• No results found

h Trilogia Ths Neas Yorkhs-paul Auster

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "h Trilogia Ths Neas Yorkhs-paul Auster"

Copied!
825
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)

Ψηφιακή έκδοση Μάιος 2014

Τίτλος πρωτοτύπου Paul Auster, The New York Trilogy: City of Glass, Ghosts, The lock ed room, Faber and Faber

© 1985, 1986, 1987, Paul Auster © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-666-8 Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

(3)

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562

http://www.metaixmio.gr • e-mail: metaixmio@metaixmio.gr

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα

τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα

τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581

• Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη

τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

(4)

PAUL AUSTER

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ

ΤΗΣ ΝΕΑΣ

ΥΟΡΚΗΣ

(5)
(6)

1 ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΝΟΥΜΕΡΟ , με το τηλέφωνο να χτυπά τρεις φορές μέσα στην άγρια νύχτα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να ζητά κάποιον που δεν ήταν εκείνος. Πολύ αργότερα, όταν ήταν σε θέση να σκεφτεί όσα του συνέβησαν, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν ήταν αληθινό εκτός από την τύχη. Αυτό όμως συνέβη πολύ αργότερα. Στην αρχή υπήρχε απλώς το γεγονός και οι συνέπειές του. Το ερώτημα δεν είναι αν τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν διαφορετική τροπή ή αν όλα είχαν προκαθοριστεί με την πρώτη λέξη που βγήκε από

(7)

το στόμα του ξένου. Το ερώτημα είναι η ίδια η ιστορία, και το αν έχει ή δεν έχει κάποιο νόημα δεν είναι κάτι που θα το πει η ιστορία. Όσον αφορά τον Κουίν, λίγα είναι αυτά που θα χρειαστεί να συγκρατήσουμε. Δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος ήταν, από πού ερχόταν και τι έκανε. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι ήταν τριάντα πέντε χρόνων. Ξέρουμε ότι κάποτε παντρεύτηκε και έγινε πατέρας και ότι η γυναίκα του και ο γιος του τώρα πια έχουν πεθάνει. Ξέρουμε επίσης ότι έγραφε βιβλία. Για να είμαστε ακριβείς, έγραφε μυθιστορήματα μυστηρίου. Τα έργα αυτά γράφονταν με το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον και ολοκλήρωνε περίπου ένα βιβλίο τον χρόνο, πράγμα που του παρείχε αρκετά λεφτά ώστε να ζει μια μέτρια ζωή σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Καθώς δεν χρειαζόταν περισσότερο από πέντε ή έξι μήνες για κάθε μυθιστόρημα, όλο τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι του αρέσει. Διάβαζε πολλά βιβλία, έβλεπε εκθέσεις

(8)

ζωγραφικής, πήγαινε στον κινηματογράφο. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσε αγώνες μπέιζμπολ στην τηλεόραση∙ τον χειμώνα πήγαινε στην όπερα. Εν πάση περιπτώσει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο του άρεσε να κάνει περιπάτους. Καθημερινά σχεδόν, με βροχή ή με λιακάδα, με ζέστη ή με κρύο, θα έφευγε από το διαμέρισμά του για να κάνει βόλτες στην πόλη∙ στην πραγματικότητα χωρίς να πηγαίνει ποτέ κάπου συγκεκριμένα, αλλά απλώς όπου τον πήγαιναν τα πόδια του. Η Νέα Υόρκη ήταν ένας ανεξάντλητος χώρος, ένας λαβύρινθος ατέλειωτων βημάτων. Ασχέτως του πόσο μακριά περπατούσε, ασχέτως του πόσο καλά έφτασε να γνωρίζει τις γειτονιές και τους δρόμους της, πάντα έμενε με την αίσθηση ότι είχε χαθεί. Είχε χαθεί όχι μόνο μέσα στην πόλη αλλά και μέσα στον εαυτό του. Κάθε φορά που έκανε έναν περίπατο, ένιωθε σαν να εγκαταλείπει τον εαυτό του και, καθώς αφηνόταν στην κίνηση των δρόμων και περιοριζόταν απλώς στο να

(9)

παρακολουθεί τα πάντα, κατόρθωνε να ξεφεύγει από την υποχρέωση να σκέφτεται. Αυ τό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τον γαλήνευε κατά κάποι ον τρόπο, του δημιουργούσε ένα σωτήριο κενό μέσα του. Ο κόσμος βρισκόταν έξω του, γύρω του και η ταχύτητα με την οποία εξακολουθούσε να αλλάζει τον εμπόδιζε απ’ το να σταματήσει για μεγάλο διάστημα στο ένα ή το άλλο πράγμα. Η ουσία ήταν η κίνηση, η πράξη τού να φέρνει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να επιτρέπει στον εαυτό του να ακολουθεί την αργή πορεία του ίδιου του σώματός του. Καθώς περιπλανιόταν δίχως σκοπό, όλα τα μέρη γίνονταν γι’ αυτόν ίδια και δεν είχε πια καμιά σημασία πού βρισκόταν. Στους καλύτερους περιπάτους του ήταν ικανός να νιώσει ότι δεν βρισκόταν πουθενά. Και τελικά αυτό ήταν που ζητούσε πάντα από τα πράγματα: να μην είναι πουθενά. Η Νέα Υόρκη ήταν το πουθενά που εκείνος έχτισε γύρω του και συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε την πρόθεση να το

(10)

εγκαταλείψει ποτέ ξανά. Στο παρελθόν ο Κουίν στάθηκε πιο φιλόδοξος. Στα νιάτα του δημοσίευσε αρκετά βιβλία με ποιήματα, έγραψε θεατρικά έργα, δοκίμια κριτικής, και δούλεψε κάποιες μακροσκελείς µεταφράσεις. Όλα αυτά όµως τα παράτησε εντελώς ξαφνικά. Ένα κομμάτι του εαυτού του πέθανε, είπε στους φίλους του, και ήθελε να σταματήσει αυτό να τον στοιχειώνει. Τότε ήταν που πήρε και το όνομα Γουίλιαμ Γουίλσον. Ο Κουίν δεν ήταν πια εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που μπορούσε να γράφει βιβλία και, μολονότι κατά πολλούς τρόπους εξακολουθούσε να υπάρχει, υπήρχε πια παρά μόνο για τον εαυτό του και για κανέναν άλλον. Συνέχισε να γράφει επειδή ένιωθε ότι αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να κάνει. Τα μυθιστορήματα μυστηρίου φαίνονταν μια λογική λύση. Δεν δυσκολευόταν να επινοεί τις περίπλοκες ιστορίες που του ζητούσαν κι έγραφε

(11)

καλά, μερικές φορές παρά τη θέλησή του, σαν να μη χρειαζόταν να κάνει καμιά προσπάθεια. Επειδή δεν θεωρούσε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας των όσων έγραψε, δεν ένιωθε καμιά ευθύνη για τα γραπτά του κι έτσι δεν ήταν υποχρεωμένος να τα υπερασπίσει στα βάθη της καρδιάς του. Επιτέλους ο Γουίλιαμ Γουίλσον ήταν μια επινόηση και, μολονότι αυτός γεννήθηκε μέσα στον ίδιο τον Κουίν, τώρα ζούσε μια ανεξάρτητη ζωή. Ο Κουίν τον μεταχειριζόταν με σεβασμό, μερικές φορές με θαυμασμό, ποτέ όμως δεν έφτασε στο σημείο να πιστέψει ότι αυτός και ο Γουίλιαμ Γουίλσον ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ποτέ εκείνος δεν αναδύθηκε πίσω από τη μάσκα του ψευδώνυμού του. Είχε ατζέντη, αλλά ποτέ δεν συναντήθηκε μαζί του. Οι επαφές τους περιορίζονταν στο ταχυδρομείο, και για τον σκοπό αυτό ο Κουίν είχε νοικιάσει μια θυρίδα. Το ίδιο ίσχυε και για τον εκδότη, ο οποίος πλήρωνε μέσω του ατζέντη όλες τις αμοιβές, τα χρηματικά ποσά

(12)

και τα συγγραφικά δικαιώματα στον Κουίν. Ποτέ κανένα βιβλίο του Γουίλιαμ Γουίλσον δεν περιείχε φωτογραφία ή βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Ο Γουίλιαµ Γουίλσον δεν καταγράφηκε ποτέ σε κανένα ευρετήριο συγγραφέων, δεν έδινε συνεντεύξεις και σ’ όλα τα γράμματα που δεχόταν απαντούσε η γραμματέας του ατζέντη. Απ’ ό,τι μπορούσε να πει ο Κουίν, κανείς δεν γνώριζε το μυστικό του. Στην αρχή, όταν οι φίλοι του έμαθαν ότι είχε παρατήσει το γράψιμο, τον ρώτησαν πώς σχεδίαζε να ζήσει. Εκείνος είπε σε όλους το ίδιο πράγμα: ότι είχε κληρονομήσει ένα καταπίστευμα από τη γυναίκα του. Η αλήθεια όμως ήταν ότι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ λεφτά. Αλήθεια ήταν επίσης ότι ούτε φίλους είχε εδώ και καιρό. Τώρα πια είχαν περάσει πάνω από πέντε χρόνια. Δεν πολυσκεφτόταν πια τον γιο του και μόλις πρόσφατα ξεκρέμασε από τον τοίχο τη φωτογραφία της γυναίκας του. Μια φορά στο τόσο ένιωθε ξαφνικά όπως τότε που κρατούσε στην αγκαλιά

(13)

του το τρίχρονο αγοράκι. Αυτό όμως δεν ήταν ακριβώς σκέψη · ούτε καν ανάμνηση δεν ήταν. Ήταν μια σωματική αίσθηση, ένα αποτύπωμα του παρελθόντος που απέμεινε στο κορμί του και εκείνος δεν είχε τον παραμικρό έλεγχο πάνω του. Αυτές οι στιγμές έρχονταν όλο και πιο σπάνια τώρα και, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, τα πράγματα έδειχναν ν’ αλλάζουν γι’ αυτόν. Δεν ευχόταν πια να είχε πεθάνει. Την ίδια στιγμή, δεν μπορείς να πεις ότι χαιρόταν που ήταν ζωντανός. Τουλάχιστον όµως δεν αγανακτούσε γι’ αυτό. Ήταν ζωντανός και η επιμονή αυτού του γεγονότος άρχιζε σιγά σιγά να τον γοητεύει∙ σαν να είχε καταφέρει να επιζήσει του εαυτού του, σαν να ζούσε κατά κάποιον τρόπο μια μεταθανάτια ζωή. Δεν κοιμόταν πια με τη λάμπα αναμμένη και δεν θυμόταν κανένα από τα όνειρά του εδώ και πολλούς µήνες. Ήταν νύχτα. Ο Κουίν ήταν ξαπλωμένος στο

(14)

κρεβάτι καπνίζοντας ένα τσιγάρο και αφουγκραζόταν τη βροχή να χτυπά στο παράθυρο. Αναρωτιόταν πότε θα σταματήσει κι αν το πρωί θα ήθελε να κάνει έναν μεγάλο ή έναν μικρό περίπατο. Ένα αντίτυπο από τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο ήταν ανοιχτό, γυρισμένο ανάποδα στο μαξιλάρι πλάι του. Από τότε που τελείωσε το τελευταίο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γουίλσον πριν από δυο βδομάδες, είχε βυθιστεί στην αποχαύνωση. Ο αφηγητής του, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μαξ Γουόρκ, είχε λύσει μια σειρά περίπλοκων εγκλημάτων, είχε δεινοπαθήσει έπειτα από κάμποσους ξυλοδαρμούς γλιτώνοντάς τη παρά τρίχα, και ο Κουίν ένιωθε κάπως εξαντλημένος από τις προσπάθειές του. Με τα χρόνια ο Γουόρκ είχε γίνει κολλητός του Κουίν. Όσο ο Γουίλιαμ Γουίλσον έμενε γι’ αυτόν μια αφηρημένη φιγούρα, ο Γουόρκ ζωντάνευε όλο και περισσότερο. Στην τριάδα των εαυτών που είχε γίνει ο Κουίν, ο Γουίλσον χρησίμευε ως ένα είδος

(15)

εγγαστρίμυθου. Ο ίδιος ο Κουίν ήταν το ανδρείκελο και ο Γουόρκ ήταν η ζωντανεμένη φωνή που δικαιολογούσε το εγχείρημα. Αν και ο Γουίλσον ήταν μια παραίσθηση, εντούτοις δικαιολογούσε τις ζωές των άλλων δύο. Αν και ο Γουίλσον ήταν ανύπαρκτος, εντούτοις αυτός ήταν η γέφυρα που επέτρεπε στον Κουίν να περάσει από τον εαυτό του στον Γουόρκ. Και σιγά σιγά, ο Γουόρκ γινόταν μια παρουσία στη ζωή του Κουίν, ο εσωτερικός του αδελφός, ο σύντροφός του στη µοναξιά. Ο Κουίν έπιασε τον Μάρκο Πόλο και άρχισε να διαβάζει ξανά την πρώτη σελίδα: Θα καταγράψουμε ό,τι είδαμε όπως ακριβώς το είδαμε, ό,τι ακούσαμε όπως ακριβώς το ακούσαμε, ούτως ώστε το βιβλίο μας να αποτελεί ένα ακριβές χρονικό, απαλλαγμένο από οποιασδήποτε μορφής επινόηση. Και όποιος διαβάσει το βιβλίο αυτό ή το ακούσει μπορεί να το κάνει με απόλυτη εμπιστοσύνη, επειδή δεν περιέχει τίποτε άλλο εκτός από την αλήθεια. Ακριβώς τη στιγμή που ο Κουίν ξεκινούσε

(16)

να ζυγίζει το νόημα αυτών των φράσεων, να γυροφέρνει στο μυαλό του τις διαβεβαιώσεις τους, χτύπησε το τηλέφωνο. Πολύ αργότερα, όταν ήταν σε θέση να ανασυνθέσει τα γεγονότα εκείνης της νύχτας, θα θυμόταν ότι κοίταξε το ρολόι, είδε ότι ήταν περασμένες δώδεκα κι αναρωτήθηκε γιατί να του τηλεφωνήσει τέτοια ώρα κάποιος. Κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκε, τα νέα ήταν άσχημα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του, προχώρησε γυμνός προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό στο δεύτερο χτύπηµα. «Ναι;» Στην άλλη άκρη της γραμμής έγινε μια μεγάλη παύση και για μια στιγμή ο Κουίν νόμισε ότι αυτός που τον καλούσε είχε κλείσει. Έπειτα, από μεγάλη απόσταση θαρρείς, ήρθε ο ήχος μιας φωνής ολότελα διαφορετικής από οποιαδήποτε άλλη είχε ακούσει ως τότε. Ήταν ταυτόχρονα μηχανική και γεμάτη συναίσθημα, μετά βίας ξεπερνούσε το επίπεδο του ψιθύρου κι ωστόσο ακουγόταν τέλεια,

(17)

και μάλιστα σε έναν τόνο τόσο ομοιόμορφο, που δεν μπορούσε να πει αν η φωνή αυτή ανήκε σε άντρα ή σε γυναίκα. «Εµπρός;» είπε η φωνή. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Κουίν. «Εµπρός;» έκανε πάλι η φωνή. «Ακούω» συνέχισε ο Κουίν. «Ποιος είναι;» «Ο Πολ Όστερ εκεί;» ρώτησε η φωνή. «Θα ήθελα να µιλήσω στον κύριο Πολ Όστερ». «Δεν υπάρχει κανείς εδώ µε αυτό το όνοµα». «Ο Πολ Όστερ. Του Γραφείου Ερευνών Όστερ». «Λυπάμαι» είπε ο Κουίν. «Θα πρέπει να πήρατε λάθος νούµερο». «Είναι ζήτηµα έκτακτης ανάγκης» είπε η φωνή. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι για σας» απάντησε ο Κουίν. «Δεν υπάρχει εδώ κανένας Πολ Όστερ». «Δεν καταλαβαίνω» επέμεινε η φωνή. «Ο χρόνος εξαντλείται». «Τότε προτείνω να ξανακαλέσετε. Εδώ δεν είναι γραφείο ερευνών».

(18)

Ο Κουίν κατέβασε το ακουστικό. Στεκόταν εκεί, πάνω στο παγωμένο πάτωμα, κοιτώντας τα πόδια του, τα γόνατά του, το χαλαρό πέος του. Για μια στιγμή μετάνιωσε που ήταν τόσο απότομος με τον άνθρωπο που καλούσε. Θα ήταν ενδιαφέρον, σκέφτηκε, να παίξει για λίγο μαζί του. Ίσως ανακάλυπτε κάτι για την περίπτωση, μπορεί ακόμα και να βοηθούσε κατά κάποιον τρόπο. Πρέπει να μάθω να σκέφτομαι και να αντιδρώ ταχύτερα, είπε µέσα του. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και ο Κουίν δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για το έγκλημα. Ποτέ δεν σκότωσε κανέναν, ποτέ δεν έκλεψε, ούτε και γνώριζε κάποιον που να το έχει κάνει. Ποτέ δεν βρέθηκε μέσα σε αστυνομικό τμήμα, ποτέ δεν συνάντησε ιδιωτικό αστυνομικό, ποτέ δεν μίλησε με εγκληματία. Ό,τι γνώριζε γι’ αυτά τα πράγματα τα είχε μάθει από τα βιβλία, τις ταινίες και τις εφημερίδες. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν το

(19)

θεωρούσε μειονέκτημα. Αυτό που τον ενδιέφερε στις ιστορίες που έγραφε δεν ήταν ο συσχετισμός τους με τον κόσμο αλλά ο συσχετισμός τους με άλλες ιστορίες. Ακόμα και προτού γίνει ο Γουίλιαμ Γουίλσον, ο Κουίν υπήρξε πιστός αναγνώστης μυθιστορημάτων μυστηρίου. Ήξερε ότι τα περισσότερα από αυτά ήταν τόσο κακογραμμένα, που μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει με την πρώτη ματιά. Ωστόσο αυτό που τον γοήτευε ήταν η μορφή τους, και ήταν σπάνια εκείνα τα απερίγραπτα κακογραμμένα μυθιστορήματα που θα αρνιόταν να διαβάσει. Ενώ το γούστο του σε άλλα βιβλία ήταν ιδιαίτερα αυστηρό, απαιτητικό σε βαθμό στενομυαλιάς, με τα έργα αυτά δεν έκανε την παραμικρή διάκριση. Όταν ήταν στην κατάλληλη διάθεση, δεν είχε πρόβλημα να διαβάσει και μια ντουζίνα απ’ αυτά στη σειρά. Ήταν ένα είδος πείνας που τον έπιανε, μια ακόρεστη λαχτάρα για ένα ιδιαίτερο φαγητό, και δεν θα σταµατούσε αν δεν έτρωγε όσο άντεχε.

(20)

Ό,τι του άρεσε σ’ αυτά τα βιβλία ήταν η αίσθηση πληρότητας και οικονομίας που μετέδιδαν. Σε μια καλή ιστορία μυστηρίου τίποτα δεν πάει χαμένο, κάθε πρόταση, κάθε λέξη έχει σημασία. Αλλά και ασήμαντη να είναι, έχει δική της βαρύτητα. Ο κόσμος του βιβλίου παίρνει ζωή, κοχλάζει με πιθανότητες, με μυστικά και αντιθέσεις. Εφόσον ό,τι φαίνεται ή λέγεται, ακόμα και η μεγαλύτερη κοινοτοπία, μπορεί να σχετίζεται με την έκβαση της ιστορίας, τίποτα δεν πρέπει να παραμελείται. Τα πάντα γίνονται ουσία, το κέντρο του βιβλίου μεταβάλλεται με κάθε γεγονός που το ωθεί προς τα εμπρός. Το κέντρο, επομένως, βρίσκεται παντού και καμιά περιφέρεια δεν μπορεί να χαραχτεί έως ότου το βιβλίο φτάσει στο τέλος του. Ο ντετέκτιβ είναι αυτός που κοιτά, που αφουγκράζεται, που κινείται μέσα από αυτόν τον βάλτο των αντικειμένων και των γεγονότων αναζητώντας τη σκέψη, την ιδέα που θα συνενώσει όλα αυτά τα πράγματα και θα τους

(21)

δώσει ένα νόημα. Όντως, ο συγγραφέας και ο ντετέκτιβ εναλλάσσονται. Ο αναγνώστης βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του ντετέκτιβ, βιώνοντας την αναπαραγωγή των λεπτομερειών του σαν να είναι η πρώτη φορά. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω του λες και αυτά μπορούν να του μιλήσουν, λες και εξαιτίας της προσοχής που τους δείχνει τώρα, αυτά αρχίζουν να παίρνουν ένα νόημα διαφορετικό από το απλό γεγονός της ύπαρξής τους. Ο ερευνητής. Για τον Κουίν, ο όρος είχε πολλαπλό νόημα. Πίσω από τη λέξη Ερευνητής, ασφυκτιούσε το Εγώ, το μικρό μπουμπούκι της ζωής θαμμένο στο σώμα του αναπνέοντος εαυτού. Την ίδια στιγμή, ήταν και το φυσικό βλέμμα του συγγραφέα, το βλέμμα του ανθρώπου που κοιτά από μέσα του τον κόσμο και ζητά από τον κόσμο να του αποκαλυφθεί. Πέντε χρόνια τώρα, ο Κουίν ζούσε με αυτή την αµφισηµία να τον στοιχειώνει. Εδώ και καιρό, βεβαίως, είχε πάψει να θεωρεί

(22)

τον εαυτό του αληθινό. Αν τώρα ζούσε ολοκληρωτικά στον κόσμο, αυτό γινόταν μόνο από κάποια απόσταση, μέσα από το φανταστικό πρόσωπο του Μαξ Γουόρκ. Ο ντετέκτιβ του όφειλε να είναι οπωσδήποτε αληθινός. Το απαιτούσε η φύση των βιβλίων. Αν ο Κουίν επέτρεπε στον εαυτό του να εξαφανιστεί, να αποσυρθεί μέσα στα όρια μιας παράξενης και ερμητικής ζωής, ο Γουόρκ εξακολουθούσε να ζει μέσα στον κόσμο των άλλων, και όσο περισσότερο ο Κουίν έδειχνε να εξαφανίζεται, τόσο πιο επίμονη γινόταν στον κόσμο αυτό η παρουσία του Γουόρκ. Ενώ ο Κουίν είχε την τάση να μη νιώθει άνετα με τον εαυτό του, ο Γουόρκ ήταν πάντα επιθετικός και ετοιμόλογος, πάντα άνετος όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Τα πράγματα που προκαλούσαν πρόβλημα στον Κουίν ο Γουόρκ τα θεωρούσε δεδομένα, και σεργιάνιζε μέσα στον χαλασμό των περιπετειών του με μια άνεση και μια αδιαφορία που ποτέ δεν έπαψαν να εντυπωσιάζουν τον δηµιουργό του. Δεν

(23)

ήταν ότι ο Κουίν ήθελε να γίνει Γουόρκ ή έστω να του μοιάζει, τον καθησύχαζε όμως το να προσποιείται ότι ήταν ο Γουόρκ καθώς έγραφε τα βιβλία του, να ξέρει ότι απ’ τον ίδιο εξαρτιόταν να γίνει Γουόρκ αν ποτέ διάλεγε να γίνει, έστω και µόνο νοερά. Εκείνη τη νύχτα, όταν επιτέλους πήγε για ύπνο, προσπάθησε να φανταστεί τι θα έλεγε ο Γουόρκ στον ξένο στο τηλέφωνο. Στο όνειρό του, που αργότερα το ξέχασε, βρέθηκε μόνος του σ’ ένα δωμάτιο, να ρίχνει με ένα πιστόλι σ’ έναν γυμνό λευκό τοίχο. Την επόμενη νύχτα ο Κουίν αιφνιδιάστηκε. Θεώρησε το περιστατικό λήξαν και δεν περίμενε ότι ο άγνωστος θα του τηλεφωνούσε ξανά. Όταν συνέβη αυτό, καθόταν στην τουαλέτα και, πάνω που αμόλαγε μια κουράδα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν λίγο πιο αργά από την προηγούμενη νύχτα, ίσως δέκα ή δώδεκα λεπτά πριν από τη μία. Ο

(24)

Κουίν μόλις είχε φτάσει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο ταξίδι του Μάρκο Πόλο από το Πεκίνο στο Αμόι, και το βιβλίο ήταν ανοιχτό πάνω στα γόνατά του, ενώ εκείνος ήταν αφοσιωμένος στο έργο του μέσα στο μικρό μπάνιο. Το κουδούνισµα του τηλεφώνου ήρθε σαν ευδιάκριτος εκνευρισμός. Για να απαντήσει γρήγορα, θα έπρεπε να σηκωθεί χωρίς να σκουπιστεί και σιχαινόταν να τριγυρνά στο διαμέρισμα σε τούτη την κατάσταση. Από την άλλη, αν αποτέλειωνε με τη συνηθισμένη ταχύτητα αυτό που έκανε, δεν θα κατάφερνε να σηκώσει εγκαίρως το τηλέφωνο. Ο Κουίν δεν είχε διάθεση να το κουνήσει από τη θέση του. Το τηλέφωνο δεν ήταν το αγαπημένο του αντικείμενο και αρκετές φορές είχε σκεφτεί να το ξεφορτωθεί. Αυτό που απεχθανόταν περισσότερο απ’ όλα ήταν η τυραννία του. Όχι μόνο είχε τη δύναμη να τον διακόπτει παρά τη θέλησή του, αλλά αναπόφευκτα θα υπέκυπτε και στην εντολή του. Με το τρίτο κουδούνισμα τα

(25)

έντερά του είχαν αδειάσει. Με το τέταρτο κουδούνισμα είχε καταφέρει να σκουπιστεί. Με το πέμπτο κουδούνισμα είχε σηκώσει το παντελόνι του, είχε βγει από το μπάνιο και διέσχιζε ήρεμα το διαμέρισμα. Με το έκτο κουδούνισμα απάντησε, στην άλλη άκρη της γραμμής όμως δεν υπήρχε κανείς. Αυτός που καλούσε είχε κλείσει το τηλέφωνο. Την επόμενη νύχτα ήταν έτοιμος. Ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι του, διαβάζοντας προσεκτικά τις σελίδες του Σπόρτινγκ Νιουζ, περίμενε να του τηλεφωνήσει για τρίτη φορά ο ξένος. Κάθε τόσο, όποτε του έσπαγαν τα νεύρα, σηκωνόταν και πήγαινε πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα. Έβαλε στο πικάπ την όπερα του Χάιντν Ο κόσµος της Σελήνης και την άκουσε από την αρχή ως το τέλος. Περίμενε, ολοένα περίμενε. Στις δύο και μισή ενέδωσε επιτέλους και πήγε για ύπνο.

(26)

Περίμενε ξανά την επόμενη νύχτα και τη μεθεπόμενη. Πάνω που ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το σχέδιό του, συνειδητοποιώντας ότι είχε πέσει έξω σε όλες του τις εικασίες, το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν 19 Μαΐου. Θυμόταν την ημερομηνία επειδή ήταν η επέτειος του γάμου των γονιών του – ή θα ήταν αν ζούσαν οι γονείς του. Η μητέρα του κάποτε του είπε ότι τον συνέλαβε τη νύχτα του γάμου της. Πάντα τον γοήτευε αυτό το γεγονός –να μπορεί να επισημάνει την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του– και επί χρόνια γιόρταζε αυτός προσωπικά τα γενέθλιά του εκείνη την ημέρα. Αυτή τη φορά ήταν κάπως νωρίτερα από τις άλλες δυο νύχτες –δεν είχε πάει ακόμη ούτε έντεκα– και, καθώς έπι ασε το τηλέφωνο, σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιος άλλος. «Εµπρός;» Σιωπή και πάλι στην άλλη άκρη της γραμμής. Αµέσως ο Κουίν κατάλαβε ότι ήταν ο ξένος. «Εμπρός;» επανέλαβε. «Τι μπορώ να κάνω για

(27)

σας;» «Ναι» είπε επιτέλους η φωνή. Ο ίδιος μηχανικός ψίθυρος, ο ίδιος απελπισμένος τόνος. «Ναι. Τώρα χρειάζεται. Χωρίς καθυστέρηση». «Τι χρειάζεται;» «Να μιλήσω. Τώρα αμέσως. Να μιλήσω τώρα αµέσως. Ναι». «Και σε ποιον θέλετε να µιλήσετε;» «Πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Τον Όστερ. Αυτόν που αυτοαποκαλείται Πολ Όστερ». Αυτή τη φορά ο Κουίν δεν δίστασε. Ήξερε τι θα έκανε και τώρα που είχε έρθει η ώρα, το έκανε. «Εδώ Όστερ. Σας µιλά ο Όστερ». «Επιτέλους. Επιτέλους σας βρήκα». Μπορούσε να ακούσει την ανακούφιση στη φωνή, τη χειροπιαστή ηρεμία που φάνηκε να την καταλαµβάνει ξαφνικά. «Σωστά» είπε ο Κουίν. «Επιτέλους». Έκανε μια μικρή παύση ώστε να αφήσει τις λέξεις να κατασταλάξουν, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον

(28)

άλλον. «Τι µπορώ να κάνω για σας;» «Χρειάζομαι βοήθεια» είπε η φωνή. «Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Λένε ότι εσείς είστε ο καλύτερος για τέτοια πράγµατα». «Εξαρτάται τι πράγµατα εννοείτε». «Εννοώ θάνατο. Εννοώ θάνατο και φόνο». «Το φόρτε μου δεν είναι αυτό ακριβώς» απάντησε ο Κουίν. «Δεν βγαίνω στη γύρα για να σκοτώνω ανθρώπους». «Όχι» είπε νευρικά η φωνή. «Το αντίθετο εννοούσα». «Θέλει κάποιος να σας σκοτώσει;» «Ναι, να με σκοτώσει. Σωστά. Θα με δολοφονήσουν». «Και θέλετε να σας προστατεύσω εγώ;» «Να με προστατεύσετε, ναι. Και να βρείτε τον άνθρωπο που πρόκειται να το κάνει». «Εσείς δεν ξέρετε ποιος είναι;» «Ξέρω, ναι. Και βέβαια τον ξέρω. Δεν ξέρω όµως πού βρίσκεται».

(29)

«Μπορείτε να µου πείτε κάτι γι’ αυτό το θέµα;» «Όχι τώρα. Όχι από το τηλέφωνο. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος. Πρέπει να έρθετε από εδώ». «Τι θα λέγατε για αύριο;» «Ωραία. Αύριο. Αύριο νωρίς. Το πρωί». «Στις δέκα;» «Ωραία. Στις δέκα». Η φωνή τού έδωσε μια διεύθυνση στην Ανατολική 69η Οδό. «Μην το ξεχάσετε, κύριε Όστερ. Πρέπει να έρθετε». «Μην ανησυχείτε» είπε ο Κουίν. «Θα είμαι εκεί».

(30)

2 ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ο Κουίν ξύπνησε νωρίτερα απ’ ό,τι ξυπνούσε εδώ και μερικές εβδομάδες. Καθώς έπινε τον καφέ του, άλειφε με βούτυρο το τοστ και διάβαζε τα σκορ του μπέιζμπολ σε μια εφημερίδα –οι Mετς έχασαν πάλι 2-1 από λάθος στον ένατο γύρο –, δεν του πέρασε από το μυαλό ότι έπρεπε να πάει στο ραντεβού του. Ακόμα και την έκφραση αυτή, το ραντεβού του, την έβρισκε παράξενη. Δεν ήταν δικό του ραντεβού, ήταν του Πολ Όστερ. Και αυτός δεν είχε ιδέα ποιο ήταν αυτό το άτοµο. Ωστόσο, καθώς η ώρα περνούσε, έπιανε τον

(31)

εαυτό του να παριστάνει τον άνθρωπο που ετοιμάζεται να βγει έξω. Καθάρισε το τραπέζι από τα πιάτα του πρωινού, πέταξε την εφημερίδα στον καναπέ, μπήκε στο μπάνιο, έκανε ντους, ξυρίστηκε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα τυλιγμένος σε δυο πετσέτες, άνοιξε την ντουλάπα και διάλεξε τα ρούχα που θα φορούσε εκείνη την ημέρα. Είχε να φορέσει γραβάτα από τις κηδείες της γυναίκας και του γιου του, και ούτε καν θυμόταν αν του είχε μείνει καμιά. Να όμως που υπήρχε μία, κρεμασμένη ανάμεσα στα απομεινάρια της γκαρνταρόμπας του. Απέρριψε πάντως ένα λευκό πουκάμισο βρίσκοντάς το υπερβολικά επίσημο, και αντί γι’ αυτό διάλεξε ένα γκρι και κόκκινο καρό για να ταιριάζει με την γκρι γραβάτα. Τα φόρεσε σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Χρειάστηκε να ακουμπήσει το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, για να αρχίσει να υποπτεύεται τι έκανε. «Δείχνω να βγαίνω έξω» μονολόγησε. «Αν όµως βγαίνω έξω, πού ακριβώς πηγαίνω;» Μία

(32)

ώρα αργότερα, ενώ ανέβαινε με το λεωφορείο νούμερο 4 στη γωνία της 70ής Οδού με την Πέμπτη Λεωφόρο, δεν είχε ακόμη απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Από τη μια πλευρά είχε το πάρκο, καταπράσινο μέσα στον πρωινό ήλιο, με τις αιχμηρές, φευγαλέες σκιές, από την άλλη βρισκόταν το μουσείο Φρικ , λευκό και αυστηρό, λες και το είχαν παρατήσει για να πεθάνει. Για μια στιγµή θυµήθηκε τον Αξιωµατικό και τη γελαστή κοπέλα του Βερμέερ, και προσπάθησε να θυμηθεί την έκφραση στο πρόσωπο της κοπέλας, την ακριβή θέση των χεριών της γύρω από το κύπελλο, την κόκκινη πλάτη του άντρα δίχως πρόσωπο. Νοερά, το μάτι του έπιασε τον γαλάζιο χάρτη στον τοίχο και το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, όπως το φως που τον περικύκλωνε τώρα. Περπατούσε. Διέσχιζε τον δρόμο και κινούνταν προς τα ανατολικά. Στη λεωφόρο Μάντισον έστριψε δεξιά και προχώρησε νότια για ένα τετράγωνο, έπειτα έστριψε αριστερά και είδε

(33)

πού βρισκόταν. «Φαίνεται πως έφτασα» είπε μέσα του. Βρισκόταν μπροστά στο κτίριο και εκεί σταμάτησε. Ξαφνικά αυτό φάνηκε να μην έχει σημασία πια. Ένιωθε εντυπωσιακά ήρεμος, σαν να του είχαν ήδη συμβεί τα πάντα. Καθώς άνοιγε την πόρτα που θα τον έβγαζε στο χολ του ισογείου, έδωσε μια τελευταία συμβουλή στον εαυτό του: Αν όλα αυτά συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είπε, τότε θα πρέπει να έχω τα µάτια µου ανοιχτά. Μια γυναίκα άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Άγνωστο γιατί, ο Κουίν δεν το περίμενε αυτό και αποπροσανατολίστηκε. Τα πράγματα συνέβαιναν ήδη με μεγάλη ταχύτητα. Προτού προλάβει να χωνέψει την παρουσία της γυναίκας, να την περιγράψει στον εαυτό του και να σχηματίσει μια εντύπωση, εκείνη του μιλούσε, αναγκάζοντάς τον να της απαντήσει. Έτσι, ακόμα και σε τούτα τα πρώτα λεπτά, είχε χάσει έδαφος, είχε αρχίσει να καθυστερεί. Αργότερα, όταν θα είχε χρόνο να σκεφτεί αυτά τα γεγονότα, θα κατάφερνε

(34)

να τα συνδυάσει και με τη συνάντησή του με τη γυναίκα. Αυτό όμως ήταν το έργο της μνήμης, και όσα ανακαλούσε στο μυαλό του ήξερε ότι είχαν την τάση να ανατρέπουν αυτά που θυμόταν. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα απ’ αυτά. Η γυναίκα ήταν τριάντα, τριάντα πέντε ίσως χρόνων. Ύψος μέτριο, στην καλύτερη περίπτωση. Γοφοί κάπως φαρδιοί ή ηδονικοί, ανάλογα πώς το έβλεπε κανείς. Σκούρα μαλλιά, σκούρα μάτια, και στα μάτια αυτά ένα βλέμμα που ήταν ταυτόχρονα επιφυλακτικό και δελεαστικό. Φορούσε ένα μαύρο φόρεµα και ένα κατακόκκινο κραγιόν. «Ο κύριος Όστερ;» Ένα διστακτικό μειδίαμα, ένα ερωτηµατικό γέρσιµο του κεφαλιού. «Σωστά» είπε ο Κουίν. «Πολ Όστερ». «Είμαι η Βιρτζίνια Στίλμαν» άρχισε η γυναίκα. «Η γυναίκα του Πίτερ. Σας περίµενε ως τις οκτώ». «Το ραντεβού ήταν στις δέκα» είπε ο Κουίν κοιτώντας το ρολόι του. Ήταν ακριβώς δέκα.

(35)

«Του ήρθε τρέλα» εξήγησε η γυναίκα. «Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Απλώς δεν μπορούσε να περιµένει». Του άνοιξε την πόρτα για να περάσει. Καθώς έμπαινε στο διαμέρισμα, ένιωσε να αδειάζει ολόκληρος, θαρρείς και άξαφνα το μυαλό του έπαψε να λειτουργεί. Θέλησε να προσέξει τις λεπτομέρειες όσων έβλεπε, όμως η προσπάθεια αυτή ήταν πάνω από τις δυνάμεις του τη συγκεκριμένη στιγμή. Το διαμέρισμα διακρινόταν γύρω του μέσα σε μια θολούρα. Κατάλαβε ότι ήταν μεγάλο, αποτελούμενο από πέντε, ίσως κι έξι δωμάτια, και ότι ήταν πολυτελώς επιπλωμένο, με πολλά καλλιτεχνήματα, ασημένια τασάκια και περίτεχνα κορνιζαρισμένους πίνακες στους τοίχους. Αυτό ήταν όλο όμως. Τίποτα παραπάνω από μια γενική εντύπωση, έστω κι αν εκείνος βρισκόταν εκεί και κοιτούσε αυτά τα πράγματα με τα ίδια του τα µάτια. Βρέθηκε να κάθεται σε έναν καναπέ, μόνος του

(36)

μέσα στο καθιστικό. Τότε θυμήθηκε ότι η κυρία Στίλμαν τού είπε να περιμένει εκεί όσο εκείνη θα πήγαινε να βρει τον σύζυγό της. Δεν μπορούσε να πει πόσο κράτησε αυτό. Σίγουρα όχι πάνω από ένα δυο λεπτά. Από τον τρόπο όμως που το φως έμπαινε από τα παράθυρα, θα πρέπει να ήταν σχεδόν μεσημέρι. Δεν σκέφτηκε ωστόσο να κοιτάξει το ρολόι του. Η οσμή από το άρωμα της Βιρτζίνια Στίλμαν πλανιόταν γύρω του κι εκείνος άρχισε να φαντάζεται πώς θα έδειχνε χωρίς τα ρούχα της. Έπειτα συλλογίστηκε τι θα σκεφτόταν ο Μαξ Γουόρκ αν βρισκόταν εκεί. Αποφάσισε να ανάψει ένα τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό μέσα στο δωμάτιο. Του άρεσε να βλέπει τον καπνό να βγαίνει σε συννεφάκια από το στόμα του, να σκορπίζεται και να αναδύεται σε έναν νέο σχηµατισµό καθώς έπεφτε πάνω του το φως. Άκουσε πίσω του τον θόρυβο που έκανε κάποιος ενώ έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Κουίν σηκώθηκε από τον καναπέ και έκανε μεταβολή,

(37)

περιμένοντας να δει την κυρία Στίλμαν. Αντιθέτως, ήταν ένας νεαρός, ντυμένος κατάλευκα, με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά ενός παιδιού. Αδέξια, εκείνη την πρώτη στιγμή, ο Κουίν σκέφτηκε τον δικό του γιο που είχε πεθάνει. Έπειτα, όπως εμφανίστηκε αυτή η σκέψη, το ίδιο ξαφνικά χάθηκε. Ο Πίτερ Στίλμαν προχώρησε στο δωμάτιο και κάθισε σε μια κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα απέναντι στον Κουίν. Δεν είπε λέξη καθώς προχωρούσε προς το κάθισμα, ούτε έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία του Κουίν. Η ενέργεια της μετακίνησης από τη μια θέση στην άλλη έδειχνε να απαιτεί όλη του την προσοχή, λες και το να μη σκέφτεται τι έκανε θα τον περιόριζε σε ακινησία. Ο Κουίν δεν είχε δει ποτέ κανέναν να μετακινείται με τέτοιον τρόπο και αμέσως αντιλήφθηκε ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο µε αυτό στο οποίο είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Το σώμα δρούσε σχεδόν σαν τη φωνή∙ ήταν μηχανικό, άστατο, με

(38)

εναλλαγές αργών και γρήγορων χειρονομιών, άκαμπτο κι ωστόσο εκφραστικό, λες και η προσπάθεια της κίνησης βρισκόταν εκτός ελέγχου, χωρίς να αντιστοιχεί απολύτως στη θέληση που κρυβόταν πίσω του. O Κουίν είχε την εντύπωση ότι το σώμα του Στίλμαν έμεινε για μεγάλο διάστημα αχρησιμοποίητο και αυτός έπρεπε να ξαναμάθει όλες του τις λειτουργίες, με αποτέλεσμα η κίνηση να έχει γίνει μια συνειδητή διαδικασία · κάθε κίνηση να έχει διασπαστεί στις συστατικές υποκινήσεις της, τα πάντα να λιμνάζουν και ο αυθορμητισμός να έχει εξαφανιστεί. Ήταν σαν να παρακολουθούσες μια μαριονέτα που προσπαθούσε να περπατήσει χωρίς σχοινιά. Τα πάντα πάνω στον Πίτερ Στίλμαν ήταν λευκά. Λευκό πουκάμισο ανοιχτό στον λαιμό, λευκό παντελόνι, λευκά παπούτσια, λευκές κάλτσες. Μαζί με την ωχρότητα του δέρματός του και τα πυκνά μαλλιά του τα ξανθά σαν το λινάρι, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν διάφανο, σαν να

(39)

μπορούσε κανείς να διακρίνει τις γαλάζιες φλέβες πίσω από το δέρμα του προσώπου του. Αυτό το γαλάζιο ήταν σχεδόν ίδιο με το γαλάζιο των ματιών του: ένα γαλακτερό γαλάζιο που φαινόταν να διαλύεται σε ένα μείγμα από ουρανό και σύννεφα. Ο Κουίν δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να απευθύνει έστω και μία λέξη στο άτομο αυτό. Λες και η παρουσία του Στίλμαν ήταν μια εντολή να παραµείνει σιωπηλός. Ο Στίλμαν βολεύτηκε αργά στην καρέκλα του και επιτέλους έστρεψε την προσοχή του στον Κουίν. Όταν τα βλέμματά τους αντάμωσαν, ο Κουίν ένιωσε ξαφνικά ότι ο Στίλμαν είχε γίνει αόρατος. Μπορούσε να τον βλέπει να κάθεται στην καρέκλα απέναντί του, αλλά την ίδια στιγμή είχε την αίσθηση ότι αυτός δεν ήταν εκεί. Πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι ίσως ο Στίλμαν ήταν τυφλός. Όχι, αυτό δεν φαινόταν πιθανό. Ο άνθρωπος τον κοίταζε, τον μελετούσε μάλιστα, τίποτα στην όψη του δεν τρεμόπαιζε, ωστόσο

(40)

υπήρχε κάτι περισσότερο από ένα κενό βλέμμα. Ο Κουίν δεν ήξερε τι να κάνει. Καθόταν αμίλητος στη θέση του, ανταποδίδοντας το βλέμμα στον Στίλµαν. Πέρασε πολλή ώρα. «Όχι ερωτήσεις, παρακαλώ» είπε τελικά ο νεαρός. «Ναι. Όχι. Ευχαριστώ». Για μια στιγμή σταμάτησε. «Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση. Ναι. Δεν είναι αυτό το αληθινό μου όνομα. Όχι. Και βέβαια το μυαλό μου δεν είναι όλο αυτό που θα μπορούσε να είναι. Γι’ αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Όχι. Σχετικά µ’ αυτό. Όχι, όχι. Όχι πια. »Κάθεστε εκεί και σκέφτεστε: ποιο είναι αυτό το άτομο που μου μιλά; Τι είναι αυτά τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του; Θα σας πω εγώ. Ή αλλιώς δεν θα σας πω εγώ. Ναι και όχι. Το μυαλό μου δεν είναι όλο αυτό που θα μπορούσε να είναι. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση. Θα προσπαθήσω όμως. Ναι και όχι. Θα προσπαθήσω να σας πω, έστω κι αν το μυαλό μου

(41)

δυσκολεύει τα πράγµατα. Ευχαριστώ. »Το όνομά μου είναι Πίτερ Στίλμαν. Ίσως έχετε ακούσει για μένα, το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν έχετε ακούσει. Δεν έχει σημασία. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Δεν μπορώ να θυμηθώ το αληθινό μου όνομα. Με συγχωρείτε. Όχι ότι αυτό έχει καμιά σημασία. Δηλαδή, τώρα πια. »Αυτή είναι η λεγόμενη ομιλία. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο όρος. Όταν τα λόγια βγαίνουν από το στόμα, πετούν στον αέρα, ζουν για μια στιγμή και πεθαίνουν. Παράξενο δεν είναι, ε; Εγώ ο ίδιος δεν έχω καμιά γνώμη. Όχι και πάλι όχι. Ωστόσο υπάρχουν λόγια που θα χρειαστεί να τα έχετε. Υπάρχουν πολλά απ’ αυτά. Πολλά εκατομμύρια, νομίζω. Ίσως μόλις τρία ή τέσσερα. Με συγχωρείτε. Σήμερα όμως είμαι καλά. Πολύ καλύτερα απ’ ό,τι συνήθως. Αν μπορέσω να σας δώσω τα λόγια που θα σας χρειαστούν, θα είναι μια μεγάλη νίκη. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ

(42)

και πάλι ένα εκατοµµύριο φορές. »Πολύ καιρό πριν υπήρχε πατέρας και μητέρα. Εγώ δεν θυμάμαι κανέναν από τους δυο. Εκείνοι λένε: η μητέρα πέθανε. Ποιοι είναι εκείνοι δεν μπορώ να πω. Με συγχωρείτε. Αυτό όμως λένε εκείνοι. »Όχι μητέρα, λοιπόν. Χα χα. Αυτό είναι το γέλιο μου τώρα, η κοιλιά μου σκάει από ασυναρτησίες. Χα χα χα. Ο μεγάλος πατέρας είπε: δεν έχει σημασία. Για μένα. Δηλαδή, γι’ αυτόν. Ο μεγάλος πατέρας των µεγάλων µούσκουλων και του µπουµ, µπουµ, µπουµ. Όχι ερωτήσεις τώρα, παρακαλώ. »Λέω ό,τι λένε εκείνοι, επειδή εγώ δεν ξέρω τίποτα. Εγώ είμαι μονάχα ο καημένος ο Πίτερ Στίλμαν, το αγόρι που δεν μπορεί να θυμηθεί. Μπου χου. Θέλοντας και μη. Ο βλάκας. Με συγχωρείτε. Λένε, λένε. Τι λέει όμως ο καημένος ο µικρούλης Πίτερ; Τίποτα, τίποτα. Τώρα πια. »Υπήρχε αυτό. Σκοτάδι. Πολύ σκοτάδι. Τόσο σκοτεινό όσο το πολύ σκοτάδι. Εκείνοι λένε: αυτό

(43)

ήταν το δωμάτιο. Σαν να μπορούσα να μιλήσω εγώ γι’ αυτό. Το σκοτάδι, εννοώ. Ευχαριστώ. »Σκοτάδι, σκοτάδι. Εκείνοι λένε για εννιά χρόνια. Ούτε καν ένα παράθυρο. Καημένε Πίτερ Στίλμαν. Και το μπουμ, μπουμ, μπουμ. Οι σωροί από κακά. Οι λίμνες με τα τσίσα. Οι λιποθυμίες. Με συγχωρείτε. Μουγγός και γυμνός. Με συγχωρείτε. Τώρα πια. »Υπάρχει λοιπόν το σκοτάδι. Σας λέω. Υπήρχε φαγητό μέσα στο σκοτάδι, ναι, πολύ φαγητό μέσα στο κρυφό, σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνος έτρωγε με τα χέρια. Με συγχωρείτε. Ο Πίτερ έτρωγε, εννοώ. Κι αν εγώ είμαι ο Πίτερ, τόσο το καλύτερο. Δηλαδή, τόσο το χειρότερο. Με συγχωρείτε. Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνοµα. Ευχαριστώ. »Καημένε Πίτερ Στίλμαν. Ένα αγοράκι ήταν. Μόλις λίγα λόγια δικά του. Κι έπειτα όχι πια λόγια, κι έπειτα κανείς, κι έπειτα όχι, όχι, όχι. Όχι πια.

(44)

»Με συγχωρείτε, κύριε Όστερ. Καταλαβαίνω ότι σας στενοχωρώ. Όχι ερωτήσεις, παρακαλώ. Το όνομά μου είναι Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Το αληθινό μου όνομα είναι Κύριος Θλιμμένος. Ποιο είναι το δικό σας όνομα, κύριε Όστερ; Ίσως είστε εσείς ο αληθινός Κύριος Θλιµµένος κι εγώ είµαι ο Κανένας. »Μπου χου. Με συγχωρείτε. Αυτό είναι το κλάμα μου και ο θρήνος μου. Μπου χου, σομπ, σομπ. Τι έκανε ο Πίτερ μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο; Κανείς δεν μπορεί να πει. Κάποιοι λένε τίποτα. Όσο για μένα, νομίζω ότι ο Πίτερ δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του; Έπινε; Βρομούσε; Χα χα χα. Μερικές φορές είμαι τόσο αστείος. »Κλικ τρυπανιού, ψίχουλα ροκανιδιού. Κλακ, κλακ, πατατράκ. Βαβούρα, πρεμούρα, μανούρα. Για, για, για. Με συγχωρείτε. Είμαι ο μόνος που καταλαβαίνει αυτά τα λόγια. »Αργότερα κι αργότερα και πάλι αργότερα. Έτσι

(45)

λένε εκείνοι. Κράτησε τόσο πολύ για να είναι ο Πίτερ καλά στα μυαλά του. Ποτέ ξανά. Όχι, όχι, όχι. Λένε ότι κάποιος με βρήκε. Εγώ δεν θυμάμαι. Όχι, δεν θυμάμαι τι συνέβη όταν άνοιξαν την πόρτα και μπήκε μέσα το φως. Όχι, όχι, όχι. Δεν µπορώ να πω τίποτα για κάτι απ’ αυτά. Τώρα πια. »Για πολύ καιρό φορούσα σκούρα γυαλιά. Ήμουν δώδεκα ετών. Ή τουλάχιστον έτσι λένε εκείνοι. Ζούσα σε ένα νοσοκομείο. Σιγά σιγά μου έμαθαν πώς να είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Είπαν: Εσύ είσαι ο Πίτερ Στίλμαν. Ευχαριστώ, είπα. Για, για, για. Ευχαριστώ και πάλι ευχαριστώ, είπα. »Ο Πίτερ ήταν ένα μωρό. Έπρεπε να του μάθουν τα πάντα. Πώς να περπατάει, ξέρετε. Πώς να τρώει. Πώς να κάνει κακά και τσίσα στην τουαλέτα. Αυτό δεν ήταν κακό. Ακόμα κι όταν τους δάγκωνα, αυτοί δεν έκαναν το μπουμ, μπουμ, μπουμ. Αργότερα, μέχρι που σταμάτησα να σχίζω και τα ρούχα µου. »Ο Πίτερ ήταν καλό παιδί. Ήταν όμως δύσκολο

(46)

να του μάθουν λέξεις. Το στόμα του δεν δούλευε σωστά. Και φυσικά δεν ήταν εντάξει στα μυαλά του. Μπα, μπα, μπα, έλεγε. Και ντα, ντα, ντα. Και ουά, ουά, ουά. Με συγχωρείτε. Αυτό κράτησε περισσότερα χρόνια και χρόνια. Τώρα εκείνοι λένε στον Πίτερ: μπορείς να φύγεις τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο για σένα. Πίτερ Στίλμαν, είσαι ένα ανθρώπινο πλάσμα, είπαν. Είναι καλό να πιστεύετε αυτά που λένε οι γιατροί. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ τόσο πολύ. »Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Το αληθινό μου όνομα είναι Πίτερ Ράµπιτ1. Τον χειμώνα είμαι ο κύριος Γουάιτ, το καλοκαίρι είμαι ο κύριος Γκριν. Σκεφτείτε τι σας αρέσει απ’ αυτά. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση. Κλικ τρυπανιού, ψίχουλα ροκανιδιού. Ωραίο είναι, ε; Σκαρώνω λόγια σαν κι αυτά συνέχεια. Δεν μπορώ να τα αποφύγω. Βγαίνουν μόνα τους από το στόμα μου. Δεν µεταφράζονται.

(47)

»Ρωτάτε και ρωτάτε. Δεν κάνει καλό αυτό. Εγώ όμως θα σας πω. Δεν θέλω να είστε λυπημένος, κύριε Όστερ. Έχετε τόσο ευγενικό πρόσωπο. Μου θυμίζετε κάτι τέτοιο ή έναν στεναγμό, δεν ξέρω τι. Και τα μάτια σας με κοιτούν. Ναι, ναι. Μπορώ να τα δω. Αυτό είναι πολύ καλό. Ευχαριστώ. »Γι’ αυτό θα σας μιλήσω. Όχι ερωτήσεις, παρακαλώ. Αναρωτιέστε για όλα τα υπόλοιπα. Για τον πατέρα, δηλαδή. Τον φοβερό πατέρα που έκανε όλα αυτά τα πράγματα στον μικρό Πίτερ. Μην ανησυχείτε. Τον πήγαν σε ένα σκοτεινό μέρος. Τον κλείδωσαν και τον παράτησαν εκεί. Χα χα χα. Με συγχωρείτε. Μερικές φορές είμαι τόσο αστείος. »Δεκατρία χρόνια είπαν. Αυτό είναι ίσως μεγάλο διάστημα. Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο. Κάθε μέρα γίνομαι καινούργιος. Γεννιέμαι όταν ξυπνώ το πρωί, γερνώ στη διάρκεια της ημέρας, και πεθαίνω τη νύχτα όταν πηγαίνω να κοιμηθώ. Δεν φταίω εγώ. Σήμερα είμαι τόσο καλά.

(48)

Είµαι πολύ καλύτερα απ’ όσο ήµουν ποτέ. »Δεκατρία χρόνια ο πατέρας έλειπε. Και το δικό του όνομα είναι Πίτερ Στίλμαν. Δεν είναι παράξενο, ε; Ότι δυο άνθρωποι μπορούν να έχουν το ίδιο όνομα; Δεν ξέρω αν αυτό είναι το αληθινό του όνομα. Δεν πιστεύω όμως αυτός να είναι εγώ. Είμαστε και οι δυο Πίτερ Στίλμαν. Πίτερ Στίλμαν όμως δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Έτσι, ίσως τελικά να µην είµαι ο Πίτερ Στίλµαν. »Δεκατρία χρόνια λέω. Ή λένε εκείνοι. Δεν έχει σημασία. Δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο. Αυτό όμως που μου λένε εκείνοι είναι το εξής: Αύριο τελειώνουν τα δεκατρία χρόνια. Αυτό είναι κακό. Έστω κι αν εκείνοι λένε ότι δεν είναι, είναι κακό. Υποτίθεται ότι εγώ δεν θυμάμαι. Κάπου κάπου όµως θυµάµαι, παρά τα όσα λέω. »Εκείνος θα έρθει. Δηλαδή, ο πατέρας θα έρθει. Και θα προσπαθήσει να με σκοτώσει. Ευχαριστώ. Εγώ όμως δεν το θέλω αυτό. Όχι, όχι. Όχι πια. Τώρα ο Πίτερ ζει. Ναι. Δεν είναι όλα εντάξει στο

(49)

μυαλό του, αυτός πάντως ζει. Κι αυτό είναι κάτι, έτσι δεν είναι; Βάλτε στοίχημα το τελευταίο σας δολάριο. Χα χα χα. »Τώρα είμαι σχεδόν ένας ποιητής. Κάθε μέρα κάθομαι στο δωμάτιό μου και γράφω άλλο ένα ποίημα. Φτιάχνω όλες τις λέξεις μόνος μου, όπως τότε που ζούσα στο σκοτάδι. Μ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζω να θυμάμαι πράγματα, να προσποιούμαι ότι βρίσκομαι πάλι πίσω στο σκοτάδι. Είμαι ο μόνος που ξέρει τι σημαίνουν οι λέξεις. Δεν μεταφράζονται. Αυτά τα ποιήματα θα με κάνουν διάσημο. Χτύπα το καρφί στο κεφάλι. Ναι, ναι, ναι. Ωραία ποιήματα. Τόσο ωραία, που όλος ο κόσµος θα κλαίει. »Αργότερα ίσως κάνω κάτι άλλο. Αφού πρώτα γίνω ποιητής. Αργά ή γρήγορα θα ξεμείνω από λέξεις, θα δείτε. Ο καθένας έχει τόσες λέξεις μέσα του. Και τότε πού θα βρεθώ; Νομίζω ότι μετά απ’ αυτό θα ήθελα να γίνω πυροσβέστης. Και μετά απ’ αυτό γιατρός. Δεν έχει σημασία. Το

(50)

τελευταίο πράγμα που θα γίνω είναι σχοινοβάτης. Όταν θα είμαι πολύ γέρος και θα έχω μάθει, επιτέλους, να περπατώ σαν τους άλλους ανθρώπους. Τότε θα χορεύω πάνω σ’ ένα σχοινί και οι άνθρωποι θα απορούν. Ακόμα και τα μικρά παιδιά. Αυτό θα ήθελα. Να χορεύω πάνω σ’ ένα σχοινί ίσαµε να πεθάνω. »Μη σας νοιάζει όμως. Δεν έχει σημασία. Για μένα. Όπως μπορείτε να δείτε, είμαι ένας πλούσιος άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να ανησυχώ. Όχι, όχι. Όχι γι’ αυτό. Βάλτε στοίχημα το τελευταίο σας δολάριο. Ο πατέρας ήταν πλούσιος, και ο μικρός Πίτερ πήρε όλα τα λεφτά, όταν τον κλείδωσαν μέσα στο σκοτάδι. Χα χα χα. Μερικές φορές είµαι τόσο αστείος. »Είμαι ο τελευταίος των Στίλμαν. Ήταν μια οικογένεια ή κάτι τέτοιο, λένε. Από την παλιά Βοστόνη, στην περίπτωση που ακούσατε γι’ αυτό. Εγώ είμαι ο τελευταίος. Δεν υπάρχουν άλλοι. Εγώ είμαι το τέλος καθενός, ο τελευταίος άνθρωπος.

References

Related documents

The proposition of this paper is that suggestions established by scholars’ for a sound segmentation strategy need to be contrasted with the jobs-to-be-done

Try Scribd FREE for 30 days to access over 125 million titles without ads or interruptions!. Start

Following the decision of the European Court of Justice in 2002 which overruled its member countries’ Bilateral Air Services Agreements (BASAs), the EU has been

To compare the results better and find the effect of surfactant solution in remediating the soil, more experiments were done individually using water, surfactant

* Another common type of approach for automation of functional testing is 'data-driven' or 'keyword-driven' automated testing, in which the test drivers are separated from the

Each sport coat requires 0.8 hours of cutting time and 0.6 hours of sewing time, uses 4 yards of material, and provides a profit contribution of $150?. Additional cutting and

In a recent study from our laboratory ( Cavanagh & Forestell, 2013 ), we found that regardless of whether people were restrained eaters or not, they provided higher ratings

Therefore, this paper asks the following question: In what ways do issue of trust, privacy and surveillance intersect in the MENA region and inflect the individual and