• No results found

Δημουλίδου Χρύσα - Το βαλς των πορσελάνινων άστρων.pdf

N/A
N/A
Protected

Academic year: 2021

Share "Δημουλίδου Χρύσα - Το βαλς των πορσελάνινων άστρων.pdf"

Copied!
268
0
0

Loading.... (view fulltext now)

Full text

(1)
(2)
(3)

ΧΡΥΣΑ Δ Η Μ Ο Υ Λ Ι Δ Ο Υ

Τ Ο Β Α Λ Σ Τ Ω Ν Π Ο Ρ Σ Ε Λ Α Ν Ι Ν Ω Ν Α Σ Τ Ρ Ω Ν «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 1999

(4)

Σεφά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΠΟΡΣΕΛΑΝΙΝΩΝ ΑΣΤΡΩΝ Σνγγρ«ψέας: ΧΡΥΣΑ ΔΗΜΟΥΛΙΔΟΥ Copyright © Χρύσα Δημουλίδου Copyright © 1999: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙΒΑΝΗ ABE - «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 96, 98 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 3600398, Fax: 3617791 http://www.livanis.gr/ Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύ-ουν σιην Ελλάδα. ISBN 960-14-0131-8

(5)

Τα αγαθά της ζωής είναι τρία: υγεία, ελευθερία και φιλία.

Αυτό μου το δίδαξε ένας απλός, ταπεινός και τίμιος άνθρωπος,

ο μοναδικός που μου πρόσφερε πάντα

χωρίς να ζητήσει ποτέ τίιιοτα.

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο σ' αυτό τον άνθρωπο:

στη μητέρα μου.

(6)

«Ο δρόμος της δόξας είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα. Αλίμονΰ, όμως, σ' αυ-τόν που θα τον περπατήσει ξυπόλυτος».

(7)
(8)

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΡΑςΜΑΝΗς

άφησε το μολυβί να κυλήσει άψυχα

πάνω στο φΰλΑο χαρτιού με το μισοτελειωμένο σχέδιο.

Έ-φερε το χέρι του στο κεφάλι και πέρασε τα δάχτυλά του

α-νάμεσα στα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν

ε-πικίνδυνα. Ακούμπησε την πλάτη του στην αναπαυτική

κα-ρέκλα και κοίταξε στον καθρέφτη που βρισκόταν ακριβώς

απέναντι του. Η εικόνα του του έστελνε αποθαρρυντικά

μη-νύματα. Ο αδυσώπητος χρόνος παραήταν σκληρός για το

άλ-λοτε όμορφο πρόσωπο του.

Σκέφτηκε τον Αργύρη. Είχε να πάρει τηλέφωνο κάπου

δυο βδομάδες. Εδώ κι ένα χρόνο, από τότε που τον είχε

γνω-ρίσει, ο Αργύρης πηγαινοερχόταν στο σπίτι του σχεδόν

κα-θημερινά. Τον είχε δει ένα μεσημέρι στην πλατεία

Κολω-νακίου και από κείνη τη στιγμή, θαρρείς, όλο το ενδιαφέρον

του επικεντρώθηκε σ αυτό το πρόσωπο. Δεν ήταν δύσκολο

να τον προσεγγίσει. Ο Ρασμάνης ήταν ένας από τους

γνω-στότερους σχεδιαστές μόδας τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Δεν υπήρχε περιοδικό που να μην παρουσίαζε τις

δημιουρ-γίες του, εκπομπή που να μην ανέφερε τ' όνομά του.

Από τότε που πρωτοξεκίνησε, παιδάκι σχεδόν, η

επιτυ-χία τον ακολουθούσε πάντα. Εκείνα τα χρόνια τα ονόματα

στο χώρο της μόδας ήταν ελάχιστα. Εκτός, όμως, από το

(9)

έμ-φυτο ταλέντο του, είχε και τύχη. Μπήκε δυναμικά μέσα στο

κύκλωμα, με πρωτοποριακά σχέδια, χρησιμοποίησε

φωτει-νά χρώματα και ο χώρος έλαμψε από κάτι καινούριο. Γρήγορα

πήρε την ανιούσα και μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια

ανα-δείχτηκε σε πρώτο όνομα. Απέκτησε δύναμη, χρήματα και

γνωριμίες, κυκλοφόρησε στα πιο λαμπρά σαλόνια και

συ-ναναστράφηκε με τα πιο γνωστά ονόματα. Τα απέκτησε

ό-λα. Όλα, εκτός από την αγάπη.

Ο Άγγελος είχε κι αυτός τις αδυναμίες του. Όταν

ερω-τευόταν έχανε κάθε λογική. Δινόταν με πάθος σε ανθρώπους

που δεν άξιζαν οΰτε μια στάλα από το βλέμμα του. Τον

έλ-κυαν τα νεαρά αγόρια από την επαρχία ή από τα πιο

από-μερα μέρη της Αθήνας, που δεν είχαν μόρφωση ούτε

καλ-λιέργεια οΰτε ηθική και, φυσικά, ούτε χρήματα. Κι όταν

αυ-τά τα πεινασμένα για αναγνώριση

αγρίμια χόρταιναν από

τη δόξα κι από τα λεφτά που τους πρόσφερε, τότε τον

άφη-ναν ξαφνικά πάντα μόνο, όπως ξαφνικά είχαν μπει σιη ζωή

του.

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα πλησίαζε εννέα το βράδυ.

Σε λίγο θα ερχόταν η Ζανίν. Η Ζανίν Μαρμαρά, ένα

άγνω-στο μοντέλο της σειράς για τρία ολόκληρα χρόνια, είχε

κερ-δίσει πριν από ένα μήνα τον τίτλο της Σταρ Ελλάς κι από

τό-τε έγινε η αγαπημένη μούσα του Αγγέλου. Έτσι γινόταν

πά-ντα. Κάθε φορά που μια καινούρια κοπέλα κέρδιζε τον

τίτ-λο, ο Άγγελος την έπαιρνε υπό την προστασία του μέχρι την

επόμενη χρονιά, όπου μια άλλη θα καθόταν στο θρόνο της

ομορφιάς.

(10)

Η καινούρια βασίλισσα γινόταν και η βασίλισσα της

πα-σαρέλας, ανεβάζοντας έτσι το ενδιαφέρον του κοινού, που,

αχόρταγο όπως πάντα για καινούριες εντυπώσεις, περίμενε

υπομονετικά το θύμα του για να το κατασπαράξει. «Ποπό,

πόση κυτταρίτιδα έχει αυτή!», «Μα είναι κοντή», «Δεν έχει

μέση». Αυτό ήταν κάτι που το εκμεταλλευόταν ο Ρασμάνης.

Οι καιροί δεν άφηναν περιθώρια για συναισθηματισμούς

-είχαν σκληρύνει πολύ οι άνθρωποι. Για να δώσει έπρεπε

πρώτα να πάρει - πάντοτε και παντού. Πάντοτε, εκτός από

κείνον με τον οποίο ήταν ερωτευμένος. Τότε μόνο έδινε

συ-νεχώς χωρίς να περιμένει τίποτα, εκτός από τις στιγμές που

θα ένιωθε τον εραστή του γυμνό δίπλα του να τρυγάει απ'

αυτόν τις χαρές του έρωτα. Ζούσε ακριβώς γι' αυτές τις

μονα-δικές στιγμές - και το πλήρωνε ακριβά...

(11)

Η ΖΑΝΊΝ ΠΑΡΑΚΑΛΕςΕ

τον ταξιτζή να βιαστεί. Το ραντεβού της

με τον Ρασμάνη ήταν στις εννέα και μισή και η ώρα ήταν

ή-δη εννέα και είκοσι. Καθυστέρησε πολΰ μέχρι να στεγνώσει

τα πυκνά μαΰρα μαλλιά της και να μακιγιαριστεί

προσε-κτικά. Δεν ήταν δα και τυχαίο πράγμα να σε προσκαλεί ο

με-γαλύτερος σχεδιαστής της χώρας στο σπίτι του για να

συ-ζητήσετε την εμφάνισή σου ως τοπ μόντελ στην επίδειξή του

τον επόμενο μήνα.

Της πήρε χρόνο για να διαλέξει τι θα φορέσει. Τελικά

προτίμησε ένα απλό στενό μακό φόρεμα. Η μάνα της

μπή-κε στο δωμάτιο με την ποδιά γΰρω από τη μέση της και με

τα μπικουτί στο κεφάλι. Έμοιαζε με Αλβανίδα αγρότισσα.

Η Ζανίν ντράπηκε για τη σκέψη της. Ή τ α ν η μάνα της, στο

κάτω κάτω. Πατέρα δεν είχε. Ή τ α ν οικοδόμος και τον

εί-χαν χάσει πριν από χρόνια, όταν έπεσε από τη σκαλωσιά

του τέταρτου ορόφου μιας πολυκατοικίας τη στιγμή που

προσπαθούσε να στερεώσει μια γύψινη διακόσμηση.

Έ-μειναν με τη μάνα της μόνες κι έρημες. Ευτυχώς που τους

άφησε το σπίτι, ένα τριάρι εβδομήντα πέντε τετραγίονικών

στον Κορυδαλλό - εκεί δίπλα στις φυλακές. Έβλεπε τους

φυλακισμένους από το μικρό μπαλκόνι του σαλονιού τους κι.

αισθανόταν το ίδιο φυλακισμένη και η ίδια. Δεν της άρεσε

(12)

η γειτονιά της. Ήθελε να δραπετεύσει, να φύγει, να νιώσει

ελεύθερη.

' Ή τ α ν δεν ήταν δεκαεφτά χρονών, όταν την πήγε βόλτα

ο Μιχάλης, το αγόρι της, στην Κηφισιά. Τα 'χασε με την

πολυτέλεια που αντίκρισε γύρω της: τα σπίτια με τους κήπους,

τα πολυτελή αυτοκίνητα, τις καλοντυμένες κυρίες. Ζήλεψε

όσο δεν είχε ζηλέψει ποτέ στη ζωή της. Ντράπηκε για τη

φτώχεια της και για το σπίτι όπου ζούσε. Είχε να βαφτεί

χρόνια και, όσο κι αν η μάνα της προσπαθούσε να πλύνει

τους τοίχους, η βρόμα δεν έφευγε με τίποτα - λες κι είχε

κολλήσει πάνω τους. Ήθελε κι αυτή να ζει σ ένα όμορφο

σπίτι σαν αυτά που είδε, να είναι καλοντυμένη. Πού να

βρεθούν όμως τα λεφτά... Ί σ α ίσα για το φαγητό και για το

σχολείο έφταναν αυτά που κέρδιζε η μάνα της καθαρίζοντας

σκάλες.

Ή τ α ν μόλις δεκάξι χρονών, όταν ψήλωσε απότομα. Το

(πήθος της γέμισε, κι εκεί όπου νωρίτερα ήταν πλάκα

φύ-τρωσαν δύο ολοστρόγγυλες μπάλες έτοιμες να εκραγούν.

Κά'κο από τα ελαφριά μπλουζάκια μπορούσες να ξεχωρίσεις

τις τσιτωμένες ρώγες να πετάγονται με αναίδεια. Δεν

υπήρ-χε άντρας στον Κορυδαλλό που να μην είυπήρ-χε καρφώσει το

βλέμμα του πάνω τους. Οι γοφοί της στρογγύλεψαν και το

λουλούδι άνθισε για τα καλά. Ή τ α ν τότε που της μπήκε η

ι-δέα να γίνει μοντέλο. Τι παραπάνω είχαν δηλαδή αυτές που

έβγαιναν σια περιοδικά και στην τηλεόραση; Η Ζανίν

άξι-ζε περισσότερο.

Ένα πρωί χο πήρε απόφαση. Δεν πήγε στο σχολείο.

(13)

Πή-ρε το λεωφοΠή-ρείο και κατέβηκε στην Αθήνα. Είχε τη

διεύ-θυνση μιας σχολής φωτομοντέλων στο Κολωνάκι. Στάθηκε

για ώρα έξω από το κτίριο αναποφάσιστη. Κι αν γέλαγαν

μα-ζί της; Αν είχε άδικο; Είδε μια κοπέλα γεμάτη σπυριά να

περνά από δίπλα της. Το πρόσωπο της της ήταν γνωστό.

Μετά θυμήθηκε: την είχε δει στο καινούριο διαφημιστικό

σποτ με το σαμπουάν. Πόσο διαφορετική φαινόταν... Οΰτε

καν ωραία μαλλιά είχε. Κι όμως στην τηλεόραση έδειχναν

πενταπλάσια σε όγκο... Αμ, το δέρμα της; Έ λ α μ π ε από

ομορφιά, ακόμα και κάτω από τις σαπουνάδες.

Τότε προχώρησε αποφασιστικά και χτύπησε την πόρτα,

που πάνω της υπήρχε η επιγραφή: «ΙΙρακτορείο Μοντέλων

VENUS».

Μπήκε μέσα με αργά βήματα και είπε στη γραμματέα το

λόγο της επίσκεψής της. Η κοπέλα τής είπε ότι έπρεπε να

φέρει φωτογραφίες της με μαγιό και με ροΰχα και μετά θα

το συζητούσαν. Υπήρχαν πολλές πιθανότητες να τη δεχτοΰν.

Της έδωσε το τηλέφωνο ενός φωτογράφου.

Τα υπόλοιπα εξελίχτηκαν γρήγορα. Ο φακός ανέδειξε

το όμορφο προσωπάκι της ακόμα περισσότερο. Είχε

φωτογέ-νεια, ενώ το κορμί της φάνταζε τέλειο με το μαγιό.

Είχε υπέροχα μπλε μάτια, σαρκώδη χείλη, ωραία δόντια

και διάφανο δέρμα. Συν τοις άλλοις, ήταν και ψηλή. Τη

δέ-χτηκαν αμέσως.

Αρχισε να εργάζεται ως μοντέλο σε μικρές επιδείξεις

μό-δας και να φωτογραφίζεται για καταλόγους με νυχτικά,

ε-σώρουχα και ροΰχα τρίτης κατηγορίας - τίποτα το

(14)

ιδιαί-τερο. Έπαιρνε ελάχιστα χρήματα, γνώρισε όμως από κοντά

όλα τα γνωστά μοντέλα του χώρου. Απορούσε με την

επιτυ-χία τους. Άβαφες ήταν σαν συνηθισμένες κοπέλες. Οι

πε-ρισσότερες ήταν εντελώς διαφορετικές χωρίς μακιγιάζ και

χωρίς τον κατάλληλο φωτισμό για να τις αναδεικνύει, ενώ

αυ-τή, ένα λουλοΰδι ολόφρεσκο, ήταν το ίδιο όμορφη είτε ήταν

μακιγιαρισμένη είτε όχι. Τι έφταιγε τότε; Το ανακάλυψε

ό-ταν την κάλεσαν για να κάνει την πρώτη της πασαρέλα στην

επίδειξη ενός σχεδιαστή που είχε σχετικά καλό όνομα στην

αγορά. Θα ήταν η πρώτη της σοβαρή δουλειά. Ό τ α ν ο

στι-λίστας τής ζήτησε να περπατήσει, προχώρησε με αργά

βή-ματα έχοντας το χέρι στη μέση. Τότε αυτός τη σταμάτησε

και της υπέδειξε τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανιζόταν

μπροστά στον κόσμο. Την τρίτη φορά τής έβαλε τις φωνές.

«Δεν έχεις ψυχή, κουκλίτσα μου. Βαδίζεις σαν να

υπνοβα-τείς. Κουνήσου λίγο. Χαμογέλα. Δείξε χάρη. Να, δες εμένα».

Κι άρχισε να βαδίζει πάνω κάτω τόσο κουνιστά, που οι

Yoqioi του· κόντευαν να ξεκολλήσουν από τη θέση τους.

Η Ζανίν έβαλε τα γέλια. Αυτός έγινε πυρ και μανία. «Ή

εμένα ή αυτή», είπε στο σχεδιαστή χτυπώντας με δύναμη το

πόδι στο πάτωμα. Και φυσικά πέρασε το δικό του. Η Ζανίν

δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε μόλις

χά-σει την καλυτερή της δουλειά μέχρι τότε. Παρ' όλα αυτά,

έ-φυγε με το κεφάλι ψηλά.

Μπορεί να έπρεπε να ξεχάσει την επίδειξη, όμως δε θα

ξεχνούσε ποτέ το όνομα του στιλίστα.

(15)

Ο ΑΡΓΥΡΗς ςΤΑΘΗΚΕ

έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο

κοι-τάζοντας το κέρμα που κρατούσε στη χούφτα του. Δεν

ήξε-ρε τι να κάνει. Να τηλεφωνήσει στον Ρασμάνη ή όχι; Εδώ

κι ένα χρόνο που μπήκε στη ζωή του ο σχεδιαστής, τα

πά-νω ήρθαν κάτω. Τίποτα πια δεν ήταν ΊΟ ίδιο. Ποιος ήταν

πριν; Ένα τίποτα. Ζούσε μαζί με ιη μάνα ιου, το σακατεμένο

από εγκεφαλικό πατέρα του και τον ανάπηρο αδερφό του

σε μια τρύπα στο Πέραμα, ιιροοιιαθώνιας να επιβιώσουν με

μια μικρή σύνταξη.

Ό τ α ν ο Φάνης, ο αδερφός ιου, ήταν ακόμα καλά και

δούλευε σ' ένα συνεργείο, υιιήρχε <ρως μέσα σ' αυτή την

τρύ-πα. Μια μέρα, όμως, καβάλησε κρυφά τη μηχανή ενός

πε-λάτη του κι άφησε τα γκάζια να ξεχυθούν στην άσφαλτο.

Έ-νιωθε ότι ήταν κι αυτός ιιλούσιος, ένας καβαλάρης

ξέγνοια-στος από κάθε έγνοια κι από κάθε ευθύνη. Ούτε που πρόλαβε

να δει το φορτηγό που ερχόιαν καταπάνω του. Εκτοξεύτηκε

πέντε μέτρα στον αέρα κι έκανε τρεις τούμπες, πριν το

δια-λυμένο του κορμί καρφωθεί οτο καπό ενός αυτοκινήτου που

ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα. Για είκοσι ολόκληρες

μέ-ρες ήταν στην εντατική. Ζούσε και δε ζούσε. Η καημένη η

μάνα του κόντεψε να τρελαθεί. Παράτησε μόνους τον άνιρα

της και το μικρό της γιο, τον Αργύρη, και βρισκόταν στο

(16)

νοσοκομείο ολημερίς. Ή τ α ν τότε δεκατεσσάρων χρονών.

Πήγαινε στο γυμνάσιο και ήταν καλός μαθητής. Η μάνα του

ήθελε να τον σπουδάσει. Το ίδιο ήθελε και ο Φάνης. Ο

Αργύ-ρης ήταν το καμάρι της οικογένειας.

Η ζωή του Φάνη σώθηκε, όμως το κορμί του

σακατεύτη-κε. Καθηλώθηκε σε μια αναπηρική πολυθρόνα για όλη του τη

ζωή. Οι γιατροί, βέβαια, δεν του το είπαν. Τον άφησαν να

πι-στεύει ότι με τον καιρό θα καλυτέρευε κι ότι κάποτε θα

περ-πατούσε. Όταν όμως πέρασαν τα χρόνια και ο Φάνης δεν

εί-δε καμία πρόοδο, τότε συμβιβάστηκε. Αλλά ο χαρακτήρας του

άλλαξε. Έγινε απότομος, νευρικός, καχύποπτος και

απαιτη-τικός, ενώ όλα του τα ξεσπάσματα τα πλήρωνε η μάνα του, που

εκτελούσε χρέη νοσοκόμας μέσα στο σπίτι. Από τη μία ο

άρ-ρωστος άντρας της που με τη βία γλίτωσε το δεύτερο

εγκεφα-λικό, κι από την άλλη το δεκαεννιάχρονο βλαστάρι της, ο

Φά-νης, να μαραίνεται πάνω σε μια αναπηρική πολυθρόνα.

Ο Αργύρης σταμάτησε το σχολείο - έπρεπε να βοηθήσει

την οικογένεια. Οι σπουδές και τα όνειρά του πήγαν

περί-πατο. Δεν είχε πια περιθώρια για όνειρα. Μόνο για δουλειά.

Πρώτα δούλεψε σ' ένα βενζινάδικο και μετά σ' ένα σούπερ

μάρκετ. Δεν έπαιρνε πολλά· το βασικό μόνο μισθό. Όμως,

βοηθούσε ακόμα και μ' αυτά. Λίγο αργότερα, όταν όλοι

συ-νήθισαν την καινούρια κατάσταση που επικρατούσε μέσα

στο σπίτι, ο Φάνης άρχισε να φροντίζει τον πατέρα του και

ο πατέρας του τον Φάνη. Έτσι, η κυρα-Ελένη, η μάνα,

μπό-ρεσε να βρει δουλειά σε μια βιοτεχνία στη γειτονιά και να

φέρει κάνα φράγκο παραπάνω.

(17)

Στα δεκαοχτώ του ο Αργύρης ήταν ένα παλικάρι

πανύ-ψηλο με κάτι πλατάρες που σου έκοβαν την ανάσα. Δεν

απομακρυνόταν πολΰ από τη γειτονιά κι από το σπίτι. Δεν

ήξερε πολλά. Η ζωή του ολόκληρη ήταν σπίτι, δουλειά και

άντε και κανένα σινεμαδάκι ή καφέ, κι αυτά όποτε δε

δοΰ-λευε - γιατί δοΰδοΰ-λευε πολΰ. Μέχρι και υπερωρίες έκανε, μπας

κι έβαζε κάνα φράγκο στην άκρη για ν' αγοράσει μια

μη-χανή, που ήταν τ' όνειρο του. Κρυφά από τη μάνα του,

για-τί η κυρα-Ελένη του είχε βάλει να της υποσχεθεί ότι δε θα

καβάλαγε ποτέ δίτροχο στη ζωή του. Χωρίς όμως κάποιο

μεταφορικό μέσο οι κινήσεις του περιορίζονταν πολύ, κι

αυ-τό άρχισε να τον βαραίνει. Ήθελε να δραπετεύσει, να

γνω-ρίσει άλλες γειτονιές, άλλους ανθρώπους.

Ό τ α ν πήγε στο στρατό, τον μετέθεσαν, μετά τη βασική

εκπαίδευση, στον Έβρο. Μαθημένος καθώς ήταν στα

δύ-σκολα, προσαρμόστηκε αμέσως. Ο διοικητής του τον

ξεχώ-ρισε από τους υπόλοιπους κ^ έται, όταν ήρθε διαταγή από

την Αθήνα να. στείλουν δυο παλικάρια για την προεδρική

φρουρά, τον πρότεινε χωρίς δεύτερη σκέψη - αυτόν και τον

Μάκη Καρατζόγλου. Έτσι γνωρίστηκε με τον Μάκη.

Συν-δέθηκαν αμέσως. Αισθάνθηκαν περήφανοι, διαφορετικοί

α-πό τους άλλους, οι εκλεκτοί. Σαν χαρακτήρες δεν

πολυταί-ριαζαν, όμως κάπου τα βρήκαν. Ο Μάκης ήταν

παρορμη-τικός, ενώ ο Αργύρης συγκρατημένος.

Μόλις ταξίδεψαν στην Αθήνα, μαζί εκπαιδεύτηκαν,

σχε-δόν μαζί έκαναν τις βάρδιές τους, μαζί έπαιρναν και την

έξοδό τους. Ο Μάκης διψούσε για βόλτες στο Κολωνάκι. Αν

(18)

ήταν δυνατό να κάθεται εκεί ολημερίς οτα καφέ και να

χα-ζεύει τις γκόμενες, θα το έκανε. Και δεν πήγαινε χαμένος ο

χρόνος του. Ό λ ο και κάποιο ψάρι τσίμπαγε. Τώρα, αν ήταν

μαρίδα ή μπαρμπούνι δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πως

τα δίχτυα του ήταν πάντα γεμάτα. Ο Αργύρης όμως δεν

εί-χε οΰτε τα οικονομικά οΰτε και τα χρονικά περιθώρια για

κά-τι τέτοιο. Έπρεπε να δει την οικογένειά του εκεί στο

Πέρα-μα και να μιλήσει με τη μάνα του, που του είχε αδυναμία.

Εντάξει, ωραίο ήταν το Κολωνάκι, δεν έλεγε το αντίθετο.

Όμως όλα εκεί ήταν πανάκριβα: τα ρούχα, τα παπούτσια,

ακόμα κι ένας καφές κόστιζε πολΰ.

Με την τιμή ενός καφέ θα μπορούσε ν' αγοράσει ψωμί,

γάλα και δυο τυρόπιτες για το σπίτι.

Εκείνο το Σάββατο όμως δε σον \ανε καρδιά να μείνεις

μέσα. Πήγαν με τον Μάκη στην πλατεία και παρήγγειλαν

καπουτσίνο και τοστ. Τι στο καλό... Κάθονταν στο πιο

κε-ντρικό τραπέζι μπροστά στο δρόμο κι ο κόσμος

πηγαινοερ-χόταν. Έκανε λιακάδα. Ό λ α ήταν όμορφα.

Χάζευε αμέριμνα το πολύχρωμο πλήθος και γελούσε με

τις γκριμάτσες και τις πόζες που έπαιρνε ο φίλος του για να

προσελκύσει το επόμενο θύμα του. Του φαινόταν απίστευτο

το πόσες ώρες σπαταλούσε μπροστά στον καθρέφτη. Ό μ ω ς

έτσι ήταν ο Μάκης. Κάποια στιγμή, μια παρέα από πέντε

άτομα ήρθε και στάθηκε δυο βήματα πιο πέρα. Ο

σερβι-τόρος τσακίστηκε να τους βρει τραπέζι. Σήκωσε ένα

ζευγά-ρι, το έβαλε στο ίδιο τραπέζι μ' ένα άλλο και σε χρόνο

ρε-κόρ είχε βρει πέντε καρέκλες. Ο Αργύρης παραξενεύτηκε και

(19)

κάρφωσε το βλέμμα του στην παρέα, που αποτελούνταν

α-πό τρεις πανέμορφες κοπέλες και δύο άντρες - δηλαδή για

τον νεότερο δεν έπαιρνε όρκο ότι ήταν και τόσο άντρας. Ο

άλλος πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα. Το πρόσωπο του

του φάνηκε γνωστό. Δεν έδωσε σημασία. Ό μ ω ς ο Μάκης

δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τα τρία κορίτσια.

«Ποπό, κάτι μουνάρες! Εκείνη η κοκκινομάλλα δε

βλέ-πει την ώρα να πηδηχτεί».

« Τι θα γίνει με σένα; Δεν μπορείς να δεις γυναίκα χωρίς

να σκεφτείς το πήδημα;»

«Τι λες τώρα, βρε Αργύρη. Αφού το τραβάει η ψυχή της.

Ό μ ω ς είναι μοντέλο και είναι λίγο δύσκολη».

«Πώς το ξέρεις ότι είναι μοντέλο;»

«Δεν είδες ποιος κάθεται δίπλα της;»

«Ποιος;»

«Ο Ρασμάνης, βρε χαζέ, ο σχεδιαστής μόδας - από τους

καλύτερους. Μη μου πεις ότι δεν τον γνωρίζεις...»

Τότε ο Αργύρης θυμήθηκε. Μα, βέβαια· ο Ρασμάνης

ή-ταν. Πριν από τρεις μέρες τον είχε δει στην τηλεόραση.

Έ-στρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του και σταμάτησε στο

βλέμμα του, που ήταν ήδη καρφωμένο πάνω του. Τα 'χασε.

Ένιωσε σαν ποντίκι που το είχε στριμώξει η γάτα. Ή τ α ν

περίεργο συναίσθημα. Ο Αργύρης δεν είχε αισθανθεί ποτέ

έτσι στη ζωή του κι ένιωσε αμήχανα.

«Όπα», είπε ο Μάκης. «Για δες πώς σε κοιτάζει... Του

γυάλισες, μου φαίνεται».

Ο Αργύρης δε μίλησε.

(20)

Δέκα λεπτά αργότερα, ο κουνιστός τύπος που ήταν στην

παρέα σηκώθηκε και τους πλησίασε. Ο Μάκης ίσιωσε την

πλάτη του και χαμογέλασε. Κάτι καλό ερχόταν.

«Γεια σας, παιδιά», τους είπε. «Από πού είσαστε;»

«Εγώ είμαι από τη Λαμία», είπε ο Μάκης. «Ο φίλος μου

από δω από τον Πειραιά».

«Αχ, αυτός ο Πειραιάς! Αχ, αυτή η επαρχία!» είπε κι

έ-βγαλε έναν αναστεναγμό. «Βγάζουν τα ομορφότερα αγόρια.

Είσαστε μόνοι;» συνέχισε.

«Ναι, μόνοι είμαστε», απάντησε ο Μάκης.

«Θέλετε να έρθετε στην παρέα μας; Ο Ρασμάνης θα

χα-ρεί πολύ να σας γνωρίσει».

Ο Αργύρης δίστασε. Δεν αισθανόταν άνετα μ' όλη αυτή

τη φανταχτερή παρέα. Πριν προλάβει να πει όχι, ο φίλος του

είχε κιόλας σηκωθεί και βάδιζε όλο χαρά προς το άλλο

τρα-πέζι. Δεν είχε πια περιθώρια για ν' αρνηθεί.

(21)

Ο

ΡΑςΜΑΝΗς ςΗΚΩΘΗΚΕ

αργά από το γραφείο του και

προ-χώρησε προς το σαλόνι. Σκεφτόταν αν έπρεπε να ψάξει να

βρει ο ίδιος τον Αργύρη. Τι να του έλεγε, όμως; Τι να του

έ-ταζε αυτή τη φορά;

Ο Αργύρης ήταν ανεξάρτητος κι αυτό ήταν που άρεσε

στον Ρασμάνη. Ό τ α ν τον πρωτογνώρισε ήταν ένα βλαχάκι

που μετά βίας του έπαιρνες μια λέξη. Τον πήρε κοντά του

και, ακουμπώντας το μαγικό ραβδάκι πάνω του, τον

μετα-μόρφωσε σ' ένα ραφιναρισμένο νέο που θα ορκιζόσουν ότι

ήταν γεννημένος να ζει μέσα στη χλιδή. Και τι δεν έκανε το

χρήμα και το καλό γούστο...

Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα όσο τα

περίμενε. Ο νεαρός δεν πολυγούσταρε ερωτικά πάρε δώσε

με άντρες και ο Άγγελος δεν τον πίεσε. Θυμήθηκε όταν,

με-τά τη γνωριμία τους στο Κολωνάκι, τον κάλεσε την

επόμε-νη μέρα στο σπίτι του. Πήγε μαζί με το φίλο του. Μπήκαν

μέσα και οι δύο διστακτικά, μην μπορώντας να πιστέψουν

ότι βρίσκονταν (πο σπίτι του Ρασμάνη. Είχαν χαζέψει με

τον πλούτο που είδαν εκεί μέσα. Ούτε στα πιο τρελά τους

ό-νειρα δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχαν τέτοια

σπίτια. Ο σχεδιαστής ήταν περιποιητικός, ευγενικός και,

κυρίως, απλός μαζί τους, κάτι που άρεσε πολύ στον

(22)

Αργύ-ρη. Λίγο αργότερα ήρθαν δυο πανέμορφα κορίτσια και όλοι

μαζί πήγαν σ' ένα πάρτι - το έκανε ο γιος ενός γνωστού

ε-πιχειρηματία στην Εκάλη.

Αν το σπίτι του Ρασμάνη φάνταζε βίλα στον Αργύρη, το

σπίτι όπου πήγαν του φάνηκε παλάτι. Με την εμφάνιση του

Αγγέλου όλοι έτρεξαν πάνω του. Ακολούθησαν φιλιά,

χειρα-ψίες, χαμόγελα και όλοι ήθελαν να του μιλήσουν ρίχνοντας

κλεφτές ματιές στους δύο νέους και, κυρίως, στον Αργύρη.

Ένιωσε πολύ άσχημα. Τι σχέση είχε αυτός ανάμεσά τους; Ή

-ταν ολοφάνερο ότι δεν ανήκε σ' αυτό τον κόσμο. Όλοι ή-ταν

καλοντυμένοι και απέπνεαν έναν αέρα σιγουριάς και

χρή-ματος. Κι ύστερα σου λένε ότι υπάρχει Θεός... Αυτός να

ψευτοζεί σε μια τρύπα και να κάνει την ανάγκη φιλότιμο, κι

όλοι αυτοί να μην ξέρουν πού να ξοδέψουν τα χρήματά τους...

Ένιωσε το φίδι της ζήλιας να δαγκώνει την καρδιά του.

Ο Ρασμάνης μάντεψε τις σκέψεις του.

«Σ' αρέσει εδώ;» τον ρώτησε προσπαθώντας να τον

κά-νει να νιώσει καλύτερα.

«Ε, καλά είναι», του είπε άχρωμα.

«Σε βλέπω λιγάκι αμήχανο».

«Η αλήθεια είναι ότι αισθάνομαι περίεργα».

«Δεν είναι τίποτα. Θα συνηθίσεις. Μη δίνεις τόση

σημα-σία σ' όλους αυτούς. Είσαι πολύ καλύτερος τους, μόνο που

δεν το ξέρεις ακόμα».

«Τι θέλεις να πεις;»

«Αν σ' ενδιαφέρει, τότε το συζητάμε».

«Δεν καταλαβαίνω».

(23)

«Κοίτα να δεις. Νομίζω ότι αξίζεις πολύ περισσότερα

α-πό το να χαραμίζεις την ώρα σου πίνοντας καφέ στο

Κολω-νάκι παριστάνοντας τον ωραίο τσολιά».

«Κάνεις λάθος».

«Μπορεί. Όμως, έτσι κι αλλιώς, ποιο είναι το μέλλον σου;

Τι θα κάνεις μετά το στρατό; Σε τρεις μήνες απολύεσαι. Θα

γυρίσεις πίσω στο Πέραμα να δουλεύεις στο σούπερ μάρκετ;

Πώς θα βοηθήσεις το σακάτη τον αδερφό σου, αν δεν

προσπα-θήσεις να κάνεις εσύ κάτι καλύτερο στη ζωή σου;»

«Ποιος σου τα είπε όλα αυτά;» αγρίεψε ο Αργύρης.

«Ποιος άλλος; Ο Μάκης».

«Θα του σπάσω τα μούτρα», είπε σφίγγοντας τη γροθιά

του και κοιτάζοντας προς τη μεριά του Μάκη, που ήταν

χω-μένος στα βυζιά μιας ξανθιάς και είχε χάσει κάθε επαφή με

το περιβάλλον.

«Ηρέμησε, για το καλό σου το έκανε. Εξάλλου, εγώ τον

πίεσα να μου μιλήσει». Του έπιασε το χέρι, όμως ο Αργύρης

το τράβηξε με δύναμη.

«Γιατί;» ρώτησε.

«Γιατί νοιάζομαι για σένα. Μπορώ να σε βοηθήσω. Και

την οικογένειά σου».

«Να μας βοηθήσεις; Πώς δηλαδή;»

«Μα, φυσικά, να σου προσφέρω δουλειά με

περισσότε-ρα κέρδη και λιγότερο κόπο».

«Σαν τι δηλαδή;»

«Δεν κατάλαβες ακόμα; Είναι απλό. Μπορείς να

δουλέ-ψεις για μένα ως μοντέλο».

(24)

«Μα εσύ ράβεις μόνο γυναικεία ρούχα. Σε τι θα

χρησι-μεύσω εγώ; Ή μήπως κάνω λάθος;»

«Όχι, δεν κάνεις λάθος. Ό μ ω ς μου χρειάζονται άντρες

μοντέλα για να συνοδεύουν τα κορίτσια στην πασαρέλα.

Κυ-ρίως όταν βγαίνει η νύφη, πρέπει να τη συνοδεύει ένας

γα-μπρός. Είσαι ό,τι πρέπει. Ψηλός, γυμνασμένος και με ωραία

χαρακτηριστικά. Μόνο που θα χρειαστεί να χάσεις λίγα κιλά

- όχι πολλά, γύρω στα πέντε. Μετά, τα υπόλοιπα άφησε τα σε

μένα. Θα φροντίσω εγώ να μπεις σ' ένα πρακτορείο μοντέλων,

ενώ θα μπορείς παράλληλα να δουλεύεις στην τηλεόραση σε

διαφημιστικά σποτ και σε φωτογραφήσεις μόδας στα

πε-ριοδικά. Θα κερδίζεις του κόσμου τα χρήματα και θα μπορείς

να βοηθήσεις και το σπίτι σου. Λοιπόν, τι λες;»

«Δεν ξέρω. Άσε με να το σκεφτο)».

Ο Ρασμάνης τον θαύμασε για άλλη μια φορά. Άλλος θα

χοροπήδαγε απ' τη χαρά τοϋ, αν του πρότεινε κάτι τέτοιο.

Ό μ ω ς το παλικάρι αυτό ήταν άβγαλτο. Δεν είχε

συνειδητο-ποιήσει ποιον είχε γνωρίσει και τι μπορούσε αυτός να του

προσφέρει.

Ο Ρασμάνης δεν ήθελε να τον πιέσει. Σιγά σιγά.

«Όπως νομίζεις. Εγώ θα περιμένω. Όποτε είσαι έτοιμος,

μου τηλεφωνείς».

Ο Αργύρης τα είχε χαμένα. Τι ήθελε ολόκληρος

Ρασμά-νης απ' αυτόν; Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Ένα μόνο ήξερε:

ότι αισθανόταν πως αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να τον

βοηθήσει να ξεφύγει από τη μιζέρια - του άπλωνε ήδη το

χέ-ρι. Και του τηλεφώνησε.

(25)

Ο Άγγελος του έδειξε από την πρώτη οτιγμή ιδιαίτερη

α-δυναμία. Στην αρχή ο Αργύρης ήταν κουμπωμένος μαζί του.

Ή ξ ε ρ ε ότι ο Ρασμάνης τον είχε πλησιάσει γιατί

ενδιαφε-ρόταν ερωτικά γι' αυτόν και όχι επειδή τον χρειαζόταν ως

μοντέλο. Όμως ο ίδιος δεν είχε νιώσει ποτέ ερωτική έλξη για

κάποιο άντρα. Μέχρι, τότε οι ερωτικές του εμπειρίες

ριορίζονταν στις κοπελίτσες της γειτονιάς του και τίποτα

πε-ρισσότερο. Στην ουσία, δεν ήξερε πολλά οΰτε για τον

έρω-τα οΰτε για τη ζωή. Ο Ρασμάνης το κατάλαβε και δεν τον

πίε-σε.

Τον έκανε μοντέλο του. Παρουσιαζόταν στις κολεξιόν

του συνοδεύοντας τα μοντέλα του, και, φυσικά, τον

συνό-δευε και στις νυχτερινές εξόδους του. Άρχισε να τον ντΰνει

και να τον φροντίζει ο ίδιος προσίοπικά, και μέσα σε τρεις

μήνες ο Αργΰρης ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Ο

Μά-κης ζήλεψε πολΰ και, όταν προσπάθησε να τον

απομακρύ-νει, ο Ρασμάνης φρόντισε να μετατεθεί πίσω στα σύνορα. Δεν

τον είχε συμπαθήσει από την αρχή. Ή τ α ν γεννημένος για να

βόσκει κοπάδια κι όχι για να παριστάνει το μοντέλο, όπως

θα ήθελε. Μπορεί ακόμα να κράταγε, όμως το πολύ σε τρία

χρόνια θα ήταν ξοφλημένη υπόθεση.

Η ερωτική τους ιστορία άρχισε λίγο αργότερα ένα

βρά-δυ, όταν, μετά από μία επίδειξη, ο Αργύρης, μεθυσμένος

α-πό την επιτυχία και το ποτό, δεν αντέδρασε στην ερωτική

πρόσκληση του Αγγέλου. Είχε αράξει στον καναπέ με το

κε-φάλι γερμένο πίσω, όταν αισθάνθηκε τα χέρια του

Ρασμά-νη πάνω στους μηρούς του και το στόμα του στον καβάλο του

(26)

δερμάτινου παντελονιού του. Ξαφνικά ερεθίστηκε τόσο πολύ,

που ούτε και ο ίδιος δεν το περίμενε. Ο Άγγελος συνέχισε να

τον χαϊδεύει. Ή τ α ν έμπειρος εραστής και ήξερε πολύ καλά

τι άρεσε σ' έναν άντρα. Ό τ α ν του έλυσε τη ζώνη και του

κα-τέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του, δεν προσπάθησε

να τον σταματήσει. Η στύση του ήταν τόσο σκληρή, που

πό-ναγε καθώς την αισθανόταν φυλακισμένη. Ένιωσε σχεδόν

ευγνωμοσύνη όταν ο άλλος τον απελευθέρωσε από τα

δε-σμά του, καθώς και μια πρωτόγνωρη ηδονή, όταν

αισθάν-θηκε τη στύση του να βυθίζεται μέσα στο στόμα του

σχε-διαστή ρουφώντας τον από τον πάτο μέχρι την κορυφή.

Α-φέθηκε στα χέρια του και σε λίγο βρέθηκε να του κάνει

έ-ρωτα τόσο άγρια, που τα βογκητά τους ακούστηκαν μέχρι

έξω. Ο Άγγελος ξετρελάθηκε με το πρωτόγνωρο ερωτικό

έν-στικτο του Αργύρη και την επόμενη κιόλας μέρα τού

αγό-ρασε μια μηχανή Γιαμάχα Βιράγκο 1100, την οποία

φυσι-κά δεν τόλμησε να παρουσιάσει στο σπίτι του, φροντίζοντας

πάντοτε να την αφήνει στην αυλή του σπιτιού ενός φίλου

του, λίγο μακρύτερα από κει όπου έμεναν οι δικοί του.

(27)

Η ΖΑΝΙΝ ΞΑΝΑΚΟΊΤΑΞΕ

την ώρα από το ακριβό χρυσό ρολόι

της, που είχε κερδίσει στα καλλιστεία, μέσα στο ταξί που

είχε μπλοκαριστεί σε κίνηση. Αυτό το κυκλοφοριακό τον

τε-λευταίο καιρό τής έσπαγε τα νεύρα. Περίμενε πώς και πώς

να πάρει το δίπλωμα οδήγησης για να οδηγήσει το αμάξι

της, ένα ασημί Τσέλιγκα, που είχε επίσης κερδίσει στο

δια-γωνισμό. Θα γλίτωνε του κόσμου τα χρήματα στα ταξί.

Τρία χρόνια τώρα δεν είχε βάλει δραχμή στην άκρη. Με

τον τίτλο της Σταρ Ελλάς κέρδισε (ίσα δεν είχε κερδίσει η

οικογένεια της για χρόνια τώρα: αυτοκίνητο, γούνες,

κοσμή-ματα, ταξίδια, καλλυντικά, χρήματα... Άνοιξε την τσάντα

της κι έβγαλε το καθρεφτάκι της. Διόρθωσε το μακιγιάζ της.

Τελικά δεν τα είχε καταφέρει κι άσχημα. Ή τ α ν είκοσι ενός

μόλις χρονών και κατείχε τον τίτλο της ομορφότερης

Ελλη-νίδας.

Είχε πια βαρεθεί να γυρνά από επαρχία σε επαρχία σε

κάτι βρομοεπιδείξεις της πλάκας για πενταροδεκάρες.

Εί-χε βαρεθεί να τη μεταφέρουν καθισμένη πάνω στ' άλλα

κορί-τσια, σαν κότες μέσα σε κλουβιά. Είχε βαρεθεί να κοιμάται

σε ξενοδοχεία κοτέτσια. Είχε βαρεθεί να της τάζουν λαγούς

με πετραχήλια.

Έλαβε μέρος στο διαγωνισμό χωρίς να το πει σε κανέναν

(28)

- ούτε καν στο αγόρι της. Ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις

διακόσιες υποψήφιες κοπέλες. Ό τ α ν δημοσίευσαν στις

ε-φημερίδες την τελική δωδεκάδα, τότε μόνο το έμαθαν όλοι.

Τι να πει η μάνα της... Χάρηκε. Ο Μιχάλης καθόλου. Δεν

του άρεσε αυτή η ιδέα. Ό σ ο κράτησαν οι πρόβες, η Ζανίν

είχε χαθεί από προσώπου γης. Ή τ α ν συνεπής, πάντα στην

ώρα της, πάντα χαμογελαστή και πρόθυμη.

Ανάμεσα στους κριτές ήταν και ο Ρασμάνης, μια και

εί-χε σεί-χεδιάσει τις τουαλέτες των διαγωνιζομένων. Την

ξεχώ-ρισε από την πρώτη στιγμή. Της έδωσε να φορέσει την πιο

ωραία τουαλέτα: ένα θεόστενο φόρεμα από κόκκινο

μετα-ξωτό σατέν, με φαρδιές τιράντες που έπεφταν στους ώμους.

Η πλάτη ήταν ανοιχτή μέχρι τη μέση κι από το τελείωμα

της περιφέρειας άρχιζε ένα αβυσσαλέο σκίσιμο μέχρι κάτω.

Το σύνολο συμπλήρωναν ένα ζευγάρι κόκκινα μακριά γάντια

από το ίδιο ύφασμα και κόκκινα ψηλά πέδιλα.

Τ η μεγάλη βραδιά τη χτένισαν αλά Βερόνικα Λέικ, με

τη μία πλευρά του μαλλιού να πέφτει σοφά πάνω από το

δε-ξί της μάτι. Τόνισαν ακόμα περισσότερο τα μπλε μάτια της

με μαύρη σκιά και με άφθονο μαύρο ριμέλ, ενώ έβαψαν

κτακόκκινα τα χείλη της. Στο λαιμό της φόρεσαν κόσμημα

α-πό χρυσό, διαμάντια και ρουμπίνια. Ή τ α ν σαν να

κατέβη-κε από κάποιο άλλο πλανήτη. Μέχρι και ο Άγγελος

τρόμα-ξε να την αναγνωρίσει όταν ετοιμάστηκε. Τ η στιγμή που

βγήκε ακούστηκε ένα ομαδικό «ααα!» και μετά το κοινό

ξέ-σπασε σε δυνατά χειροκροτήματα. Είχε κερδίσει την εύνοια

τους από την πρώτη στιγμή.

(29)

Ό τ α ν αργότερα βγήκε με το μαγιό και φάνηκαν τα

καλο-σχηματισμένα πόδια της και ο πεταχτός πισινός της,

με-ρικοί άρχισαν να σφυρίζουν απροκάλυπτα. Βγήκε πρώτη

με μεγάλη διαφορά. Ή τ α ν μία από τις πιο όμορφες κ ο ί

-λες που είχαν στεφθεί ποτέ Σταρ Ελλάς.

Η ζωή της άλλαξε από κείνο το βράδυ. Το τηλέφωνο στο

φτωχικό της χτύπαγε ασταμάτητα.

«Ζηνοβία, το τηλέφωνο

-

δεν το ακοΰς;» φώναζε η μάνα της.

«Σου είπα να μη με λες Ζηνοβία».

«Εγώ έτσι σε φωνάζω χρόνια. Τώρα θ' αλλάξω;»

«Μαμά, κατάλαβέ το. Το Ζηνοβία είναι ντεμοντέ. Δεν

μπορεί μια Σταρ Ελλάς να λέγεται Ζηνοβία».

«Σαν να πήραν τα μυαλά σου αέρα, θυγατέρα», της είπε

η μάνα της κουνώντας το κεφάλι. «Για ηρέμησε λίγο».

«Οχ, καλέ μαμά... Ποτέ σου δε θα καταλάβεις».

Η Ζανίν χαμογέλασε. Τι κι αν η μάνα της δεν

καταλά-βαινε; Σημασία είχε ότι όλοι οι άλλοι τη φώναζαν Ζανίν και

ήταν η Σταρ Ελλάς. Ό λ α τα περιοδικά είχαν τη

φωτογρα-φία της. Είχε κάνει κιόλας πέντε εξώφυλλα. Οι προτάσεις για

επιδείξεις έρχονταν η μία πίσω απ' την άλλη. Να, τώρα, και

ο Ρασμάνης. Την καλούσε στο σπίτι του για να συζητήσουν

για τη νέα κολεξιόν. Θα την άφηνε να φορέσει όποιο ροΰχο

τής άρεσε. Θα τη χρυσοπλήρωνε.

Είχε αργήσει για τα καλά, αλλά τι την ένοιαζε; Στο κάτω

κάτω, ήταν η Ζανίν Μαρμαρά, η Σταρ Ελλάς εκείνης της

χρονιάς. Αρκετά περίμενε μέχρι τώρα. Ας περίμενε και

κάποιος γι' αυτή - ακόμα κι αν ήταν ο Άγγελος Ρασμάνης.

(30)

Στα είκοσι ένα της είχε ήδη φτάσει στην κορυφή της

ε-πιτυχίας. Σκέφτηκε τη μάνα της με τη σφουγγαρίστρα στο

χέρι κι αισθάνθηκε ενοχές για την ντροπή που ένιωσε μέσα

της. Πάντα ντρεπόταν για την εμφάνισή της - μια ζωή με τα

ξεχασμένα μπικουτί στα μαλλιά, τη λαδωμένη ποδιά στη

μέση και τις τρύπιες κάλτσες. Τ η βραδιά του διαγωνισμού

αρνήθηκε να την καλέσει. Πώς θα την παρουσίαζε; Τι θα

τους έλεγε; Από δω η μάνα μου η καθαρίστρια; Ούτε λόγος

για κάτι τέτοιο. Από την αρχή σχεδόν είχε πει πως ζούσε με

μια θεία της, πως δεν είχε γονείς.

Ευτυχώς, η κυρα-Ελπίδα δεν γκρίνιαξε. Είχε καθαρίσει

από το πρωί πέντε σκάλες, είχε βάλει μπουγάδα, είχε

σιδε-ρώσει κι είχε ψήσει κουλουράκια και τυρόπιτα, στην

περί-πτωση που η Ζηνοβία της θα κέρδιζε κάποιο τίτλο. Είχε

μέ-σα της μια κρυφή λαχτάρα, αν και δεν την πολυενδιέφεραν

όλα αυτά. Για την κόρη της νοιαζόταν - να ξεφύγει το

παι-δί από τη μιζέρια. Δεν ήθελε η ζωή της να μοιάζει με τη

δι-κή της. Ορφανή κοπέλα από τα τέσσερα, τη μεγάλωσε μια

θεία της - μέχρι που στα είκοσι γνώρισε τον Σταμάτη και

σταμάτησε ο ήλιος πάνω στο πρόσωπο του. Ή τ α ν πολύ

όμορφος ο άντρας της. Παντρεύτηκαν και μέσα σ' ένα χρόνο

ήρθε η Ζηνοβία στον κόσμο. Της έδωσαν το όνομα της

μά-νας του Σταμάτη, που είχε πεθάνει λίγο πριν γεννηθεί η

μι-κρή.

Πέρασαν μες στη μαύρη φτώχεια μέχρι να ξεχρεώσουν

το μικρό διαμέρισμα τουλάχιστον να μη ζουν στο νοίκι. Ό

-λη τη μέρα ο πατέρας της σκαρφαλωμένος στις σκαλωσιές,

(31)

μες στους άγριους χειμώνες που κοκαλώνουν σώμα και

ψυ-χή, να προσπαθεί για την οικογένεια. Τα ίδια όμως

τράβα-γε και η Ελπίδα με το να καθαρίζει πολυκατοικίες, ενώ τα

παγωμένα νερά κυλούσαν στα ξεφλουδισμένα χέρια της.

Πού χρόνος για άλλο παιδί. Πέντε εκτρώσεις έκανε μετά

την κόρη της. Ειδικά με το σπίτι χρεώθηκαν μέχρι το

λαι-μό, είπαν το ψωμί ψωμάκι - αρκεί να είχαν μια σκεπή

πά-νω απ' το κεφάλι τους.

Γι' αυτό δεν είπε τίποτα όταν η μικρή αποφάσισε να

γί-νει μοντέλο. Γι' αυτό δεν έφερε αντίρρηση όταν έλαβε μέρος

στα καλλιστεία. Ήξερε από την πρώτη μέρα που τη

γέννη-σε ότι αυτό το παιδί θα ξεχώριζε - της το είχε πει μια

τσιγ-γάνα. Γέννησαν μαζί στο ίδιο νοσοκομείο, με μία μέρα

δια-φορά. Πήρε το χέρι της μικρής, μια χουφτίτσα τοσηδά, το

κοίταξε προσεκτικά και της είπε:

«Κορόνα θα φορέσει η θυγατέρα σου, Ελπίδα».

«Δηλαδή, θα γίνει βασίλισσα;» της απάντησε και γέλασε

με την καρδιά της.

«Πριγκίπισσα, βασίλισσα, πάντως εγώ βλέπω κορόνα.

Τρεις σταυρούς έχει πάνω της. Μεγάλη επιτυχία. Να

θυμη-θείς τα λόγια μου: θ' αποκτήσει χρήματα και δόξα. Μόνο

που...» είπε η τσιγγάνα και σιαμάτησε απότομα.

«Μόνο που τι;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Ελπίδα.

«Τίποτα, καλέ. Ό λ α θα πάνε καλά. Μόνο που θα 'ναι

τόσο όμορφη, που θα βρει τον μπελά της», την

καθησύχα-σε.

Ποτέ της δεν πίστεψε σε τέτοια τερτίπια. Ό τ α ν όμως

(32)

εί-δε τη Ζηνοβία στην τηλεόραση να φορά το στέμμα, τότε μόνο

θυμήθηκε τα λόγια της τσιγγάνας. Αυτό το «μόνο που...»

Μόνο που δεν έμαθε ποτέ τι ήθελε ακριβώς να πει η

τσιγ-γάνα.

(33)

Ο ΑΡΓΥΡΗΣ ΞΑΝΑΚΟΊΤΑΞΕ

τ ο νόμισμα. Τελικά, το έριξε μέσα

στη σχισμή και σχημάτισε τον προσωπικό αριθμό του

Ρα-σμάνη.

«Εμπρός;»

«Εγώ είμαι, Άγγελε», του είπε αργά.

«Επιτέλους», ακούστηκε η φωνή του γεμάτη προσμονή.

«Γιατί εξαφανίστηκες;»

«Είχα τους λόγους μου. Τι κάνεις;»

«Ας ποΰμε ότι είμαι καλά. Σ' ένα μήνα έχω επίδειξη και

είμαι ακόμα στα σχέδια. Μου έχεις δημιουργήσει

πρόβλη-μα. Δεν μπορώ να δουλέψω».

«Λυπάμαι, Άγγελε. Δε θέλω να κάνω κακό στη δουλειά

σου».

Ο Άγγελος μαλάκωσε. Ή δ η του κατέβηκαν τέσσερις

και-νούριες ιδέες. Ό τ α ν ήταν ευτυχισμένος δημιουργούσε. Το

μυαλό του δούλευε με ρυθμούς πολυβόλου που εκτόξευε

σχέ-δια, χρώματα και εμπνεύσεις. Ένιωσε το αίμα του να κυλά

γρηγορότερα και τον πόθο του να φουντώνει. Αυτό το

παι-δί τον αναστάτωνε μ' έναν περίεργο τρόπο.

«Δεν πειράζει», του είπε. «Ξέρεις ότι σου έχω αδυναμία.

Πού βρίσκεσαι τώρα;»

«Όχι πολύ μακριά από το σπίτι σου».

(34)

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά άτακτα.

«Γιατί δεν έρχεσαι από δω; Περιμένω και τη Ζανίν

Μαρ-μαρά. Ξέρεις, την καινούρια Σταρ Ελλάς».

Μια ξαφνική λαχτάρα τον συνεπήρε. Είχε δει για πρώτη

φορά από κοντά τη Ζανίν τη βραδιά των καλλιστείων και

τον είχε εντυπωσιάσει.

«Καλά», του είπε. «Θα έρθω».

Η διάθεση του Αγγέλου άλλαξε μέσα σε δευτερόλεπτα.

Ένιωσε πιο ελαφρύς κι ευτυχισμένος από ποτέ. Εκείνη τη

στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα και η Ζανίν

μπήκε μέσα πανέμορφη και φουριόζα. Τον φίλησε στο

μάγουλο.

«Γεια σου, Άγγελε. Συγνώμη που άργησα, αλλά είχε

κί-νηση».

«Δεν πειράζει, αγάπη μου. Εσύ να 'σαι καλά».

Η Ζανίν απόρησε. Ή ξ ε ρ ε πόσο τυπικός ήταν με τα

ρα-ντεβού του. Τον είχε δει να γίνεται έξαλλος από θυμό,

όπο-τε κάποια κοπέλα από τα καλλισόπο-τεία αργούσε έσιω και

πέ-ντε λεπτά - κι αυτή είχε αργήσει τριάντα πέπέ-ντε. Ύστερα

θυ-μήθηκε ποια ήταν και χαμογέλασε. Αυτό θα πει να

κερδί-ζεις έναν τίτλο... Σου υποκλίνονται όλοι. Ακόμα κι ένας

Ρα-σμάνης. Γύρισε το βλέμμα της και περιεργάστηκε το σπίτι.

Ο Άγγελος είχε αδυναμία στα ακριβά έπιπλα και στις

αντί-κες. Διατηρούσε μια πολύτιμη συλλογή από πίνακες

ζω-γραφικής γνωστών Ελλήνων και ξένων ζωγράφων.

«Ωραίο το σπίτι σου», του είπε. Αν δεις το δικό μου, θα

χά-σεις ηάσαιδέα, σκέφτηκε.

(35)

«Κι εσΰ μια μέρα θα έχεις ένα καλύτερο, αν φερθείς

έ-ξυπνα. Αλήθεια, τι θα πιεις;»

«Ένα χυμό. Δηλαδή, πώς να φερθώ έξυπνα;»

«Άκου να σου πω, Ζανίν αν με θες για συμβουλάτορά

σου, θα πρέπει να δέχεσαι κάθε μου λέξη και υπόδειξη.

Μπήκες στο χορό και θα πρέπει να χορέψεις, ακόμα κι αν

δε σ αρέσει».

«Δηλαδή, τι πρέπει να κάνω;»

Το κουδοΰνι χτύπησε δυνατά. Ο Άγγελος πετάχτηκε με

λαχτάρα από τη θέση του.

«Αυτά θα τα ποΰμε αργότερα. Έχουμε χρόνο».

Άνοιξε την πόρτα και ο Αργύρης μπήκε μέσα με αργά

βήματα.

«Καλώς μου τον», φώναξε, ενώ μετά έσκυψε και του

εί-πε στ' αφτί:

«Μου έλειψες πολύ...»

Ο Αργύρης δεν είπε τίποτα. Προχώρησε προς το

σαλό-νι. Η Ζανίν καθόταν στο βελούδινο μπλε καναπέ και

ξε-φύλλιζε ένα περιοδικό. Ο Άγγελος τους σύστησε.

«Από δω η Ζανίν Μαρμαρά, η φετινή Σταρ Ελλάς. Το

ξέ-ρεις, βέβαια. Κι από δω ο Αργύρης Αντωνίου, πολύ καλός

φίλος και συνεργάτης». Έτσι πάντα τον σύστηνε.

Η Ζανίν άπλωσε το χέρι.

«Χαίρω πολύ», του είπε.

Ο Αργύρης γαντζώθηκε μέσα στα υπέροχα μπλε μάτια της.

«Κι εγώ», της είπε. Ή τ α ν πολύ πιο όμορφη απ' ό,τι τη

θυ-μόταν.

(36)

«Λοιπόν, Αργύρη, τι λες; Άξιζε τον τίτλο η Ζανίν;»

«Και με το παραπάνω. Βγήκε δίκαια».

Η Ζανίν χαμογέλασε.

«Μη μου πεις ότι θ' αρνηθείς να τη συνοδεύσεις σαν

νύ-φη στην επίδειξη;»

Ο Αργύρης δίστασε. Δεν του άρεσε να κάνει τον ωραίο και

να βλέπει από τη μία κάτι πεινασμένες πάμπλουτες γριές

φορ-τωμένες διαμαντικά να τον λιγουρεύονται και, από την άλλη,

όλες τις γνωστές αδερφές της Αθήνας να του κάνουν

νεύμα-τα γεμάνεύμα-τα νοήμανεύμα-τα και υποσχέσεις. Ο Άγγελος νεύμα-τα ήξερε όλα

αυτά και απέφευγε να τον αφήνει να δουλεύει για άλλους

σχε-διαστές. Τη μία και μοναδική φορά που ο Αργύρης έκανε το

μοντέλο στην επίδειξη ρούχων του Ζανό, ενός άλλου

σχεδια-στή, έγινε σεισμός μόλις βγήκε με τα δερμάτινα στην

πασα-ρέλα. Έπεσαν όλοι πάνω του σαν πεινασμένα αγρίμια

ζητώ-ντας να γευτούν τις σάρκες του. Παρότι κοιμόταν με τον

Ρα-σμάνη, δεν ένιωθε αηδία. Ή τ α ν κάτι που για κάποιο περίεργο

λόγο δεν τον ενοχλούσε. Όμως, αν οποιοσδήποτε άλλος τον

πλησίαζε ερωτικά, αγρίευε και δεν παρέλειπε να το δείχνει.

Γενικά, δεν του άρεσαν αυτά τα κυκλώματα, δεν του άρεσε να

τον πλασάρουν για ωραίο. Αυτός ήθελε να δημιουργήσει, να

κά-νει κάτι δικό του. Είχε αποφασίσει να ζητήσει τη βοήθεια του

Αγγέλου. Ποτέ πια πασαρέλα. Ό μ ω ς αυτή η κοπέλα είχε

κά-τι το διαφορεκά-τικό πάνω της.

«Μα και βέβαια», απάντησε στην ερώτηση του σχεδιαστή

χωρίς η γλώσσα να υπακούσει στο μυαλό του. «Θα ήταν

τι-μή για μένα».

(37)

«Ωραία», συνέχισε ο φίλος του. «Λοιπόν, ας δοΰμε όλοι

μαζί τα σχέδια κι ας κάνουμε προτάσεις».

Πήγε στο γραφείο και πήρε ένα τεράστιο μπλοκ. Το

άνοι-ξε και, στη στιγμή, σχέδια με χρώματα άνοι-ξεχύθηκαν πάνω στο

ξύλινο τραπέζι μπροστά στα μάτια τους. Το ένα ρούχο ήταν

πιο όμορφο από το άλλο. Όποιο άρεσε και στους τρεις το

χρέωναν στη Ζανίν. Μαζί διάλεξαν και το νυφικό που θα

φορούσε.

Η κοπέλα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Επιτέλους! Μια

ιέ-ρεια της ομορφιάς βασίλισσα στην πασαρέλα του πιο τρανού

σχεδιαστή μόδας της χώρας. Ούτε (πα πιο τρελά της

όνει-ρα δεν είχε φανταστεί κάτι τέτοιο... Ή δ η έβλεπε τον κόσμο

να τη χειροκροτεί.

Ο Ρασμάνης ήταν ευτυχισμένος. Όλα του πήγαιναν

κα-λά. Ο Αργύρης ήταν πάνια κονιά του και είχε υπό την

προστα-σία του τη Σταρ Ελλάς. Τώρα πια ήταν σίγουρος ότι η

επί-δειξη θα είχε μεγάλη επιτυχία.

Ο Αργύρης ένιωθε κι αυτός ευτυχισμένος, χωρίς να ξέρει

το γιατί. Το άρωμα της Ζανίν τον τρέλαινε και το άγγιγμά

της τον ερέθιζε. Έβλεπε τα στητά στήθη να ξεχωρίζουν

κά-τω από το λεπτό ύφασμα κι ένιωθε το παντελόνι του να τον

πιέζει αφόρητα. Να ηάρει ο διάολος, σκέφτηκε. Τι μουνί είναι

αυτό; Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο μεγάλο ερεθισμό για

μια γυναίκα.

Έμειναν μέχρι πολύ αργά στο σπίτι. Παρήγγειλαν

φα-γητό, ήπιαν και γνωρίστηκαν καλύτερα. Όταν η Ζανίν

έφυ-γε με ταξί στις δύο το πρωί, όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο

(38)

Αρ-γΰρης έμεινε μαζί με τον Ραομάνη κι όλο το βράδυ το

σπί-τι ξεχείλισε από ηδονή και ιδρώτα. Το επόμενο π ρω ("τίποτα

πια δε θα ήταν το ίδιο.

(39)

References

Related documents

culture and translation; language and culture in intercultural communication; cultural linguistics; language, culture and identity; language and cultural scripts; language, culture

A testing technique in which the c rystal or transducer is parallel to the test surface and ultrasonic waves enter the material being testing in a direction perpendicular to the

The District, as part of the contract for providing sewer service to the customers of the District, and in consideration of the payment of sewer bills, agrees to reimburse sanitary

_____ Abide by the ethical standard of the American Speech-Language-Hearing Association (ASHA) at all times. Any violation of ethical standards will result in immediate

The activities that are being organized for World Young Doctors’ Day will not only highlight the positive aspects of the internet and social media for medicine, but will

Probabilistic Routing Protocol using History of Encounters and Transitivity (PRoPHET) [7] is a well-known Context-based routing protocol based on the history of encounters.

rental Bipi. These services share the app, the technological platform, Channels, Customer Relationships and Key Partnerships, but they could be further optimised if they would

The present study has demonstrated that the both an angiotensin II receptor antagonist and an HMG-CoA reductase inhibitor attenuate the increase in albuminuria and overexpression