κρύο στο ύψος που βρισκόμαστε — τυλιχτήκαμε με όσες κουβέρτες μπορέσαμε να βρούμε στο αεροσκάφος. Σε λίγο, όλοι σχεδόν κοιμόμαστε βαθιά. Με το ξημέρωμα, βρισκόμαστε πάλι στις αιγυπτιακές ακτές και σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε στο ίδιο αεροδρόμιο από όπου είχαμε ξεκινήσει κάπου έντεκα ώρες πρωτύτερα. Κατεβαίνοντας, συναντήσαμε έναν αξιωματικό της RAF, ο οποίος μας πληροφόρησε ότι το ένα από τα άλλα δύο αεροσκάφη είχε επιστρέψει ήδη για τους ίδιους με μας λόγους. Μόλις είχαμε αρχίσει να παίρνουμε το πρόγευμά μας στη λέσχη του αεροδρομίου, όταν είδαμε το πλήρωμα και του τρίτου αεροσκάφους να μπαίνει στην αίθουσα. Ούτε κι αυτοί είχαν δει το σήμα. Μετά το πρόγευμα, μας πληροφόρησαν ότι το αεροσκάφος με το οποίο είχαμε πετάξει δεν θα μπορούσε να είναι έτοιμο για καινούργια πτήση το ίδιο βράδυ. Καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα άλλα αεροπλάνα, η αναχώρησή μας θα έπρεπε να αναβληθεί για είκοσι τέσσερις ακόμα ώρες. Μπήκαμε στ' αυτοκίνητα και ανεβήκαμε στο Κάιρο. Τις περισσότερες ώρες εκείνης της μέρας κοιμόμαστε. Την άλλη μέρα, τα σχέδια της γέφυρας του Ασωπού (εν μέρει ικανοποιητικά) είχαν επιτέλους φτάσει από την Αγγλία και τα μελέτησα εμπεριστατωμένα. Μας πληροφόρησαν ότι αν δεν προσγειωνόμαστε εκείνη τη νύχτα — τη νύχτα της 30 Σεπτεμβρίου — θα είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε τρεις βδομάδες για το καινούργιο φεγγάρι, πράγμα που σήμαινε πως το σχέδιο πιθανόν να ματαιωνόταν. Αποφασίσαμε με τον Κρις να μην γυρίσουμε πάλι πίσω και συμφωνήσαμε, στην περίπτωση που δεν θα βρίσκαμε τα κανονικά σήματα, να προσεδαφιστεί το πλήρωμα του αεροσκάφους του Τζων Κουκ σ' ένα κατάλληλο σημείο, όσο γινόταν πιο κοντά στη Γκιώνα, κι αν η περιοχή ήταν ασφαλής, το πλήρωμα ν' ανάψει κανονικές φωτιές για να καθοδηγήσει και τους υπόλοιπους από μας.

(12)

Το βράδυ κατεβήκαμε πάλι στο Κανάλι και επαναλάβαμε αυτά που είχαμε κάνει πριν από δυο μέρες. Ο Θέμης Μαρίνος και ο Νατ Μπάρκερ άλλαξαν αεροπλάνο. Κατά τα άλλα, η σύνθεση των ομάδων έμεινε η ίδια. Ξεκινήσαμε μάλλον βαριεστημένα, λες κι όλη μας τη ζωή κάναμε το ίδιο πράγμα κάθε μέρα — αυτό τουλάχιστον ήταν το δικό μου αίσθημα καθώς κυλούσαμε στο διάδρομο απογείωσης. Όταν σε λίγο είχαμε πάρει το κατάλληλο ύψος, βολευτήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε στο αεροπλάνο, που το εσωτερικό του το γνωρίζαμε πλέον καλά. Δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στην Ελλάδα και βρεθήκαμε πάνω από τη Γκιώνα, Είδαμε και πάλι αρκετές μεμονωμένες και, σε μερικά σημεία, διπλές φωτιές, αλλά δεν μπορούσαμε πουθενά να διακρίνουμε σταυρούς. Πήγαμε προς τα δυτικά και ξαναγυρίσαμε. Πάλι τίποτα. Επιστρέφοντας ωστόσο στη Γκιώνα, είχα ξεχωρίσει μια ομάδα από τρεις φωτιές, που έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια αρκετά πλατιά κοιλάδα. Μίλησα στον πιλότο από το εσωτερικό τηλέφωνο και του είπα πως ήμουν έτοιμος ν' αποτολμήσω το εγχείρημα αν συμφωνούσε. Ο πιλότος, ένας Νεοζηλανδός, απάντησε ότι το θέμα εξαρτιόταν από μένα. Νόμιζε κι αυτός ότι τα πράγματα ήταν αρκετά ικανοποιητικά. «Εντάξει, λοιπόν, πάμε», αποφάσισα. Ετοιμαστήκαμε για την πτώση και ο πιλότος έκανε ένα μεγάλο κύκλο και κατέβηκε όσο χαμηλότερα τολμούσε. Πετούσαμε κάπου τρεις χιλιάδες πόδια πάνω από τη βαθιά κοιλάδα και πολύ λιγότερο πάνω από τις κορυφές των βουνών, όταν, εγώ που θα πηδούσα πρώτος, έλαβα το σήμα της πτώσης. Όταν το αλεξίπτωτό μου άνοιξε, τα κορδόνια τράβηξαν προς τα πάνω το σακκίδιο με τα προσωπικά μου είδη που ήταν δεμένο στην πλάτη μου, κάτω από τη φόρμα. Το αποτέλεσμα ήταν, οι δύο κύριες λουρίδες από τις οποίες κρεμιόμουν, κάτω ακριβώς από το δέμα με τον ασύρματο, να μαγκώσουν οδυνηρά το πρόσωπο μου κι από τις δυο πλευρές. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κουνώ λίγο το κεφάλι μου και να προσπαθώ ν' αποφύγω την πίεση με τα δυο μου χέρια στις λουρίδες. Καθώς κατέβαινα μέσα από τον δροσερό αέρα, μου ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι αυτή που απλωνόταν κάτω μου ήταν η Ελλάδα, με τα κακοτράχαλα βουνά και τις απότομες κοιλάδες ολόγυρα. Έψαχνα να βρω το μέρος όπου είχα δει το τρίγωνο της φωτιάς, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Δίπλα μου, μερικά αλεξίπτωτα, με τα κιβώτια που περιείχαν τα εφόδιά μας, περνούσαν κι εξαφανίζονταν στο κενό. Κατά το αβέβαιο αυτό εγχείρημα, αμέσως μετά από μένα είχε πηδήσει ένας άλλος αξιωματικός, ο Τομ Μπάρνες. Σκέφθηκα ότι θα έπρεπε να βρίσκεται κάπου κοντά μου και δεν μπορούσα να τον δω, επειδή πιθανόν ήταν από πάνω μου. Φώναξα τ' όνομά του, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έβγαλα από τη μεγάλη τσέπη της φόρμας μου ένα φακό και τον άναψα πάνω από το κεφάλι μου, με τη σκέψη ότι θα τον έβλεπε και θα καταλάβαινε προς τα που με έσερνε ο αέρας. Φώναξα πάλι, αλλά δεν άκουσα τίποτε άλλο από τον βόμβο του αεροπλάνου που έκανε κύκλους στο βάθος. Έβαλα το φακό στην τσέπη μου και σηκώνοντας πάλι το βάρος του σώματός μου στα χέρια μου, έριξα κάτω το βλέμμα μου για να δω τι με περίμενε. Ο αέρας με ταξίδευε με σημαντική ταχύτητα πάνω από τα βουνά και τις κοιλάδες.

(13)

Θα πρέπει να είχα ταξιδέψει έτσι πλάγια σχεδόν ένα μίλι πριν ν' αντιληφθώ που πάνω κάτω επρόκειτο να προσεδαφιστώ. Αρκετές ακόμα εκατοντάδες πόδια ψηλά, το έδαφος μου φάνηκε να καλύπτεται από μικρούς θάμνους, αλλά όταν πλησίασα περισσότερο, ανακάλυψα ότι οι θάμνοι είχαν μεταβληθεί σε κάτι μυτερά δέντρα, σε έλατα: ένα τεράστιο, μαύρο και, κατά τα φαινόμενα, ατέλειωτο δάσος από έλατα. Κοίταξα για κανένα ξέφωτο. Δεν υπήρχε πουθενά, αλλά ακόμα και αν υπήρχε, θα μου ήταν αδύνατο να οδηγήσω το αλεξίπτωτό μου προς τα εκεί. Κατάλαβα πως ο προορισμός μου ήταν κάποιο δέντρο (ένα από τις χιλιάδες) και σ' ένα δυο δευτερόλεπτα τα είδα να ορμούν καταπάνω μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ένιωσα να πέφτω μέσα σ' ένα ψηλό έλατο και άκουσα μερικά κλαδιά του να σπάζουν κάτω από το βάρος μου. Το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στον κορμό, αλλά ευτυχώς προστατευόταν σε μεγάλο βαθμό από το κράνος μου. Ύστερα απ' αυτό, βρέθηκα καθισμένος στο έδαφος, πάνω σε μια πολύ απότομη πλαγιά, με το αλεξίπτωτο σκαρφαλωμένο κάπου από πάνω μου. Λίγα πόδια ψηλά πάνω από το κεφάλι μου ο ασύρματος αιωρούνταν στο κενό γαντζωμένος από το αλεξίπτωτο. Αυτόματα, απαλλάχτηκα από τα κορδόνια του αλεξιπτώτου και χάνοντας την ισορροπία μου κατρακύλησα στην κατηφοριά ώσπου ένα άλλο φιλικό δέντρο βρέθηκε να με σταματήσει. Ένιωσα τα ρουθούνια μου να γεμίζουν από τη ζεστή μυρουδιά του ρετσινιού. Πάνω μου, ο βόμβος από τις μηχανές του αεροσκάφους που μόλις είχα εγκαταλείψει, μπερδευόταν κι αδυνάτιζε από τον θόρυβο του αέρα που περνούσε μέσα από τα ψηλά έλατα. Στις τσέπες της φόρμας μου είχα έξι κόκκινες φωτοβολίδες. Έβγαλα μια, την άναψα και προσπάθησα να την πετάξω πάνω από τ!ς κορφές των δέντρων. Περίμενα, έχοντας έτοιμες τις άλλες, μέχρι που άκουσα το αεροπλάνο να πλησιάζει για δεύτερη φορά, προκειμένου να ρίξει τους υπόλοιπους δύο της ομάδας μας, και τη μια κατόπιν της άλλης άναψα και τις επόμενες τρεις. Καθώς ο ουρανός επάνω μου καλύπτονταν από τα δέντρα, δεν μπορούσα να διακρίνω αν κατέβαινε κανένας άλλος εκεί κοντά μου. Περίμενα για λίγο αφουγκραζόμενος προσεκτικά. Άναψα μια ακόμη φωτοβολίδα και την πέταξα πάνω από τα δέντρα. Μετά άναψα και την τελευταία. Έβγαλα τη σφυρίχτρα μου: σφύριξα, φώναξα — πάλι και πάλι. Καμιά απάντηση. Έψαξα ερευνητικά μέσα στο σκοτάδι μήπως κι ανακαλύψω κάποιο σημάδι στο βάθος της κοιλάδας. Τίποτα. Σε λίγα λεπτά το αεροπλάνο εξαφανίστηκε πίσω απ' τα βουνά κι εκτός από τον ελαφρό αέρα που περνούσε μέσα απ' τα δέντρα, ξαφνική σιωπή κάλυψε το δάσος. Αντιλήφθηκα ότι, για την ώρα τουλάχιστον, ήμουν μόνος στα βουνά της Ελλάδας. Τι αντίθεση με το πολυάσχολο, το δαρμένο από τους άμμους της ερήμου, αεροδρόμιο της Αιγύπτου που πριν λίγες ώρες είχα εγκαταλείψει! Τι ακινησία ύστερα από πέντε ώρες μέσα στο βουερό αεροσκάφος! Τι γαλήνη! Αλλά, ξάφνου, και τι απερίγραπτη μοναξιά!

(14)

2. ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΓΚΙΩΝΑΣ

Ξαναγύρισα στο αλεξίπτωτό μου. Μέσα στο σκοτάδι και μόνος μου, καταλάβαινα πως θα μου χρειαζόταν πολύς χρόνος για να ξεμπλέξω τον ασύρματο που είχε μπερδευτεί μέσα στα κλαδιά, αρκετά πόδια ψηλά απ' το έδαφος. Μερικά λεπτά νωρίτερα, καθώς, κατεβαίνοντας, βρισκόμουν λίγες εκατοντάδες πόδια απ' το έδαφος, είχα παρατηρήσει ότι περνούσα πάνω από ένα στενό φαράγγι. Τελικά, είχα προσγειωθεί κάπου διακόσια μέτρα μακρύτερα από την απότομη — σαν μαχαίρι — άκρη του. Σκέφθηκα πως απ' αυτή την άκρη, θα είχα πιθανόν καλύτερη θέα. Έβγαλα λοιπόν τη φόρμα μου και κρατώντας την κάτω από την μασχάλη μου, ανέβηκα με κόπο την απότομη και γλιστερή πλαγιά. Ώσπου να φτάσω στην κορφή, είχα λαχανιάσει άσχημα. Κατάλαβα ότι η φούρια και η αναστάτωση των περασμένων λίγων ημερών στο Κάιρο με είχαν όχι μονάχα κάνει να χάσω τη φόρμα μου, αλλά και υπερβολικά κουράσει. Από την κορυφή της απότομης προεξοχής η θέα ήταν κάπως ανοιχτή μπροστά μου, αλλά καμιά μεγάλη κοιλάδα δε φαινόταν κάτω μου. Κατεβαίνοντας την πλαγιά ανακάλυψα ένα ξέφωτο. Το φεγγάρι χανόταν γρήγορα πίσω απ' τα βουνά, αλλά υπήρχε ακόμα αρκετό φως για να διακρίνω μια τεράστια και βαθιά κοιλάδα μπροστά μου. Ήταν καλυμμένη ολόκληρη από έλατα. Μπροστά και πίσω μου, στο βάθος, το έδαφος ανέβαινε απότομα σχηματίζοντας απέραντες βουνοπλαγιές που οι κορφές τους διαγράφονταν καθαρά πάνω στα φωτισμένα ακόμη από το φεγγάρι σύννεφα. Μέσα στο ξέφωτο ο αέρας ήταν πιο δυνατός. Καθώς δεν μου είχαν μείνει πλέον φωτοβολίδες, κι αφού αφουγκράστηκα για μερικά λεπτά, ρίχνοντας ταυτόχρονα μια παρατεταμένη ματιά ολόγυρα μήπως ανακαλύψω σημάδια κάποιου άλλου, μάζεψα μερικά ξερόκλαδα και άναψα φωτιά. Τη διατήρησα για μερικά λεπτά, αλλά δεν είχα καμιά ανταπόκριση. Κατόπιν, από το βάθος της κοιλάδας, κάτω μου, ακούστηκε το βέλασμα ένας αρνιού και λίγα λεπτά αργότερα η φωνή ενός άντρα. Δεν ήμουν πλέον ολομόναχος. Σκέφθηκα πως το καλύτερο που είχα να κάνω, ήταν να κατεβώ στην κοιλάδα και αν διαπίστωνα ότι η φωνή ανήκε σε κάποιον έλληνα βοσκό, να τον παρακαλέσω να με βοηθήσει να βρω και τους υπόλοιπους της ομάδας μου, που δεν αποκλειόταν να έχουν τραυματιστεί πέφτοντας. Ξεφορτώθηκα το βαρύ φορτίο μου και τυλίγοντάς το με τη φόρμα, το τοποθέτησα δίπλα σ' ένα μεγάλο βράχο κοντά στο ξέφωτο, υπολογίζοντας πως θα μπορούσα να το ξαναβρώ χωρίς δυσκολία. Μετά κατέβηκα τη βουνοπλαγιά. Το «κατέβηκα» είναι τρόπος του λέγειν. Η πλαγιά ήταν τόσο απότομη, ώστε τη μεγαλύτερη απόσταση από την κοιλάδα (κάπου χίλια πόδια κάτω μου) την διέτρεξα κουτρουβαλώντας. Από καιρό σε καιρό σταματούσα για ν' ακούσω ξανά το βέλασμα του προβάτου και να βεβαιωθώ ότι προχωρούσα κανονικά. Μετά ξανάρχιζα. Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα αντιλήφθηκα ότι πλησίαζα στο βάθος της κοιλάδας και άρχισα να προχωρώ με μεγαλύτερη προσοχή. Κάποιος φώναξε πάλι. Μια άλλη φωνή του απάντησε. Μιλούσαν σίγουρα ελληνικά. Ικανοποιημένος που μπροστά μου δεν βρίσκονταν ούτε Ιταλοί, ούτε Γερμανοί, αλλά κατά τα φαινόμενα απλοί έλληνες τσοπάνηδες, φώναξα όσο δυνατότερα μπορούσα ένα απλό επιφώνημα: «Χόι!», δεδομένου ότι οι ελληνικές λέξεις που γνώριζα ήταν μονάχα δύο: «Ίμι Ινγκλέζος». Δεν πήρα απάντηση. Προχώρησα σιγά σιγά προς την κατεύθυνση που είχα ακούσει τις φωνές και ζυγώνοντας σ' ένα ξέφωτο, ανάμεσα στα δέντρα, διέκρινα μια φωτιά μπροστά μου. Δυο άνθρωποι κάθονταν δίπλα της.

References

Related documents

India’s static shift effect With regard to the static shift effect, Table D8 suggests that there was a significant increase of labor share in service sector, including real

Probabilistic Routing Protocol using History of Encounters and Transitivity (PRoPHET) [7] is a well-known Context-based routing protocol based on the history of encounters.

Of the 9 that were changed, 5 were to initialize patterns to not be Java patterns by default, two were to properly handle building the inner call list used for pattern invocations,

Mechanistically, SAM68 binds to SMN2 pre-mRNA, favoring recruitment of the splicing repressor hnRNP A1 and interfering with that of U2AF65 at the 3′ splice site of exon

Moreover, the CVM questioning form based on hypothetical features is the most usually used to estimate the non-use value of the environment including bequest,

Thus Jesus, who shared the same sin-prone nature as all men, was tempted in all points as we are (Hebrews 4:15), yet he overcame these temptations in his life and finally

(A) Map view of three segments the East Anatolian Fault (black lines), overlayed with historical and recent seismicity from 1900 to January 2020 (Retrieved from AFAD, 2020; NEIC,

Minnesota, they are considered to be part of the medical record. This is to ensure that patients have full access to complete information about their health. Though this difference