• No results found

James Patterson - Άλεξ Κρος 1 - Και ήρθε μια αράχνη .pdf

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "James Patterson - Άλεξ Κρος 1 - Και ήρθε μια αράχνη .pdf"

Copied!
465
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)

p d x v n

ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ «Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ»

(2)

JAMES PATTERSON

και ήρθε μια αράχνη

Μετάφραση: Γιάννης Γαλάτης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 360.9438 - 362.9723

(3)

ISBN 960-450-534-3

Τίτλος πρωτοτύπου: «Along Came A Spider» Copyright © 1992 by James Patterson AH rights reserved throughout the world. Για την ελληνική γλώσσα: © 1996,2001 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Α' 'Εκδοση: Οκτώβριος 1996 Β' Έκδοση: Αύγουστος 2001 Μετάφραση: Γιάννης Γαλάτης Επιμέλεια: Σωτηροΰλα Παπαδοπούλου Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Γιώργος Κυριακόπουλος Σχεδιασμός εξώφυλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βι-βλίου, η αναπαραγωγή η μετάδοσητου με οποιοδήποτε οπτικοα-κουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Το βιβλίο αυτό είναι έργο της φαντασίας. Τα ονόμ.ατα, οι χαρα-κτήρες, τα τοπωνύμια, οι οργανώσεις και τα συμβάντα που ανα-φέρονται είτε είναι επινοήσεις του συγγραφέα είτε χρησιμοποι-ούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, οργανώσεις και πρόσωπα που ζουν ή έ-χουν πεθάνει είναι εντελώς συμπτωματική. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

(4)

Για Tovroflr β

α

Φ

εα Ο ΤΖΈΙΜς ΠΆΤΕΡΣΟΝ ΓΈΝΝΗΣΕ <*> ΝΩΫΜΠΕΡΓΧ ΤΗς ΝΈΑς ΥΌΡΚΗς ΚΑΙ ΣΠΟΎΔΑΣΕ ΑΓΓ«Ή Φ^ΟΛΟΓΊΑ οτο ΠΑΝΕΠ,ΣΤΗ-ΜΙΟ ΒΆΝΤΕΡΜΠΙΛΤ. ΑΠΌ το 1971 «ΑΝΕΙ ΚΑΡΙΈΡΑ στοχωρο ΤΗς ΔΙΑΦΉΜΙΣΗς. ΣΉΜΕΡΑ ,ΊΝΑΙ .ΡΟΕΔΡΟς ΤΗς J. WALTER THOMPSON ΤΗς ΒΌΡΕΙΑς Αμερικηξ- ΙΟ σ ε ΗΛΙΚΊΑ Ζ/ ΕΤΏΝ, ΤΙΜΉΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ βραβάο Έ^ΚΑΡ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΌΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ, ΜΕ ™ ΒΙ-ΒΛΊΟ τον The Thomas Berrynan Number, και ΕΊΝΑΙ ΜΑΖΊ ΜΕ ΤΟΝ ΠΊΤΕΡ ΚΙΜ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΈΑς The Day America Told

the Truth, ΜΙΑς ΠΟΛΎΚΡΟΤΗ; Ε'ΡΕ^Ας ΓΙΑ ΤΙς ΚΌΨΕΙς ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΏΝ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ τη 9ρησ«εια, ΤΟ ΣΕΞΚΑΙto ΧΡΉΜΑ ΈΧΕΙ ΓΡΆΨΕΙ Μ\ΡΙ O ^ G A ^ F A ^ ΜΕΤΑΦΡΆΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΕΊΚΟΣΙ SEPT Α ΓΛΏΣΣΕς ΚΑΙ ΚΑΤΈΚΤΗΣΑΝ ΌΛΑ ΤΙς ΠΡΏΤΕς ΘΈΣΕΙς ΣΤΟ^ κατάλογους ΤΩΝ ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΚΑΘΙΕΡΏΝΟΝΤΑς ΤΟΝ Ως ΈΝΑΝ ΑΠΌ ΤΟΥς ΠΙΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΈΝΟΥς ΣΥΓΓΡΑΦΕΊς ΤΗς ΤΕΛΕΥΤΑΊΟς δεκ^ΤΙΑς· ΒΙΒΛΊΑ ΤΟΥ ΆΛΕΞ ΚΡΟς, ™ Τριταία, ΤζακκαΤζ,Λ Η Γάτα και τοΠονίκ καίΟ Tétagtog Ιππέας, καθώς, ΚΑΙ ΤΟ Κρυφτό με τον Δολοφόνο. ΤΟ Και Ηρθε μια Αράχνη ΤΟ ΠΡΏΤΟ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ τον με AQ^ tov ΧΟΛΌΓΟ ΆΛΕ| ΚΡΟς, ΤΟ βιβλίο «ΟΥ ΤΟΥ ΧΆΡΙΣΕ ^ΚΟΣΜΊΑ ΦΉΜΗ! ΜΕΤΑΦΈ^ΗΚΕ ΠΡΌΟΦΑ^

TMTZZT^Z^

ΤΗΝ PARAMOUNT (ΕΛΛΗΝΙΚΌς ΤΊΤΛΟς: Η σε ΣΚΗΝΟΘΕΣΊΑ ΛΗ ΤΑΜΑΧΌΡΙ, ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΈς ΤΟΝ ΜΟΡ-ΓΚΑΝ ΦΡΊΜΑΝ ΚΑΙ ΤΗ ΜΌΝΙΚΑ ΓΓΌ-ΊΕΡ. Π, ΕΚΤΌς ΑΠΌ ΤΟ ΓΡΆΨΙΜΟ, Η ΜΕΓΆΛΗΙ*/™* ΣΟΝ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΓΚΟΛΦ Ζεί ΣΤΪ ΝΈΑ ΥΌΡΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΛΌΡΙΝΤΑ.

(5)

Ευχαριστίες

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πίτερ Κιμ, ο οποίος με βοήθησε να μάθω για τις ιδιωτικές ζωές, τα μυστικά και τα ταμπού που εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα σε όλη την Αμερική. Οι Ανν Πόου-Κάμπελ, Μάικλ Ούγουελιν, Χάλι Τίπετ και Αϊρίν Μαρκόκι με έκαναν να «αισθανθώ» πολύ καλύτερα τον Άλεξ και τη ζωή του στο Σάουθ-Ιστ της Ουάσιγκτον. Η Λιζ Ντελ και η Μπάρμπαρα Γκροσ-ζέφσκι φρόντισαν να είμαι ακριβής και σωστός. Η Μαρία Ποΰγκατς (ο Λάουενστίν μου) και οι Μαρκ και Μαίρη-Έ-λεν Πάτερσον ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου τα έξι χρό-νια που εργάστηκα στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκο-μείου Μακλίν. Οι Κάρολ και Μπρίτζιτ Ντουάιερ και η Μίτζι Φορντ με βοήθησαν αφάνταστα με τη Μάγκι Ρόουζ. Ο Ρίτσαρντ και ο Άρτι Πάιν έκαναν για μένα αληθινά θαύματα. Τέλος, η Φρέντρικα Φρίντμαν υπήρξε συνεργός μου στο έγκλημα, από την αρχή μέχρι το τέλος.

(6)

Η μικρή μις Μάφετ Καθόταν σ' ένα λοφάκι Κι έτρωγε το ψωμοτύρι της, Και ήρθε μια αράχνη, Κάθισε δίπλα της, Και πήρε τη μις Μάφετ μακριά... Παιδικό τραγούδι

(7)

Πρόλογος

Ας Παίξουμε

με τη Φαντασία

(8)

Νιου Τξερσεϊ, κοντά στο Πρίνστον.

Μάρτιος 1932

Η αγροικία του Τσαρλς Λίντμπεργκ* έλαμπε από δυνατά, πορτοκαλόχρωμα φώτα. Έμοιαζε με πύρινο κάοτρο, ιδιαί-τερα μέσα σ' εκείνη τη σκοτεινή και καλυμμένη με έλατα περιοχή του Τζέρσεϊ. Τολύπες υγρής ομίχλης άγγιζαν το αγόρι, καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο την πρώτη του στιγμή αληθινής δόξας, το πρώτο του θήραμα. Το σκοτάδι ήταν βαθΰ και το έδαφος γύρω από την α-γροικία μουσκεμένο, λασπωμένο και γεμάτο λακκούβες με νερά. Το αγόρι τα είχε προβλέψει όλα αυτά. Είχε προβλέ-ψει τα πάντα, ακόμα και τον καιρό. Φορούσε αντρικές μπότες νούμερο 42. Οι μΰτες και οι φτέρνες των παπουτσιών ήταν παραγεμισμένες με κουρέλια και χαρτιά από την εφημερίδα Φιλαντέλφιαίνκουάιρερ. 'Ηθελε ν' αφήσει ίχνη, άφθονα ίχνη. Πατημασιές ενός ά-ντρα. Όχι τις πατημασιές ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Θα οδηγούσαν από τον επαρχιακό δρόμο, την οδό Στάουτσ-μπεργκ Βέρτσβιλ, μέχρι την αγροικία και μετά πάλι πίσω. Το αγόρι άρχισε να τρέμει καθώς πλησίαζε μια συστά-* Ο πρώτος πιλότος που διέσχισε με αεροπλάνο τον Ατλαντικό, κάνοντας το 1927 την πτήση Νέα Υόρκη - Παρίσι. Μαζί με τη γυναίκα του αποτελούσαν το δημοφιλέστερο ζευγάρι της Αμερι-κής για περισσότερο από μια δεκαετία. Η υπόθεση της απαγω-γής του παιδιού τους συγκλόνισε την κοινή γνώμη. (Σ.τ.Μ.)

(9)

δα πεύκα, οΰτε τριάντα μέτρα από το μεγάλο σπίτι. Η έ-παυλη ήταν ακριβώς όσο μεγαλόπρεπη την είχε φανταστεί —εφτά κρεβατοκάμαρες και τέσσερα μπάνια, μόνο στον ε-πάνω όροφο. Το εξοχικό σπίτι του Τυχερού Λίντι και της A w Μόροου. Παιχνιδάκι, σκέφτηκε το αγόρι. Πλησίασε σιγά σιγά στο παράθυρο της τραπεζαρίας. Τον μάγευε αυτή η κατάσταση, αυτό που έλεγαν φήμη. Τη σκεφτόταν πολύ. Σχεδόν συνέχεια. Πώς ήταν στην πραγμα-τικότητα η φήμη; Πώς μύριζε; Τι γεύση είχε; Πώς φαινόταν ένας διάσημος από κοντά; «Ο δημοφιλέστερος και μυθικότερος άνθρωπος στον κό-σμο» βρισκόταν ακριβώς εκεί, καθισμένος μπροστά στο τρα-πέζι. Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ ήταν ψηλός, κομψός, με υπέροχα χρυσά μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Ο «Τυχερός Λίντι» έμοιαζε πραγματικά υπεράνω όλων. Το ίδιο και η γυναίκα του, η Ανν Μόροου Λίντμπεργκ. Η Ανν είχε κοντά μαλλιά. Ήταν σγουρά και μαύρα και έ-καναν την επιδερμίδα της να φαίνεται πάλλευκη. Το φως από τα κεριά πάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χορεύει γύρω της-Κάθονταν και οι δύο στητοί στις καρέκλες τους. Ναι, φαίνονταν αναμφισβήτητα ανώτεροι, σαν να ήταν δώρα του Θεού προς την ανθρωπότητα. Κρατούσαν ψηλά το κε-φάλι τους, καθώς έτρωγαν με εκλεπτυσμένους τρόπους το φαγητό τους. Το αγόρι τεντώθηκε για να δει τι βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Έμοιαζαν με αρνίσια παϊδάκια μέσα στα τέλεια πορσελάνινα σκεύη τους. «Εγώ θα γίνω πιο διάσημος κι από τους δυο σας, αξιο-λύπητοι ηλίθιοι», ψιθύρισε τελικά το αγόρι. Το υποσχέθη-κε στον εαυτό του. Είχε συποσχέθη-κεφτεί την κάθε λεπτομέρεια χί-λιες φορές, τουλάχιστον, Πολύ μεθοδικά, στρώθηκε στη δουλειά. Πήρε μια ξύλινη σκάλα, που είχαν αφήσει οι εργάτες κοντά στο γκαράζ. Κρατώντας τη σφιχτά στο πλευρό του, προχώρησε προς ένα σημείο δίπλα ακριβώς στο παράθυρο της βιβλιοθήκης. Σκαρφάλωσε αθόρυβα μέχρι το παιδικό δωμάτιο. Ο σφυγμός του είχε ανεβεί στα ύψη και η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που μπορούσε να την ακούει.

(10)

Το φως που έριχνε μια λάμπα από το διάδρομο φώτιζε το δωμάτιο του μωρού. Το αγόρι μπορούσε να διακρίνει την κούνια όπου κοιμόταν ο μικρός πρίγκιπας. Ο Τσαρλς Τζού-νιορ, «το διασημότερο παιδί στον κόσμο». Από τη μια πλευρά της κούνιας υπήρχε, για να την προ-στατεύει από τα ρεύματα, ένα πολύχρωμο παραβάν με σχέ-δια ζώων του αγροκτήματος. Το αγόρι ένιωθε ύπουλο και πονηρό. «Και τώρα έρχεται η κυρα-Αλεπού», ψιθύρισε, καθώς άνοιγε αθόρυβα το πα-ράθυρο. Έπειτα ανέβηκε ένα ακόμη σκαλοπάτι στη σκάλα και τελικά βρέθηκε μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε δίπλα στην κούνια και κοίταξε το πριγκιπόπου-λο. Είχε μπούκλες από χρυσά μαλλιά σαν του πατέρα του, αλλά ήταν παχύ. Ο Τσαρλς Τζούνιορ είχε αρχίσει να χο-ντραίνει από είκοσι κιόλας μηνών. Το αγόρι δεν μπορούσε να ελέγξει άλλο τον εαυτό του. Καυτά δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του. Ολόκληρο το σώμα του άρχισε να τρέμει από ένα φρένιασμα και μια λύσσα —ανάμεικτα, όμως, με την πιο απίστευτη χαρά της ζωής του. «Λοιπόν, καμάρι του μπαμπάκα, οι δυο μας τώρα», ψέλ-λισε μέσ' από τα δόντια του. Έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή λαστιχένια μπά-λα, κρεμασμένη σ' ένα ελαστικό νήμα. Άφησε με σβελτάδα την μπαλίτσα να αιωρηθεί πάνω από το κεφάλι του Τσαρλς Τζούνιορ, τη στιγμή ακριβώς που τα μικρά γαλάζια του μάτια άνοιγαν. Μόλις το μωρό άρχισε να κλαίει, το αγόρι έχωσε τη λα-στιχένια μπαλίτσα μέσα στο μικρό, σαλιάρικο στόμα. Στη συνέχεια έσκυψε πάνω από την κούνια, πήρε το μωρό των Λίντμπεργκ στην αγκαλιά του και κατέβηκε επιδέξια τη σκάλα. Τα πάντα σύμφωνα με το σχέδιο. Το αγόρι πήρε τρέχοντας το δρόμο της επιστροφής μέσα από τα λασπωμένα χωράφια, με τον πολύτιμο, αβοήθητο μπόγο στα χέρια του, και εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι. Σε απόσταση μικρότερη των τριών χιλιομέτρων από το σπίτι, έθαψε το κακομαθημένο μωρό των Λίντμπεργκ —το έ-θαψε ζωντανό.

(11)

Αυτή ήταν μόνο η αρχή όσων θα επακολουθούσαν. Ε-ξάλλου και ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα παιδί ακόμη. Αυτός, όχι ο Μπρούνο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν, ήταν ο α-παγωγέας του μωρού των Λίντμπεργκ. Τα είχε κάνει όλα μόνος του. Παιχνιδάκι.

(12)

Μέρος Πρώτο

Η Μάγκι Ρόουζ και

ο Γαριδοΰλης Γκόλντμπεργκ

(1992)

(13)

Κεφάλαιο 1

Ν Ω Ρ Ί ς ΤΟ ΠΡΩΙ της 21ης Δεκεμβρίου 1992, ήμουν η προσωποποίηση της ικανοποίησης μες στην τζαμαρία του σπιτιού μας, στην Πέμπτη Οδό της Ουάσιγκτον. Το μικρό, στενό δωμάτιο ήταν άνω κάτω από πανωφόρια που μού-χλιαζαν, γαλότσες και σακατεμένα παιδικά παιχνίδια. Πο-σώς μ' ενδιέφερε. Ήμουν στο σπίτι μου. Έπαιζα Γκέρσουιν στο ελαφρά ξεκούρδιστο πιάνο με ουρά. Ήταν λίγο μετά τις πέντε το πρωί και η τζαμαρία ή-ταν παγωμένη σαν καταψύκτης κρεάτων. Ήμουν διατεθει-μένος να υποστώ κάποιες θυσίες, προκειμένου να παίξω το Ένας Αμερικανός στο Παρίσι. Στην κουζίνα κουδούνισε το τηλέφωνο. Ίσως είχα κερ-δίσει στο Λόττο της Ουάσιγκτον ή της Βιρτζίνια ή του Μέρι-λαντ και είχαν αμελήσει να μου τηλεφωνήσουν το προηγού-μενο βράδυ. Έπαιζα τακτικά και στα τρία αυτά παιχνίδια της ατυχίας. «Νάνα; Μπορείς ν' απαντήσεις;» φώναξα από την τζα-μαρία. «Θα είναι για σένα. Τρέχα, λοιπόν, ν' απαντήσεις εσύ», μου φώναξε η οξύθυμη γιαγιά μου. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σηκωθώ κι εγώ. Και κανένας λόγος σημαίνει πα-ραλογισμός* στο δικό μου το λεξικό». * Λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις no sense (κανένας λό-γος) και nonsense (παραλογισμός). (Σ.τ.Μ.)

(14)

Δεν ειπώθηκε αυτό ακριβώς, αλλά κάτι τέτοιο περίπου. Πάντα έτσι γίνεται. Πήγα παραπατώντας μέχρι την κουζίνα, προσπαθώντας να μην πατήσω πάνω σε άλλα παιχνίδια, με τα πόδια μου μουδιασμένα ακόμη από τον ΰπνο. Ήμουν τριάντα οχτώ χρονών τότε. Όπως λέει και το ρητό, αν ήξερα ότι θα ζού-σα τόσο πολύ, θα φρόντιζα καλύτερα τον εαυτό μου. Το τηλεφώνημα αποδείχτηκε ότι ήταν από το συνεταίρο μου στο έγκλημα, τον Τζον Σάμπσον. Ο Σάμπσον ήξερε ότι θα ήμουν ήδη στο πόδι. Ο Σάμπσον με ξέρει καλύτερα κι α-πό τα ίδια τα παιδιά μου. «Καλημέρα, Γλύκα. Έχεις σηκωθεί, έτσι δεν είναι;» μου είπε. Δε χρειαζόταν τίποτ' άλλο για να μου συστηθεί. Ο Σά-μπσον κι εγώ είμαστε οι καλύτεροι φίλοι από τα εννιά μας χρόνια κι αρχίσαμε να κλέβουμε μαγαζιά, με πρώτο το μπα-κάλικο του Παρκ, κοντά στα γκέτο. Εκείνη την εποχή δεν είχαμε ιδέα ότι ο γερο-Παρκ θα μας τουφέκιζε επιτόπου αν μας έπιανε να του σουφρώνουμε ένα πακέτο Τσέστερφιλντ. Η Νάνα Μάμα θα μας έκανε χειρότερα πράγματα αν ήξερε για τις εγκληματικές μας δραστηριότητες. «Κι αν δεν είχα σηκωθεί, σηκώθηκα τώρα», είπα στο τη-λέφωνο. «Πες μου κάτι καλό». «Έγινε κι άλλος φόνος. Φαίνεται ότι πρόκειται για το α-γόρι μας πάλι», είπε ο Σάμπσον. «Μας περιμένουν. Ο μισός ελεύθερος κόσμος βρίσκεται ήδη εκεί». «Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να δω από τώρα ασθενο-φόρα», μουρμούρισα. Ένιωθα ήδη το στομάχι μου ν' ανα-κατεύεται. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος με τον οποίο ήθελα να ξεκινήσω τη μέρα μου. «Σκατά. Γαμώ το». Η Νάνα Μάμα σήκωσε το βλέμμα της από το αχνιστό τσάι και τα νερουλιαστά αβγά της. Μου έριξε μια από τις ψευτοθεοσεβούμενες, καθωσπρεπίστικες ματιές της. Ήταν ήδη ντυμένη για το σχολείο, όπου εξακολουθούσε να προ-σφέρει εθελοντική εργασία στα εβδομήντα εννέα της. Ο Σάμπσον συνέχιζε να μου δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέ-ρειες σχετικά με τις πρώτες ανθρωποκτονίες της ημέρας. «Πρόσεχε τη γλώσσα σου, Άλεξ», είπε η Νάνα. «Σε

(15)

πα-ρακαλώ, πρόσεχε τη γλώσσα σου για όσο καιρό σκοπεύεις να ζεις σ' αυτό το σπίτι». «Θα είμαι εκεί σε δέκα λεπτά περίπου», είπα στον Σά-μπσον. «Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού», είπα στη Νάνα. Εκείνη βόγκηξε, λες και άκουγε τα τρομερά νέα για πρώτη φορά. «'Εγινε άλλος ένας άγριος φόνος στο Λάνγκλεϊ Τέρας. Απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για κάποιον που σκοτώνει για το κέφι του. Αυτό φοβάμαι», της είπα. «Τι κρίμα», είπε η Νάνα Μάμα. Τα τρυφερά, καστανά μάτια της με κοίταξαν επίμονα. Τα λευκά μαλλιά της έμοι-αζαν με δαντελένιο πετσετάκι, σαν αυτά που βάζει σε όλες τις πολυθρόνες του σαλονιού μας. «Έχει γίνει κι αυτό α-ναπόσπαστο μέρος αυτής της ελεεινής πόλης, έτσι όπως την άφησαν οι πολιτικοί να καταντήσει. Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα έπρεπε να φύγουμε από την Ουάσι-γκτον, Άλεξ». «Μερικές φορές κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι», είπα, «αλλά μάλλον θα πρέπει να σφίξουμε τα δόντια». «Ναι, έτσι κάνουμε πάντα εμείς οι μαύροι. Δείχνουμε καρτερικότητα. Υποφέρουμε πάντα σιωπηλά». «Όχι πάντα σιωπηλά», της είπα. Είχα ήδη αποφασίσει να φορέσω το παλιό, κομψό, σκο-τσέζικο, μάλλινο σακάκι μου. Ήταν μια μέρα δολοφονιών και αυτό σήμαινε ότι θα συναντούσα λευκούς. Πάνω από το σακάκι φόρεσα το φουσκωτό μπουφάν μου. Δένει καλύτερα με την ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου. Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, υπάρχει μια φωτο-γραφία της Μαρίας Κρος. Πριν από τρία χρόνια η γυναίκα μου είχε δολοφονηθεί" την είχαν πυροβολήσει μέσα από έ-να περαστικό αυτοκίνητο. Αυτός ο φόνος, όπως και οι πε-ρισσότεροι φόνοι στο Σάουθ-Ιστ, δεν είχε διαλευκανθεί ποτέ. Βγαίνοντας από την κουζίνα, φίλησα τη γιαγιά μου. Αυ-τό το κάναμε από Αυ-τότε που ήμουν οχτώ χρονών. Αποχαιρε-τιόμαστε επίσης, καλού κακού, για την περίπτωση που δε θα ξαναϊδωθούμε. Έτσι γίνεται εδώ και τριάντα χρόνια

(16)

πε-ρίπου, από τότε που η Νάνα Μάμα με πρωτοπήρε κοντά της και αποφάσισε πως μπορούσε να με κάνει άνθρωπο με κά-ποια υπόσταση. Έκανε έναν ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, με διδακτορικό στην ψυχολογία, ο οποίος ζει και εργάζεται στα γκέτο της Ουάσιγκτον.

(17)

Κεφάλαιο 2

Ε/ΠΙΣΗΜΩΣ ΕΙΜΑΙ υπαρχηγός των ντετέκτιβ, το οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του Σαίξπηρ και του κυρίου Φόκνερ, σημαίνει πολύ κακό για το τίποτα. Ο τίτλος θα έπρεπε να με κάνει τον άνθρωπο νούμερο έξι ή εφτά στην Αστυνομία της Ουάσιγκτον. Δε με κάνει. Όμως ο κόσμος περιμένει να κάνω την εμφάνιση μου στους τόπους των εγκλημάτων της Ουάσιγκτον. Τρία ασπρογάλαζα περιπολικά της Αστυνομίας της Ου-άσιγκτον ήταν παρκαρισμένα φύρδην μίγδην μπροστά στο νούμερο 41-15 της οδού Μπένινγκ. Ένα βαν του εγκλημα-τολογικού εργαστηρίου, με μαύρα, αδιαφανή τζάμια, είχε ήδη καταφτάσει. Όπως επίσης κι ένα ασθενοφόρο, στην πόρτα του οποίου αναγραφόταν η λέξη ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟ. Μπροστά στο σπίτι του εγκλήματος υπήρχαν δύο πυρο-σβεστικά οχήματα και οι χασομέρηδες της γειτονιάς —ομο-φυλόφιλοι κυρίως. Ηλικιωμένες γυναίκες, με χειμωνιάτικα παλτά ριγμένα πάνω από τις πιτζάμες και τις νυχτικές τους και με ροζ και γαλάζια μπικουτί στα μαλλιά τους, στέκο-νταν στις εξώπορτές τους, τρέμοντας από το κρύο. Το φτωχόσπιτο ήταν ένα ετοιμόρροπο κατασκεύασμα α-πό σανίδες, βαμμένες μ' ένα φριχτό γαλάζιο της Καραϊβι-κής. Μια παλιά Σεβέτ, μ' ένα πλαϊνό τζάμι σπασμένο και κολλημένο με μονωτική ταινία, έμοιαζε εγκαταλειμμένη στην είσοδο.

(18)

«Άσ' το να πάει στο διάβολο. Ας πάμε πίσω στα κρεβά-τια μας», είπε ο Σάμπσον. «Μόλις θυμήθηκα με τι θα μοιά-ζει αυτό που θα δοΰμε. Τελευταία τη σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά». «Εγώ τη λατρεύω τη δουλειά μου, λατρεύω το Ανθρω-ποκτονιών», είπα ειρωνικά. «Τον βλέπεις αυτόν; Eivat ο ιατροδικαστής, ντυμένος ήδη με το πλαστικό του κοστούμι. Κι εκεί είναι τα παιδιά του εγκληματολογικού εργαστηρί-ου. Και ποιος είναι αυτός που έρχεται προς το μέρος μας τώρα;» Έ ν α ς λευκός αρχιφύλακας, μέσα σ' ένα φουσκωτό μπλε-μαύρο αδιάβροχο με γούνινο γιακά, ερχόταν σαν πά-πια προς το μέρος μας, καθώς πλησιάζαμε το σπίτι. Οι πα-λάμες του ήταν χωμένες στις τσέπες του για ζεστασιά. «Ο Σάμπσον; Και ο... χμμ... ντετέκτιβ Κρος;» Ο αρχιφύ-λακας κούνησε το σαγόνι του με τον τρόπο που το κάνουν μερικοί όταν προσπαθούν να ξεβουλώσουν τ' αυτιά τους μέ-σα στ' αεροπλάνα. 'Ηξερε πολύ καλά ποιοι ήμαστε. Ήξερε ότι ανήκαμε στην Ειδική Ερευνητική Ομάδα. Απλώς προ-σπαθούσε να μας τη σπάσει. «Τι τρέχει, φίλε;» Στον Σάμπσον δεν αρέσει ιδιαίτερα να του τη σπάνε. «Ο ανώτερος ντετέκτιβ Σάμπσον», είπα στον αρχιφύλα-κα. «Κι εγώ είμαι ο υπαρχηγός Κρος». Ο αρχιφύλακας ήταν από κείνους τους Ιρλανδούς με τη μεγάλη, πλαδαρή κοιλιά, κατάλοιπο, προφανώς, του εμφύ-λιου πολέμου. Το πρόσωπό του θύμιζε γαμήλια τούρτα αφη-μένη στη βροχή. Δεν έδειχνε να εντυπωσιάζεται από το σκοτσέζικο σακάκι μου. «Έχει παγώσει ο κώλος μας», είπε ασθμαίνοντας. «Αυ-τό τρέχει». «Θα μπορούσες, μάλλον, να ρίξεις λίγο απ' αυτό τον κώ-λο», τον συμβούλεψε ο Σάμπσον. «Θα μπορούσες να κάνεις λίγη γυμναστική». «Αι γαμήσου», είπε ο αρχιφύλακας. Ήταν ωραία να συ-ναντάς το λευκό Έντι Μέρφι. «Φοβερά ετοιμόλογος». Ο Σάμπσον μου χαμογέλασε. «Άκουσες τι είπε; Αι γαμήσου;» Ο Σάμπσον κι εγώ είμαστε καλογυμνασμένοι.

(19)

Γυμναζό-μαστέ στο γυμναστήριο δίπλα στον Άγιο Αντώνιο. Μαζί ζυ-γίζουμε γύρω στα διακόσια τριάντα κιλά. Μπορούμε να ε-μπνεύσουμε φόβο, αν θέλουμε. Μερικές φορές αυτό είναι απαραίτητο στη δουλειά μας. Εγώ είμαι μόλις ένα κι ενενήντα. Ο Τζον είναι δύο και πέντε και ψηλώνει ακόμα. Φοράει πάντα μαύρα γυαλιά. Μερικές φορές φοράει έναν πολύχρωμο τζαμαϊκανό σκού-φο ή ένα κίτρινο μαντίλι στο κεφάλι του. Μερικοί τον λένε Τζον-Τζον, επειδή είναι τόσο εύσωμος που θα μπορούσε να είναι δυο Τζον μαζί. Αφήσαμε τον υπαρχιφύλακα και βαδίσαμε προς το σπί-τι, στον τόπο του εγκλήματος. Η επίλεκτη ομάδα μας υποτί-θεται ότι είναι υπεράνω συγκρούσεων αυτού του είδους. Μερικές φορές είναι. Δύο ένστολοι αστυνομικοί είχαν ήδη μπει στο σπίτι. Μια φοβισμένη γειτόνισσα είχε τηλεφωνήσει στο αστυνομικό τμήμα γύρω στις τέσσερις και μισή. Πίστευε ότι είχε διακρί-νει ένα διαρρήκτη. Η γυναίκα είχε σηκωθεί μέσα στη νύχτα πανικόβλητη. Συμβαίνει σ' αυτή τη γειτονιά. Οι δυο ένστολοι βρήκαν μέσα τρία πτώματα. 'Οταν το α-νέφεραν, έλαβαν οδηγίες να περιμένουν την Ειδική Ερευ-νητική Ομάδα. Η ΕΕΟ αποτελείται από οχτώ μαύρους α-ξιωματικούς της αστυνομίας, οι οποίοι, υποτίθεται, έχουν τα προσόντα για καλύτερες δουλειές μέσα στην αστυνομία. Η εξωτερική πόρτα της κουζίνας ήταν μισάνοιχτη. Την άνοιξα διάπλατα. Οι πόρτες κάθε σπιτιού βγάζουν έναν ξε-χωριστό ήχο όταν ανοιγοκλείνουν. Αυτή εδώ κλαψούριζε σαν γέρος. Ήταν κατασκότεινα μέσα στο σπίτι. Ανατριχιαστικά. Η ανοιχτή πόρτα δημιουργούσε κάποιο ρεύμα και μπορούσα ν' ακούσω μέσα κάτι να θροΐζει. «Δεν ανάψαμε τα φώτα, κύριε», είπε από πίσω μου ο έ-νας από τους ένστολους. «Είστε ο δόκτωρ Κρος, σωστά;» Έγνεψα καταφατικά. «Ήταν ανοιχτή η πόρτα της κουζί-νας όταν φτάσατε;» ρώτησα γυρνώντας προς τον έναν αστυ-φύλακα. Ήταν λευκός, με μωρουδίστικο πρόσωπο- είχε α-φήσει μουστακάκι για να αντισταθμίζει την εντύπωση. Ή-ταν, κατά πάσα πιθανότητα, είκοσι τριών ή είκοσι

(20)

τεσσά-ρων και πραγματικά φοβισμένος εκείνο το πρωινό. Δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω γι' αυτό. «Χμμ. Όχι. Κανένα ίχνος παραβίασης. Ήταν ξεκλείδω-τη, κύριε». Ο αστυφύλακας ήταν πολύ νευρικός. «Είναι πραγματική φρίκη εκεί μέσα, κύριε. Πρόκειται για μια οι-κογένεια». Ο ένας από τους ένστολους άναψε έναν ισχυρό φακό και κοιτάξαμε όλοι μέσα στην κουζίνα. Υπήρχε ένα φτηνό τραπέζι από φορμάικα, με ανάλογες λαχανί καρέκλες από βινίλιο. Στον τοίχο υπήρχε ένα μαύ-ρο μαύ-ρολόι Μπαρτ Σίμσον, σαν κι αυτά που βλέπεις στις βι-τρίνες όλων των ντράγκστορ. Μυρωδιές απολυμαντικού και καμένου λίπους δημιουργούσαν ένα παράξενο χαρμά-νι για τη μύτη σου, αν και όχι εντελώς δυσάρεστο. Υπήρ-χαν πολύ χειρότερες μυρωδιές στις υποθέσεις ανθρωπο-κτονιών. Ο Σάμπσον κι εγώ κοντοσταθήκαμε, κοιτάζοντάς τα όλα με τον τρόπο που μπορεί να τα κοίταξε ο δολοφόνος λίγες μόλις ώρες νωρίτερα. «Στάθηκε εδώ ακριβώς», είπα. «Μπήκε από την κουζί-να. Στάθηκε εδώ που στεκόμαστε». «Μη μιλάς έτσι, Άλεξ», είπε ο Σάμπσον. «Ακούγεσαι σαν θρίλερ της Τζιν Ντίξον. Με κάνεις κι ανατριχιάζω». Άσχετα από το πόσες φορές την έχεις κάνει αυτή τη δουλειά, ποτέ δε γίνεται ευκολότερη. Δε θέλεις να μπεις μέσα. Δε θέλεις να δεις έναν ακόμη φριχτό εφιάλτη στη ζωή σου. «Βρίσκονται επάνω», είπε ο αστυφύλακας με το μουστά-κι. Μας ενημέρωσε για την ταυτότητα των θυμάτων. Μια οι-κογένεια ονόματι Σάντερς. Δύο γυναίκες κι ένα αγοράκι. Ο συνάδελφος του, ένας κοντός, γεροδεμένος μαύρος, δεν είχε πει κουβέντα ακόμη. Το όνομά του ήταν Μπάτσι Ντάικς. Ήταν ένας ευαίσθητος νεαρός αστυφύλακας, που τον είχε πάρει το μάτι μου στο τμήμα. Οι τέσσερις μας μπήκαμε μαζί στο σπίτι του θανάτου. Πήραμε ο καθένας από μια βαθιά ανάσα. Ο Σάμπσον με χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο. Ήξερε ότι οι φόνοι παιδιών με αναστάτωναν.

(21)

Τα τρία πτώματα βρίσκονταν στον πάνω όροφο, στην μπροστινή κρεβατοκάμαρα, αμέσως μετά το κεφαλόσκαλο. Ήταν η μητέρα, η Τζιν «Που» Σάντερς, τριάντα δυο ε-τών. Ακόμη και στο θάνατο, το πρόσωπο της φαινόταν βα-σανισμένο. Είχε μεγάλα, καστανά μάτια, ψηλά ζυγωματι-κά και σαρκώδη χείλια, που είχαν ήδη αρχίσει να μπλα-βιάζουν. Το στόμα της ήταν ορθάνοιχτο σαν να ούρλιαζε. Ήταν η κόρη της «Που», η Σουζέτ Σάντερς, με δεκατέσ-σερα χρόνια ζωής σ' αυτή τη γη. Δεν ήταν παρά ένα κορι-τσάκι, αλλά ήταν ομορφότερη από τη μητέρα της. Φορούσε μια μοβ κορδέλα στα πλεγμένα μαλλιά της κι ένα μικρό σκουλαρίκι στη μύτη, για να δείχνει μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία. Η Σουζέτ ήταν φιμωμένη μ' ένα σκούρο μπλε καλσόν. Ήταν ο μικρός γιος, ο Μάσταφ Σάντερς, τριών ετών, πεσμένος ανάσκελα, με τα μαγουλάκια του λεκιασμένα από δάκρυα. Φορούσε μια πιτζαμοφορμίτσα, σαν αυτές που φο-ρούν και τα δικά μου παιδιά. Όπως ακριβώς είχε πει και η Νάνα Μάμα, τούτο ήταν έ-να αέ-ναπόσπαστο κομμάτι αυτού που κάποιοι είχαν αφήσει να εξελιχθεί σε μια ελεεινή πόλη. Σ' αυτή τη μεγάλη ελεεινή χώρα μας. Η μητέρα και η κόρη ήταν δεμένες πάνω σ' ένα ιμιτασιόν μπρούντζινο κεφαλάρι κρεβατιού. Σατέν εσώρου-χα και μαύρες και κόκκινες διχτυωτές κάλτσες είεσώρου-χαν χρησι-μοποιηθεί αντί για σχοινί. Έβγαλα το δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο που έχω πά-ντα μαζί μου και άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου πα-ρατηρήσεις. «Υποθέσεις ανθρωποκτονιών Η234 914 μέχρι και 916. Μια μητέρα, μια έφηβη κόρη, ένα μικρό αγόρι. Οι γυναίκες έχουν χτυπηθεί με κάτι εξαιρετικά κοφτερό. Με μεγάλο ξυράφι, πιθανότατα. »Τα στήθη τους έχουν αποκοπεί. Οι μαστοί δε βρέθηκαν πουθενά. Το τρίχωμα του εφηβαίου των γυναικών έχει ξυρι-στεί. Υπάρχουν πολλαπλά τραύματα από μαχαιριές, του εί-δους που οι παθολόγοι αποκαλούν "ενδείξεις παραφοράς". Υπάρχουν άφθονο αίμα και κόπρανα. Νομίζω ότι οι δυο γυναίκες —και η μητέρα και η κόρη— ήταν ιερόδουλες. Τις είχα δει να κάνουν πεζοδρόμιο».

(22)

Η φωνή μου ήταν τώρα ένα μουρμουρητό. Αναρωτήθηκα αν θα κατάφερνα να καταλάβω όλες τις λέξεις αργότερα. «Το πτώμα του μικρού αγοριού φαίνεται πεταμένο αδιά-φορα στην άκρη. Ο Μάσταφ Σάντερς φοράει ένα παλιό πι-τζαμάκι με σχέδια από αρκουδάκια. Αποτελεί ένα μικρο-σκοπικό, ασήμαντο σωρό μέσα στο δωμάτιο». Δεν κατάφε-ρα να μη συγκινηθώ όταν στράφηκα προς το μικρό αγόρι και είδα τα θλιμμένα, άψυχα μάτια του να με κοιτάζουν. Μέσα στο κεφάλι μου ηχούσε ένα δυνατό βουητό. Η καρδιά μου πονούσε. Καημένε, μικρέ Μάσταφ, όποιος και να 'σαι. «Δεν πιστεύω ότι ήθελε να σκοτώσει το αγοράκι», είπα στον Σάμπσον. «Αυτός ή αυτή». « Ή αυτό», είπε ο Σάμπσον κουνώντας το κεφάλι του. «Εγώ ψηφίζω ότι είναι αυτό. Πρόκειται για Πράγμα, Άλεξ. Για το ίδιο Πράγμα που χτύπησε στο Κόντον Τέρας στην αρχή της εβδομάδας».

(23)

Κεφάλαιο 3

Α Φ Ο Τ Ο Υ ΗΤΑΝ τριών ή τεσσάρων ετών, η Μάγκι Ρό-συζ Νταν αποτελούσε πάντοτε αντικείμενο παρακολούθη-σης των άλλων ανθρώπων. Στα εννιά της είχε συνηθίσει πια το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του κόσμου και τους ξένους που τη χάζευαν, λες και ήταν ο Ψαλιδοχέρης ή το Κορίτσι Φρανκενστάιν. Εκείνο το πρωί την παρακολουθούσαν, αλλά η ίδια δεν το ήξερε. Αυτή τη φορά θα έπρεπε να τη νοιάζει. Αυτή τη φορά η παρακολούθηση είχε πολύ μεγάλη σημασία. Η Μάγκι Ρόουζ πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσι-γκτον στην Τζόρτζταουν, όπου προσπαθούσε να περνάει α-παρατήρητη ανάμεσα στους υπόλοιπους εκατόν τριάντα μα-θητές. Εκείνη τη στιγμή τραγουδούσαν όλοι μαζί με ενθου-σιασμό, μέσα στο αμφιθέατρο του σχολείου. Δεν ήταν εύκολο για τη Μάγκι Ρόουζ να περνάει απα-ρατήρητη, κι ας το λαχταρούσε απελπισμένα. Όπως και να το κάνουμε, ήταν η εννιάχρονη κόρη της Κάθριν Ρόουζ. Η Μάγκι δεν μπορούσε να περάσει μπροστά από μια βιντεο-λέσχη εμπορικού κέντρου, χωρίς να δει τη φωτογραφία της μητέρας της. Οι ταινίες της μητέρας της προβάλλονταν στην τηλεόραση περίπου κάθε δεύτερο βράδυ. Η μαμά της ήταν υποψήφια για Όσκαρ συχνότερα απ' όσο αναφέρονταν στο περιοδικό Πιπλ οι περισσότερες άλλες ηθοποιοί. Εξαιτίας όλων αυτών, η Μάγκι Ρόουζ κατέβαλλε

(24)

ιδιαί-τερες προσπάθειες για να περνάει απαρατήρητη. Εκείνο το πρωί φορούσε ένα φθαρμένο φουτεράκι Φίντο Ντίντο, με τρύπες σε στρατηγικά σημεία μπρος και πίσω. Είχε διαλέ-ξει, επίσης, ένα βρόμικο, τσαλακωμένο μπλουτζίν. Φορούσε παλιά ροζ αθλητικά παπούτσια Ρίμποκ —τα αγαπημένα της— και καλτσούλες Φίντο Ντίντο, διαλεγμένες από τον πάτο της ντουλάπας της. Επίτηδες, δεν είχε λούσει τα μακριά, ξανθά μαλλιά της πριν φύγει για το σχολείο. Τα μάτια της μαμάς της γούρλωσαν όταν είδε το σύνολο. Της είπε τέσσερις φορές «Μπλιαχ», αλλά τελικά άφησε τη Μάγκι να πάει στο σχολείο έτσι. Η μαμά της ήταν εντάξει τύπος. Καταλάβαινε πραγματικά τις δυσκολίες που είχε ν' αντιμετωπίσει η Μάγκι στη ζωή της. Τα παιδιά στο γεμάτο αμφιθέατρο, από την πρώτη μέχρι την έκτη δημοτικού, τραγουδούσαν το «Fast Car» της Τρέισι Τσάπμαν. Προτσύ παίξει η κυρία Καμίνσκι το τραγούδι στο απαστράπτον, μαύρο πιάνο μάρκας Στάινγουεϊ, είχε προ-σπαθήσει να εξηγήσει το μήνυμά του σε όλους. «Αυτό το συγκινητικό τραγούδι, γραμμένο από μια νέα, μαύρη γυναίκα από τη Μασαχουσέτη, μιλάει για το πώς εί-ναι να είσαι πάμπτωχος στην πλουσιότερη χώρα του κό-σμου. Μιλάει για το πώς είναι να είσαι μαύρος τη δεκαετία του 1990». Η μικροκαμωμένη, κάτισχνη δασκάλα της μουσικής ήταν πάντα πολύ δραματική. Αισθανόταν ότι καθήκον του καλού δασκάλου δεν ήταν μόνο να πληροφορεί, αλλά και να πεί-θει, να διαπλάθει τα αξιόλογα νεαρά μυαλά σ' αυτό το με-γάλου κύρους δημοτικό σχολείο. Τα παιδιά συμπαθούσαν την κυρία Καμίνσκι, γι' αυτό προσπαθούσαν να φανταστούν τη δυσάρεστη θέση των φτωχών και των μη προνομιούχων. Καθώς τα δίδακτρα στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον έφταναν τις δώδεκα χιλιά-δες δολάρια το χρόνο, αυτό απαιτούσε αρκετή φαντασία εκ μέρους τους. S «Έχεις ένα γρήγορο αυτοκίνητο», τραγουδούσαν μαζί με την κυρία Καμίνσκι και το πιάνο της. «Κι εγώ έχω ένα σχέδιο, που θα μας πάρει μακριά από δω». Καθώς η Μάγκι τραγουδούσε to «Fast Car», πάσχιζε α-ληθινά να φανταστεί πώς είναι να είναι κανείς τόσο

(25)

φτω-χός. Είχε δει αρκετούς φτωχούς να κοιμούνται μες στο κρύο στους δρόμους της Ουάσιγκτον. Αν πίεζε το μυαλό της, κα-τάφερνε να φέρει στο νου της τρομερές σκηνές γύρω από την Τζόρτζταουν και το Ντιπόν Σερκλ. Ιδίως τους άντρες με τα βρόμικα κουρέλια που έπλεναν παρμπρίζ στο κάθε φα-νάρι. Η μητέρα της τους έδινε πάντοτε ένα δολάριο, μερι-κές φορές και περισσότερα. Κάποιοι από τους ζητιάνους α-ναγνώριζαν τη μαμά της και έκαναν σαν τρελοί. Χαμογε-λούσαν, λες και τα προβλήματά τους είχαν πάρει τέλος· και η Κάθριν Ρόουζ είχε πάντα μια καλή κουβέντα να τους πει. «Έχεις ένα γρήγορο αυτοκίνητο», τραγουδούσε η Μάγκι Ρόουζ. Αισθανόταν τη φωνή της ν' ανεβαίνει, πραγματικά, στα ουράνια. «Είναι όμως αρκετά γρήγορο, ώστε να πετάξουμε μακριά; »Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση. »Θα φύγουμε απόψε ή θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε έ-τσι;» Το τραγούδι τελείωσε με δυνατά χειροκροτήματα και ζητωκραυγές απ' όλα τα παιδιά μέσα στο αμφιθέατρο. Η κυρία Καμίνσκι έκανε μια ιδιόρρυθμη, μικρή υπόκλιση μπροστά στο πιάνο της. «Σοβαρή δουλειά», μουρμούρισε ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Ο Μάικλ στεκόταν δίπλα ακριβώς στη Μάγκι. Ήταν ο κα-λύτερός της φίλος στην Ουάσιγκτον, όπου η Μάγκι είχε με-τακομίσει μαζί με τους γονείς της από το Λος Άντζελες εδώ και λιγότερο από ένα χρόνο. Ο Μάικλ είχε μιλήσει ειρωνικά, φυσικά. Όπως πάντα. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα άτομα που δεν ήταν τόσο έξυπνα όσο εκείνος —το οποίο σήμαινε όλους σχεδόν τους ανθρώπους στον κόσμο. Η Μάγκι ήξερε ότι ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ ήταν ένας αυθεντικός διανοητής. Ήταν ένας συλλέκτης των πάντων, ένας άνθρωπος των έργων και όχι μόνο των λόγων, που διά-βαζε τα πάντα και έκανε πάντοτε αστεία αν σε συμπαθού-σε. Όμως γεννήθηκε με κυάνωση και ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος για την ηλικία του. Αυτό του έδωσε το παρα-τσούκλι Γαριδούλης, το οποίο κατέβαζε, κατά κάποιο τρό-πο, τον Μάικλ από το βάθρο του, αυτό του διανοητή. Τα περισσότερα πρωινά η Μάγκι και ο Μάικλ πήγαιναν

(26)

στο σχολείο με το ίδιο αυτοκίνητο. Εκείνο το πρωί είχαν έρ-θει μ' ένα αυτοκίνητο της Μυστικής Υπηρεσίας. Ο πατέρας του Μάικλ ήταν ο υπουργός Οικονομικών. Ναι, ο υπουργός Οικονομικών. Στην πραγματικότητα, κανένας δεν ήταν τε-λείως «νορμάλ» στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. Όλοι προσπαθούσαν να περνούν απαρατήρητοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Καθώς έβγαιναν οι μαθητές από το αμφιθέατρο, απα-ντούσαν ένας ένας στην ερώτηση ποιος θα τους έπαιρνε με-τά το τέλος των μαθημάτων. Η ασφάλεια είχε τρομακτική σημασία στο Δημοτικό Σχολείο Ουάσιγκτον. «Ο κύριος Ντιβάιν...» άρχισε να λέει η Μάγκι στο δά-σκαλο που έκανε αυτό τον έλεγχο στην έξοδο του αμφιθεά-τρου. Το όνομά του ήταν Γκέστιερ και δίδασκε ξένες γλώσ-σες -^γαλλικά, ρωσικά και κινέζικα. «Και ο Τζόλι Τσόλι Τσάκλι», συμπλήρωσε ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. «Μυστική Υπηρεσία, Ομάδα Δεκαεννιά. Αυτοκίνητο Λίνκολν. Αριθμός κυκλοφορίας SC-59. Βόρεια έξοδος, κτίριο Πέλαμ. Έχουν αναλάβει να φυλάνε μονά, ε-πειδή το κολομβιανό καρτέλ έχει απειλήσει να σκοτώσει τον πατέρα μου. Ορεβονάρ, μον προφεσέρ». Στο βιβλίο εξόδου του σχολείου καταγράφηκε για την 21η Δεκεμβρίου: Μ. Γκόλντμπεργκ και Μ. Ρ. Νταν — Ανα-χώρηση με Μυστική Υπηρεσία. Βόρεια έξοδος, Πέλαμ, στις τρεις. «Έλα, αστέρι μου». Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ έδωσε μια γερή αγκωνιά στα πλευρά της Μάγκι Ρόουζ. «Έχω ένα γρήγορο αυτοκίνητο. Αχά, αχά. Κι έχω ένα σχέδιο που θα μας πάρει μακριά από δω». Δεν είναι ν' απορεί κανείς που τον συμπαθώ, σκέφτηκε η Μάγκι. Ποιος άλλος θα την αποκαλούσε αστέρι; Ποιος άλλος, εκτός από τον Γαριδούλη Γκόλντμπεργκ; Ενώ έβγαιναν από το αμφιθέατρο, οι δύο φίλοι βρίσκο-νταν υπό παρακολούθηση. Κανείς τους δεν πρόσεξε κάτι που να πηγαίνει στραβά, κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Δεν έπρεπε. Αυτή ήταν η βασική ιδέα. Το μεγάλο σχέδιο.

(27)

Κεφάλαιο 4

Σ τ ί Σ ΕΝΝΕΑ η ώρα εκείνο το πρωί η κυρία Βίβιαν Κιμ αποφάσισε να αναπαραστήσει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στην τάξη της, στο Δημοτικά Σχολείο Ουάσιγκτον. Δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Η Βίβιαν Κιμ ήταν μια έξυπνη, χαριτωμένη και συναρ-παστική δασκάλα της Αμερικανικής Ιστορίας. Το μάθημά της ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα των μαθητών. Δύο φο-ρές την εβδομάδα η κυρία Κιμ παρουσίαζε μια παρωδία κά-ποιου ιστορικού γεγονότος. Μερικές φορές άφηνε τα παι-διά να την προετοιμάσουν. Τα παιπαι-διά είχαν γίνει πολύ επι-τήδεια σ' αυτή τη δουλειά και η ίδια είχε κάθε λόγο να δη-λώνει ότι το μάθημά της δεν ήταν ποτέ βαρετό. Για κείνο το συγκεκριμένο πρωινό η Βίβιαν Κιμ είχε ε-πιλέξει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ανάμεσα στα παιδιά της τρίτης τάξης της ήταν η Μάγκι Ρόουζ Νταν και ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ. Η τάξη βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Η Βίβιαν Κιμ υποδυόταν, εναλλάξ, το στρατηγό Χέιγκ, τον Χ. Ρ. Χάλντεμαν, τον Χένρι Κίσινγκερ, τον Τζ. Γκόρ-ντον Λίντι, τον Πρόεδρο Νίξον, τον Τζον και τη Μάρθα Μί-τσελ και τον Τζον και τη Μορίν Ντιν. Ήταν καλή μίμος και έκανε εξαιρετική δουλειά υποδυόμενη τον Λίντι, τον Νίξον, το στρατηγό Χέιγκ και, ιδιαίτερα, τους Μίτσελ και τη Μο-ρίν Ντιν. «Στο ετήσιο μήνυμά του για την κατάσταση της χώρας, ο

(28)

Πρόεδρος Νίξον μίλησε προς όλο το έθνος από την τηλεό-ραση», είπε η κυρία Κιμ στα παιδιά. «Πολλοί άνθρωποι πι-στεύουν ότι μας είπε ψέματα. 'Οταν ένας ανώτατος κυβερ-νητικός αξιωματούχος λέει ψέματα, διαπράττει ένα φοβερό έγκλημα. Ο λαός δίνει την εμπιστοσύνη του σ' αυτό το πρό-σωπο, βασιζόμενος στην εντιμότητα των λόγων του, στην α-κεραιότητά του». «Γιούχα. Ου!» Κάποια παιδιά της τάξης έδειξαν μ' αυτό τον τρόπο τη συμμετοχή τους στο μάθημα. Η Βίβιαν Κιμ εν-θάρρυνε αυτού του είδους τη συμμετοχή, όταν αυτή γινόταν μέσα σε λογικά πλαίσια. «Έχετε απόλυτο δίκιο να γιουχάρετε», είπε. «Τέλος πά-ντων, σ' αυτή τη χρονική στιγμή της ιστορίας μας, ο κύριος Νίξον απευθύνθηκε προς το έθνος, προς ανθρώπους όπως ε-σείς κι εγώ». Η Βίβιαν Κιμ πήρε μια πόζα σαν να βρισκόταν μπροστά στο έδρανο ενός ομιλητή και άρχισε να παριστάνει τον Ρίτσαρντ Νίξον για την τάξη της. Η κυρία Κιμ πήρε μια σκοτεινή και βλοσυρή έκφραση. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά. «Θέλω να ξέρετε ότι δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να εγκατα-λείψω ποτέ το έργο που ο αμερικανικός λαός μου ανέθεσε να φέρω εις πέρας για τους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτει-ών». Η Βίβιαν Κιμ έκανε μια παύση στα αυθεντικά λόγια α-πό τον επονείδιστο λόγο του Νίξον. Ήταν σαν να κρατούσε στον αέρα μια νότα σε μια κακή αλλά επιβλητική όπερα. Η τάξη των είκοσι τεσσάρων παιδιών ήταν βουβή. Για την ώρα η κυρία Κιμ είχε κερδίσει την απόλυτη προσοχή τους. Επρόκειτο για τον επί γης παράδεισο ενός δασκάλου, άσχετα από.το πόσο σύντομη θα ήταν η διάρκειά του. Τέ-λεια, σκέφτηκε από μέσα της η Βίβιαν Κιμ. Ένα κοφτό «τακ, τακ, τακ» ακούστηκε πάνω στο αδια-φανές τζάμι της πόρτας. Η μαγική στιγμή είχε χαθεί. «Ου! Γιούχα», είπε η Βίβιαν Κιμ μέσ' από τα δόντια της. «Ναι; Ποιος είναι; Εμπρός; Ποιος είναι;» φώναξε. Η πόρτα από γυαλί και λουστραρισμένο μαόνι άρχισε ν' ανοίγει σιγά σιγά. Κάποιο από τα παιδιά μουρμούρισε το μουσικό θέμα από την ταινία Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες. Ο κύριος Σόνετζι, διστακτικά, σχεδόν ντροπαλά,

(29)

μπήκε μέσα. Αυτόματα τα πρόσωπα όλων σχεδόν των παι-διών στην τάξη έλαμψαν. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε ο κύριος Σόνετζι με λεπτή, τρεμάμενη φωνή. Τα παιδιά έσκασαν στα γέλια. «Α! Για δες. Όλοι εδώ είναι», είπε. Ο Γκάρι Σόνετζι δίδασκε μαθηματικά και, επίσης, ηλε-κτρονικούς υπολογιστές —μάθημα το οποίο ήταν δημοφιλέ-στερο ακόμη και από το μάθημα της Βίβιαν Κιμ. Είχε αρχή φαλάκρας, κρεμαστά μουστάκια και φορούσε μικρά, στρογ-γυλά γυαλιά. Δεν έμοιαζε με ίνδαλμα της ποπ, αλλά ήταν ο δημοφιλέστερος δάσκαλος στο σχολείο. Γιατί, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένας εμπνευσμένος εκπαιδευτικός, ο κύ-ριος Σόνετζι ήταν η μεγάλη αυθεντία των βιντεοπαιχνιδιών Νιντέντο. Η δημοτικότητα του και το γεγονός ότι ήταν ένας μάγος των ηλεκτρονικών υπολογιστών τού είχαν χαρίσει το παρα-τσούκλι «Ο κύριος Τσιπς*». Ο κύριος Σόνετζι χαιρέτησε μερικούς μαθητές με τ' όνο-μά τους, καθώς διέσχιζε γρήγορα την απόσταση μέχρι την έδρα της κυρίας Κιμ. Κατόπιν οι δυο δάσκαλοι μίλησαν μεταξύ τους μπροστά στην έδρα. Η κυρία Κιμ είχε την πλάτη της στραμμένη προς την τάξη. Κάθε τόσο έγνεφε καταφατικά, χωρίς να λέει πολλά. Φαινόταν μικροσκοπική δίπλα στον κύριο Σόνετζι, ο οποίος ήταν πάνω από ένα και ογδόντα. Τελικά η κυρία Κιμ στράφηκε προς τα παιδιά. «Μάγκι Ρόουζ και Μάικλ Γκόλντμπεργκ, μπορείτε να έρθετε μπρο-στά; Φέρτε και τα πράγματά σας μαζί, αν έχετε την καλο-σύνη». Η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ αντάλλαξαν απορημένες ματιές. Τι ήταν πάλι αυτό; Μάζεψαν τα πράγματά τους και κατευθύνθηκαν προς την έδρα για να μάθουν τι συνέβαινε. Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν, ακόμη και να συνομιλούν δυνατά μέσα στην τάξη. * Αναφορά στο κινηματογραφικό έργο Αντίο, κύριε Τσιπς με πρωταγωνιστή τον Πίτερ Ο' Τουλ, ο οποίος υποδύεται έναν πολύ αγαπητό στους μαθητές του καθηγητή· λογοπαίγνιο, επί-σης, με τα τσιπς των ηλεκτρονικών υπολογιστών. (Σ.τ.Μ.)

(30)

«Εντάξει. Κλείστε το. Αυτά δεν είναι διάλειμμα», επέ-βαλε την τάξη η κυρία Κιμ. «Έχουμε ακόμη μάθημα. Παρα-καλώ, να δείχνετε κάποιο σεβασμό στους κανόνες με τους οποίους έχουμε συμφωνήσει να φερόμαστε εδώ μέσα». Όταν πήγαν κοντά στην έδρα, ο κύριος Σόνετζι λύγισε τα γόνατά του για να μιλήσει ιδιαιτέρως με τη Μάγκι και τον Μάικλ. Ο Γαριδούλης Γκόλντμπεργκ ήταν τουλάχιστον δέκα εκατοστά κοντύτερος από τη Μάγκι Ρόουζ. «Υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, αλλά δεν είναι λόγος για ν' ανησυχήσετε». Ο κύριος Σόνετζι ήταν ήρεμος και πο-λύ ευγενικός με τα παιδιά. «Βασικά όλα είναι εντάξει. Υ-πάρχει μόνο ένα προβληματάκι, αυτό είναι όλο. Όμως όλα είναι εντάξει». «Εμένα δε μου φαίνεται εντάξει», είπε ο Μάικλ Γκόλντ-μπεργκ κουνώντας το κεφάλι του. «Ποιο είναι αυτό το περί-φημο προβληματάκι;» Η Μάγκι Ρόουζ δεν είχε πει τίποτα ακόμη. Για κάποιο λόγο αισθανόταν φοβισμένη. Κάτι είχε συμβεί. Κάτι, αναμ-φισβήτητα, πήγαινε στραβά. Το ένιωθε βαθιά μέσα της. Η μαμά της της έλεγε πάντα ότι είχε πολύ μεγάλη φαντασία, έτσι προσπαθούσε να φαίνεται ψύχραιμη, να συμπεριφέρε-ται ψύχραιμα, να είναι ψύχραιμη. «Πριν από λίγο μας τηλεφώνησαν από τη Μυστική Υπη-ρεσία», είπε η κυρία Κιμ. «Δέχτηκαν μια απειλή. Αφορά ε-σένα και τη Μάγκι. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για φάρσα. Όμως θα σας στείλουμε και τους δυο στα σπίτια σας, προληπτικά. Για κάθε ενδεχόμενο. Εσείς, παιδιά, είστε μαθημένοι σ' αυτά τα πράγματα». «Είμαι σίγουρος ότι θα έχετε επιστρέψει και οι δύο πριν από το μεσημεριανό γεύμα», πρόσθεσε ο κύριος Σόνετζι για να υποστηρίξει την κυρία Κιμ, αν και δεν ακούστηκε ι-διαίτερα πειστικός. «Τι είδους απειλή;» ρώτησε η Μάγκι Ρόουζ τον κύριο Σόνετζι. «Εναντίον του πατέρα του Μάικλ; Ή έχει να κάνει με τη μαμά μου;» Ο κύριος Σόνετζι χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Μάγκι. Πολύ συχνά, οι δάσκαλοι του ιδιωτικού σχολείου έ-μεναν έκπληκτοι με την ωριμότητα των περισσοτέρων από αυτά τα παιδιά.

(31)

«Α, το συνηθισμένο είδος απειλής που δεχόμαστε κάθε τόσο. Μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρισμα. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι κάποιος ανόητος που θέλει να τραβήξει την προ-σοχή του κόσμου. Κάποιος απαίσιος». Ο κύριος Σόνετζι έ-κανε μια υπερβολική γκριμάτσα. Έδειχνε την απαιτουμένη ανησυχία, αλλά έκανε τα παιδιά να αισθάνονται ασφαλή. «Τότε γιατί πρέπει να πάμε μέχρι τα σπίτια μας στον Ποτόμακ;» Ο Μάικλ Γκόλντμπεργκ μόρφαζε και χειρονο-μούσε σαν μικροσκοπικός δικηγόρος. Από πολλές απόψεις αποτελούσε αστείο αντίγραφο του διάσημου πατέρα του, του υπουργού. «Για να μην παίρνουμε ρίσκα. Εντάξει; Αρκετά είπαμε. Δεν πρόκειται ν' ανοίξω συζήτηση μαζί σου, Μάικλ. Είμα-στε έτοιμοι για αναχώρηση;» Ο κύριος Σόνετζι μίλησε ήρε-μα αλλά αποφασιστικά. «Όχι ακριβώς». Ο Μάικλ συνέχισε να κάνει μούτρα και να κουνάει το κεφάλι του. «Και βέβαια όχι. Σοβαρά, κύριε Σόνετζι. Αυτό δεν είναι τίμιο. Δεν είναι σωστό. Γιατί δεν μπορεί η Μυστική Υπηρεσία να έρθει εδώ και να περιμένει μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα;» «Δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θέλουν να το χειριστούν», είπε ο κύριος Σόνετζι. «Δε φτιάχνω εγώ τους κανόνες». «Υποθέτω ότι είμαστε έτοιμοι», είπε η Μάγκι. «Έλα, Μάικλ. Σταμάτα να συζητάς. Είναι τελειωμένη υπόθεση». «Είναι τελειωμένη υπόθεση». Η κυρία Κιμ χαμογέλασε. «Θα σας στείλω στο σπίτι τα αυριανά σας μαθήματα». Η Μάγκι Ρόουζ και ο Μάικλ άρχισαν να γελούν. «Ευχα-ριστούμε, κυρία Κιμ!» είπαν μ' ένα στόμα. Η κυρία Κιμ έ-βρισκε πάντα ένα καλό αστείο ανάλογα με την περίσταση. Οι διάδρομοι έξω από την αίθουσα ήταν σχεδόν άδειοι και πολύ ήσυχοι. Ένας επιστάτης, ένας μαύρος ονόματι Έ-μετ Έβερετ, ήταν το μοναδικό πρόσωπο που είδε το τρίο να φεύγει από το κτίριο του σχολείου. Ακουμπισμένος πάνω στο σκουπόξυλό του, ο κύριος Έ-βερετ παρακολούθησε τον κύριο Σόνετζι και τα δυο παιδιά να διασχίζουν το μακρύ διάδρομο. Ήταν ο τελευταίος άν-θρωπος που τους είδε όλους μαζί. Βγήκαν από το σχολικό κτίριο και διέσχισαν βιαστικά

(32)

το λιθόστρωτο πάρκινγκ, το οποίο πλαισίωναν ψηλές σημύ-δες και θάμνοι. Τα παπούτσια του Μάικλ έκαναν θόρυβο πάνω στο λιθόστρωτο. «Ηλίθια παπούτσια», αστειεύτηκε η Μάγκι Ρόουζ γέρ-νοντας προς το μέρος του. «Φαίνονται σαν ηλίθια, συμπερι-φέρονται σαν ηλίθια, ακούγονται σαν ηλίθια». Ο Μάικλ δεν είχε τίποτα να της απαντήσει. Τι θα μπο-ρούσε να πει; Η μητέρα και ο πατέρας του εξακολουθού-σαν ν' αγοράζουν τα ρούχα και τα παπούτσια του από το φρικτό Μπρουκς Μπράδερς. «Τι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να φοράω, δεσποινίς Γκλόρια Βάντερμπιλτ; Ροζ αθλητικά παπούτσια;» «Και βέβαια ροζ αθλητικά», είπε ακτινοβολώντας η Μά-γκι. « Ή λαχανί αθλητικά. Πάντως όχι παπούτσια για κη-δεία, Γαριδούλη». Ο κύριος Σόνετζι οδήγησε τα παιδιά σ' ένα καινούριο μπλε βαν, το οποίο ήταν παρκαρισμένο κάτω από τις φτε-λιές και τις βαλανιδιές που ήταν φυτεμένες κατά μήκος του κτιρίου της διεύθυνσης και του γυμναστηρίου. Ασυντόνιστα χτυπήματα από μπάλες του μπάσκετ αντηχούσαν μέσα από το γυμναστήριο. «Εσείς οι δύο μπορείτε να πηδήξετε κατευθείαν εδώ πί-σω. Οπαλάκια. Έτσι μπράβο», είπε ο κύριος Σόνετζι. Ο δά-σκαλος βοήθησε τα παιδιά να σκαρφαλώσουν στο πίσω μέ-ρος του βαν. Τα γυαλιά του γλιστρούσαν συνεχώς στη μύτη του. Τελικά τα έβγαλε. «Εσείς θα μας πάτε σπίτι;» ρώτησε ο Μάικλ. «Ξέρω ότι δεν είναι καμία λιμουζίνα Μερσέντες, αλλά θα πρέπει να βολευτείτε, σερ Μάικλ. Εγώ ακολουθώ απλώς τις οδηγίες που πήραμε από το τηλέφωνο. Μίλησα με τον κύριο Τσάκλι». «Τον Τζόλι Τσόλι». Ο Μάικλ χρησιμοποίησε το παρα-τσούκλι που είχε δώσει στον πράκτορα της Μυστικής Υπη-ρεσίας. Ο κύριος Σόνετζι ανέβηκε στο βαν και κλείσε τη συρό-μενη πόρτα με πάταγο. «Ένα δευτερόλεπτο μόνο, να σας κάνω λίγο χώρο εδώ, παιδιά».

References

Related documents

Moreover, the effect of adding different amounts of Graphene Nanoplatelets (GNP) on the morphology of the blends (by SEM), the interaction of nanopalates with polymer

You can choose to watch a non-Freesat channel from this list by moving the orange bar using the and buttons to highlight the channel you want and pressing , or return to

Police should be required to impound for seven days the vehicle of any driver who: (i) fails to submit to any impairment test required by federal or provincial

If the an air removal indicator fails to change color completely, an entry is made on the Equipment Log Sheet in the Autoclave Log Book, and the Facility Manager is notified

(IT Advanced Electives. Up to 18 units) *16 units (Program or General Electives) Major + Minor 16 units (Core Courses) (compulsory) 16 units. (from one

Notes: The union wage gaps in both graphs are obtained by running 2 regressions of the individual hourly wage from DADS03 on detailed observable individual characteristics (gender,

The highest prevalence of exposure during leisure time was observed in outdoor terraces in bars, cafeterias and restaurants (26.0%, data not shown Table 1A. Prevalence and

Personalized Learning strategies have a number of potential advantages over traditional learning methods and on-the-job training and they are consistent with constructivist